Ο Νομός Αιτωλοακαρνανίας ,η Στερεά Ελλάδα πολλές περιοχές της Ηπείρου,χρησιμοποιούσαν εδώ και αιώνες πολλούς γλωσικούς ιδιωματισμούς που αρκετοί από αυτούς έμειναν αναλοίωτοι στο χρόνο και τους χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα,είναι η τοπική διαλέκτο η ντοπολαλιά που μόνο οι άνθρωποι που μεγάλωσαν σ αυτές τις περιοχές και ακούγαν αυτούς τους ιδιωματισμούς από μικροί μπορούν να καταλάβουν!
ΛΕΞΕΙΣ…
Αυγάτσα = μεγάλωσα
Αγγειό = μαγειρικό σκεύος
Αλάργα = μακριά
Αλσμόνσε = ξέχασε
Αλχτάω, Αλύχτσε = φωνάζω δυνατά, φώναξε δυνατά
Αμολάω, Αμόλσα, Ξαμολήθκα = αφήνω, άφησα, όρμηξα
Ανάποτα = ανάποδα
Ανέβκα = ανέβηκα
Διαφήμιση
Απίστομα = ανάποδα
Απόγιομα = απόγευμα
Απόγονο = σημείο προφυλαγμένο από τον αέρα
Απολιώρα = πριν από πολύ ώρα
Απόλκα = άφησα
Απόπερα = απέναντι
Απόχη = εργαλείο ψαρέματος της περιοχής
Αράδα = με την σειρά
Αφύσκος, Αφύσκια = Αφύσικος, άσχημος, άσχημη
Αχαμνά = γεννητικά όργανα
Αχεριώνα = καλύβα από άχυρο
Βαγγελσμού = του Ευαγγελισμού (25 Μάρτη)
Βλιόρα = πρόστυχη
Βάραγκας = το μέρος, που στο ξηροπόταμο μένουν νερά
Βασίλιμα-ηλιού = ηλιοβασίλεμα
Βάτο = βατομουριά, Βατσινιά, βάτα = πολλές βατομουριές
Βατσίνα = εμβόλιο
Γατσούλ, Γατσλάκ = γατάκι, μικρό γατάκι
Γατσούμπρα = βατόμουρα, ο καρπός της βατομουριάς
Γκαβός = τυφλός
Γκαβώθηκα, με γκάβωσε = τυφλώθηκα, με τύφλωσε
Γκαστρωμέν = έγκυος
Γκλιτσνάρια = τα λεπτά κάτω άκρα του σώματος
Γκλίστκε = Κυλίστηκε
Γκιορέω, Γκιορέβς = γυρνάω, περπατώ
Γκοθρίν = η γωνία από το ψωμί
Γκόρτσο = αχλάδι, (συνήθως το άγριο)
Γομάρ = γάιδαρος
Γούπατο = βαθούλωμα
Γρούν, γρουνόπλο = γουρούνι, μικρό γουρούνι (γουρουνάκι)
Γρούνα = γουρούνι θηλυκό, παιχνίδι του χωριού
Δάχτλο = δάχτυλο
Δειλνό = δειλινό
Έρεψε = έλιωσε
Ζαβός = δύστροπος
Ζαλιάρκου = τρελαμένο
Ζαλίγκι = φόρτωμα, συνήθως ξύλων, στην πλάτη αγρότισσας
Ζαλοκονσμένο = τον κούνησε η ζάλη (τρέλα),τρελό πάρα πολύ
Ζαλταραμένο = τρελό
Ζγατζούρκο = ιδιότροπος
Ζιάμπα = μεγάλο βατράχι
Ζιαπλιάσκα, Ζιάπλιασε = έλιωσα, τον έλιωσε
Ζαπώνω = αρπάζω
Ζιάπα = έλιωσε
Ζόρκος, Ζόρκια = γυμνός, γυμνή
Ζούπσε = πάτησε
Ζουνάρ = ζωνάρι, μέτρο σύγκρισης
Θελί = κομμάτι (πίτας)
Θέρμη = ζέστη, πυρετός
Θημουνιά = σωρός από ξύλα
Καργυά = καρυδιά
Καρίπ = απόβρασμα
Καστραβέτσι = αγγούρι άγουρο
Καταή = κάτω στο έδαφος
Κατέλωσε = βρόμισε
Κατράω = κατουράω
Κάυκαλο = κρανίο (κεφάλι)
Κλιά = κοιλιά
Κλιάστρα = το πρώτο γάλα από ζώο που μόλις γέννησε
Κλούρ = κουλούρι
Κνίς = κουνήσου
Κνήγ = κυνήγι
Κουλοφουτιές = πυγολαμπίδες
Κομοντόρ = ντομάτα
Κοντεύω = φτάνω στον προορισμό μου, είμαι κοντά στον προορισμό μου, τελειώνω κάτι
Κορατσίδ = πεπόνι άγουρο
Κουσεύω = τρέχω
Κοτρών(ι) = η μεγάλη πέτρα
Κουκούτσα, Κουκούτσες = αγκινάρα, αγκινάρες
Κούμπλο, Κουμπλιά = κορόμηλο, (ωραίο=μεταφορ.) κορομηλιά
Κουρκουσούσω = κουτσομπόλα
Κούρνα = κοτέτσι, σπίτι (μεταφορικά)
Κουρνιάζω = μαζεύομαι στο σπίτι μου (-πάω για κούρνα)
Κουρουμπάτσα = κουρεμένος πάρα πολύ με την ψηλή μηχανή
Κούτελο = μέτωπο
Κουτοφόλω =σαν η κότα που κλωσάει, δεν κάνει καμία δουλειά
Κούτσικο = πολύ μικρό
Κουτσλιές = κουτσουλιές, περιττώματα πουλιών
Κούτσουρο = ξύλο
Κούτω = πολύ χαζή
Κριάς = κρέας
Κρεμαντσλίθκα = κρεμάστηκα
Κρένω = μιλώ, φωνάζω
Κρίς = ομιλία
Κρούνα = κουρούνα
Κρούπα = πολύ χάλια
Κτάβ, Κταβάκι = κουτάβι, νεογέννητος σκύλος
Κτάλα = κουτάλα
Κτάω, τηράω = κοιτάζω
Κτούφω = χαζή
Κουτσουμπολιό = κουτσομπολιό
Κφάλα = κουφάλα δένδρου, πόρνη (μεταφορικά)
Λάλησε = αυτός τρελάθηκε
Λάου-λάου = αργά-αργά
Λαπασάρσε = σταμάτα, μην βγάζεις μιλιά
Λθάρ, Στούμπος, κοτρόνι = λίθος, πέτρα
Λόγγος = δάσος
Λόμπα = γούρνα
Λουτιάρα = άλουστη, απεριποίητη
Λσιά = η πόρτα σε περίφραξη
Μακελέυτκα = κατασφάχτηκα
Μάνα καλή = η νονά
Μανάρ = μικρό αρνί
Μασιά = εργαλείο για σκάλισμα της φωτιάς στο τζάκι
Ματαδώ, Ματάϊδα = ξαναδώ, ξαναείδα
Ματακαλιόρα = ευχαριστήθηκε, ευχαρίστηση
Ματάλα = ματαέλα (έλα μετά)
Μάτια = καμάρι
Μάτια’μ = καμάρι μου
Ματιάσκα = ματιάστηκα
Ματσλάω, Ματσούλσε = μασουλάω, μασούλησε
Μελίκοκα, Μελικοκιά = άγρια κορόμηλα, η κορομηλιά
Μεσάλι =τραπεζομάντιλο
Μλάρ = μουλάρι
Μολόϊμα = βούκινο, να το διαλαλείς
Μόμολο = μικρό (ειρωνεία)
Μούτηλη = νερό με λάσπη, βρομόνερο
Μουτσούνα = το πρόσωπο
Μπάζο, Μπασμένο = άχρηστος
Μπαϊλσα, Μπαϊλσιά = ζαλίστηκα, ζαλάδα
Μπάκα = κοιλιά
Μπακακάκι = βάτραχος
Μπακανιάρκο = αδύνατος με μεγάλη κοιλιά
Μπακίρ(ι) = πεπόνι
Μπόλι = εμβόλιο δένδρων
Μπάντα κι άλλη = δεξιά και αριστερά
Μπανταλός = τσαπατσούλης
Μπαργάτς = το δοχείο που παίρνουν νερό από το πηγάδι
Μπατσούλσα = κουτούλησα
Μπασιάκοι = καλικάντζαροι
Μπιζέρσα = απηύδησα
Μπίτ, Μπίτσα = καθόλου, τέλειωσα
Πλαντάζω = φωνάζω δυνατά, σκάω από τα κλάματα
Μπλέτς = γυμνός, χωρίς ρούχα
Μπόκολο = το μικρό
Μπονόρα = ανατολή του ηλίου
Μπορμπόλια, Μπόρμπολοσαλιάρ = σαλιγκάρια
Μπούβλιακας = ο Λούρος ποταμός
Μπούζ = κρύο
Μπούζια = χείλια
Μπούλαρος = είδος φιδιού της περιοχής (ο τυφλίτης )
Μπούρλωσε = πρότεινε
Μπουσταρέλα = σαύρα
Μπουτσόν = μπουκάλι
Μπουχαρής = καμινάδα
Μσό = μισό
Μσοφέγγαρο = μισό φεγγάρι
Μχούστ = η εμποροπανήγυρη
Ντάλα μεσμέρ = καταμεσήμερο
Ντράβαλο = φασαρία
Ξαστόχσε = ξέχασε
Ξεζγάλσα, Γραντσούνσα = χάραξα, χάλασα
Ξεζορκαίβω, Ξεζορκαίψ, = ξεγυμνώνω, ξεγυμνώσου
Ξεκουμπίς = Φύγε απ’εδώ
Ξεματώχ = επίτηδες
Ξεμπλετσόθκα, Ξεμπλέτσουτο = ξεγυμνώθηκα, γυμνό
Ξίκ = φύγε, εξαφανίσου
Ξεκάλτσουτο = χωρίς κάλτσες
Ξαποσταίνω = ξεκουράζομαι
Ξεσφαϊς = φύγε από εδώ
Ξεσβερκιάσκα = έκοψα τον λαιμό, με πόνεσε ο λαιμός από την κούραση
Ξπόλτος = ξυπόλυτος
Οργιό, Ουργιό = ρίγος
Ουρθή = όρθια
Οχτρός = εχθρός
Παπάρα = ψωμί μουσκεμένο
Παρασάνταλο = πολύ τσαπατσούλης, κακοφτιαγμένος
Παρασκάλσα = έβγαλα το γοφό (πόδι)
Παρμάρα = τρέμολο
Παρτσακλός = πολύ άτσαλος
Πασαλίφτκα, πασαλμένο = γέμισα με …, εντελώς χάλια
Παστρικιά = η ελευθέρων ηθών (μεταφορικά)
Πατάκα = πατάτα
Πατούρα = χάλια
Πατσαλός = τσαπατσούλης, άτσαλος
Πίγκα = το μαλλί άλουστο, βρόμικο, γεμάτο σκόνη
Πλακίδα = μικρή κότα
Πλάρ = πουλάρι
Πλί = πουλί
Πλίχουρας = σκόνη
Πλοκός = είδος καλαμιού στο βάλτο του Λούρου ποταμού
Πνύκα = πνίγηκα
Ποδοβολή = καλπάζοντας
Πομπόθκα, με πούμπωσε = πνίγηκα, με έπνιξε
Πούντα = βαριά γρίπη
Πουρνό = πρωινό
Πού’στε = που είστε
Πούστς = πούστης
Πτάνα = πουτάνα
Πυροστιά = ο τρίποδας που τοποθετούμε στην φωτιά για βάση ψησίματος
Ρεχάτ = ξεκούραση
Ρόκα = καλαμπόκι, (το φυτό και ο καρπός του)
Σαρμανίτσα = κούνια μωρού
Σερκό = αρσενικό
Σιαλαφός = χαζός
Σιάνω = φτιάχνω, κατασκευάζω
Σιαπέρα = προς τα εκεί
Σιαφούρτο = σκουπίδι (ειρωνεία)
Σιέρπετο = ερπετό (ειρωνεία)
Σιουμπέκ(ι) = άνθρωπος με άσχημο παρουσιαστικό (τιποτένιος)
Σιουράω = σφυρίζω
Σιούρξε = (αυτός) τρελάθηκε
Σκαλτσούν = κάλτσα
Σκαλτσούνια = οι γυναικείες κάλτσες πάνω από το γόνατο
Σκάμνα, Σκαμνιά = μούρα, μουριά
Σκιά = συκιά
Σκλέντζα = παραδοσιακό παιχνίδι του χωριού μας
Σκλί = σκύλος
Σκλιτζούργια = πολύ αδύνατα πόδια
Σκλίκ = σκουλήκι, χάλια (μεταφορικά)
Σκόπ = παλούκι
Σκορδοκαϊλα = δεν με νοιάζει
Σκούζω = κλαίω
Σκρούμπος = στάχτη κυρίως από μαλλιά, ( έχω το στόμα σκρούμπο = ξερό)
Σκτί = ρούχο
Σλέν = σου λένε
Σμά = πολύ κοντά
Σνί = ταψί
Σοκάκι = στενός δρόμος
Σοκακιάρα = αυτή που γυρνά, από σπίτι σε σπίτι για κουτσομπολιό
Σοροβολιό = σέρνοντας
Σπλιγκιάσκα = στενοχωρήθηκα
Στλιάρ = το στευλιάρι, ο πολύ λεπτός
Στραβοκατίνσα = σκόνταψα
Στραβομουτσούνιασα = έκανα μορφασμό
Στρουμπλό = στρουμπουλό, χοντρό
Σουργούνι = γελοίος, περίγελος
Σπλίξ = σπλίξη
Σπρίδ = σπουργίτη
Σφρουτζούλατο = πέτα το δυνατά
Σων = φτάνει
Σώθκα = σώθηκα
Τ’αντρόκ = καλπάζοντας σαν άλογο
Ταμπιχτοκέφαλα = (έπεσα στο έδαφος) με το πρόσωπο στο χώμα
Τγάν = τηγάνι
Τζουρνάρα = νερό που χύνεται πολύ
Τήρα, Τράω = κοίτα, κοιτάζω
Τον ματάδες = τον ξανάδες
Τσάχαλο = πολύ μικρή πέτρα
Τσγάρες = τσιγάρα
Τσακίσκα = χτύπησα
Τσακστεί, Τσακίστκε = τσακιστεί, χτυπήσει, χτύπησε
Τσαρκαλεύω = ψάχνω επίμονα
Τσερλιό = κόψιμο, τον έπιασε κόψιμο
Τσεκλίσκα = σκίστηκε το ρούχο μου
Τσερτσόπ = χωμάτινο υψωματάκι, που κάθεται η μπίλια (βόλος), στο ομώνυμο παιχνίδι
Τσιάπαλα = (τον έπιασε στα πράσα)
Τσίπρο = τσίπουρο
Τσώπα = μην βγάζεις μιλιά, μην μιλάς
Φασούλια = τα φασόλια
Φουλτάκα, φουλτάκιασα = φουσκάλα, γέμισα φουσκάλες
Φούρος = ο φούρνος
Φουροκάλυβο = σκέπαστρο, καλύβα για τον φούρνο
Φσκάλα = φυσαλίδα
Χαλεύω = ζητώ, ψάχνω
Χαμπάρ = χαμπάρι, είδηση
χαρνέτο’ς = να σου πάρω το κακό, είσαι πολύ ωραίος
Χαψιά =μπουκιά
Χειμωνικό = καρπούζι
Χρήνα = λερώθηκα πολύ
Χσούζκος = χρουσούζικος
Ψχάλα = ψιχάλα
Ψχαλίζ = ψιχαλίζει
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ – ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
-Α! κόλπος κακός = να σε κτυπήσει εγκεφαλικό. (βρισιά)
-Α! να’ χεις γίν ξίκ! = Α! να φύγεις από εδώ!
-Άϊ στ’ (γ)κούρνα’ς μαρέ = άντε (πήγαινε) στο σπίτι σου μωρέ, φύγε από εδώ. (βρισιά)
-Άϊ στου διάολου σέρπετου = άντε στον διάβολο ερπετό. ( βρισιά )
-Άϊ χες πατόκορφα = άντε να χεστείς από πάνω μέχρι κάτω.( βρισιά )
-Αλίχτσε ος θελς, Αλίχτα ος θέλς = φώναξε όσο θέλεις. (ειρωνεία)
-Αφίσκο είσαι, είσαι μια αφσκιά = είσαι πολύ άσχημος.
-Γιατί ματσλάς κί κάνς τουν ανήξηρου. Θα σδώκου μιά κι θα σ’φύγουν τα τσαγούλια. Θα μί βλέπς κι θα τρέμς = γιατί μασουλάς και αδιαφορείς. Θα σε κτυπήσω πολύ στο πρόσωπο. Θα με βλέπεις και θα τρέμεις.
-Γίνι ξίκ. Στάχτ να γένς. Κακιά αστραπή να σι βαρές =(κατάρες)
-Γίνκεις χρίνα = έγινες χάλια, λερώθηκες πολύ.
-Δεν τελέβεσαι = δεν υποφέρεσαι.
-Δε παίρς απού ουμνίνια, μ’ άσπρισεις παράκερα, μόπριξες τα σκότια και τα πλιμόνια, μι χτίκιασεις, μάλιασ’ η γλώσσαμ, θα σι μτζώξου κί θα φύγου, σί μπιζέρσα = δεν καταλαβαίνεις τίποτα από ορμήνιες, άσπρισαν τα μαλλιά μου, πρήσθηκαν τα σκότια μου και τα πνευμόνια μου, με αρρώστησες, με πόνεσε η γλώσσα μου θα σε εγκαταλείψω και θα φύγω, με κούρασες.
-Δε’σκόβ του κεφάλ, ίτς μυαλό δεν έχς, δε σκόβ μπίτ για μπίτ, δε σκόβ αλότιλα = δεν σου κόβει το κεφάλι, καθόλου μυαλό δεν έχεις. (=δεν καταλαβαίνεις). ( βρισιά )
-Δε’ς κραίνω = δεν σου μιλάω.
-Ήβρικεις φσκή κατ’ αυτού στα γρέκια = βρήκες φουσκί κάτω στους στάβλους.
-Θα σ’δώκω μιά στα κλιτσνάρια, θα σ’πού ιγώ = θα σου δώσω μια κλοτσιά στα πόδια και θα σου πω εγώ.
-Θα σ’ρίξω μία και θα σ’αφήσω σκόπ = θα σε χτυπήσω και θα μείνεις ξερός.
-Κνίς μαρέ = κουνήσου μωρέ.
-Κόσια μια κοσή = βάλε μια τρεχάλα.
-Μά’στα τσαπράγκαλα σ’ = μάζεψε τα πράγματά σου.
-Μαρή, τα σιάπλασες τ’αυγά = μωρή, τα έσπασες, στραπατσάρισες τα αυγά.
-Μ’έκανις ρεντίκουλο, δεν έχς ντρουπή ψλάς = με γελοιοποίησες, δεν ντρέπεσαι. ( βρισιά )
-Μέκοψε λόρδα = πείνασα πολύ.
-Με σήκωσε οργιό = με έπιασε ρίγος.
-Μη βγαίν’ς ξεμπλέτσωτο (ζόρκο) όξου θα καρακόϊ’ς, (αρωστήϊ’ς) θα πάρ’ς πούντα. = μη βγαίνεις με λίγα ρούχα έξω από το σπίτι, θα αρρωστήσεις πολύ.
-Μη με μαλάειζ = μην με αγκίζεις.
-Μη με πράϊ’ς, θα σε κάνω ζιάπα = μην πειράζεις, θα σε λιώσω.
-Μη σγών’ς σμά = μην με πλησιάζεις.
-Μούρθε σπλίξ = μου ήρθε σπλίξη, ένιωσα χάλια.
-Μού’ρχεται σα κομάρα-σα χαμάρα = δεν νιώθω καλά.
-Μπά, πνα σόμπενε ου διάουλους, Γιούσας μέσα’ς = να σε κυρίευε ο διάβολος. (κατάρα)
-Μσήκουις αλπασιά =με ζάλισες. ( βρισιά )
-Να γίν’ς ξίκ = να φύγεις απ’εδώ, να εξαφανιστείς. (βρισιά)
-Να σε βαρές κακός νταμπλάς = να σε κτυπήσει εγκεφαλικό. (βρισιά)
-Να σί κόβ η νίλα =να σε αγγίζει στην ψυχή, να λυπάσαι.
-Να σπάρου του κακό, Να σί φλάει η Παναϊα = ευχή
-Νατ’ς ζής τ’ς καημένς, γένσε σιρκό πιδί = να της ζήσει το αρσενικό παιδί. ( ειρωνεία )
-Νόμ ένα τσρατσί να σκοπστού = δώσε μου ένα πανί να σκουπιστώ.
-Πού σκών’ς υψώματα = πού γυρνάς
-Που στα τσακίδια πήγε,= που στα κομμάτια πήγε. (κατάρα)
-Πώς σε λέν; – Λέν με λέν σλέω = Πώς ονομάζεσαι (πώς σε λένε); Ελένη λέγομαι σου απαντώ. (Ελένη με λένε σου λέω)
-Ούλου κβέντις είσι = Συνέχει μιλάς αλλά δεν κάνεις τίποτα.
-Ούϊ μάναμ = ωχ μάνα μου.
– Ούϊ, παρασκάλσα του πουδάρ! = Ωχ, στραμπούλιξα το πόδι μου.
-Τα μπουμπούνξα = τα βρόντηξα.
-Τσόπα τ’ς είπα γω, ίτ’ς κρίς αυτή = μην μιλάς τις είπα εγώ, και αυτή δεν έβγαλε μιλιά.
-Τι να κάν ου καημένος; τα καταπίν. Τουν έχ στου βρακίτς = Τι να κάνει ο δύστυχος. δεν μιλάει γιατί η γυναίκα του, του επιβάλλεται..
-Τι τσίπες = τι της είπες.
-Τι σιάν’ς; = τι φτιάχνεις; τι κατασκευάζεις; τι επιδιορθώνεις;
-Τόχς τζώρα του κεφάλ = είσαι ξεροκέφαλος.
-Χστό’ς χαρνέτο’ς = είσαι πολύ ωραίος, ο χριστός να σε φυλάει.
-Χστό’ς Λούρο μ’ = Ο χριστός να φυλάει τον Λούρο.
Πριν από 50 χρόνια, στο δημοτικό σχολείο του χωριού μας, ο δάσκαλος ρώτησε, έναν μαθητή:
– Πες μου παιδί μου δέκα λέξεις που ν’ τελειώνουν σε ΄΄αρ΄΄.
Ο μαθητής, ετοιμόλογος, απάντησε:
-Αρ ναρ τρικακάρ,
το γομάρ τ’Βασίλ Μπεκιάρ,
στο καρνιάρ,
είναι δεμένο απ’το ποδάρ,
τρώει χορτάρ,
έχει και το σαμάρ στο κοκαλιάρ.
Ο συγχωριανός μας, Βασίλη Τσελίκης, όταν τον ρωτούσαν ποια είναι τα ονόματα της οικογένειας του, έλεγε το εξής:
-Τσίλια, Νέτα, Μάλιω, Μούλια , Μπάκια, Φάκια, Ράκια.
Δηλαδή:
Βασίλης, Ανέτα, Αμαλία, Θωμάς, Λάμπρος, Αρίστιππος, Θόδωρος.
Όταν η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού μας (Θρίαμβος), έβαζε γκολ σε αντίπαλη ομάδα, οι Λουριώτες φίλαθλοι τραγουδούσαν το εξής:
– Σας πήρη του πουτάμ, σας πήρη ου ποταμός, σας έκλεισε τα σπίτια ου Λούρος ου τρελός.
πηγη: «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΥΡΟ»
ΖΑΚΑΣ Θ. ΚΩΣΤΑΣ

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *