Ο Αλέξανδρος Ιόλας είναι ο άνθρωπος που έφερε στην Ελλάδα τους μεγαλύτερους αστέρες του διεθνούς τζετ σετ και βοήθησε στην ανάδειξη των πιο ταλαντούχων Ελλήνων καλλιτεχνών, στις δεκαετίες του 70 και του 80. Ο μύθος του ανήκει σε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια.
Γεννημένος το 1907, από εύπορους γονείς, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ήρθε στην Αθήνα 20 ετών. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1931 εγκαταλείπει την Ελλάδα και ξεκινά τα ταξίδια του στην Ευρώπη, επιθυμώντας να ακολουθήσει το όνειρό του να γίνει χορευτής. Το ταξίδι του στη Νέα Υόρκη στα μέσα της δεκαετία του ‘30, όμως, ήταν γραφτό να του αλλάξει για πάντα τη ζωή.
Ένας τραυματισμός στο πόδι το 1944 τον αναγκάζει να εγκαταλείψει την μέχρι τότε καριέρα του και επιδίδεται στο εμπόριο τέχνης και ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στη Νέα Υόρκη. Ένας θρύλος γεννιέται.

Οι γκαλερί που είχε ανοίξει σε Μιλάνο, Γενεύη, Παρίσι, Ζυρίχη, Μαδρίτη και Ρώμη δεν τον εμπόδισαν να γυρίσει στην Ελλάδα, με συστατική, μάλιστα, επιστολή του Καβάφη.
Αρχές του ’50 αγοράζει μια έκταση 25 στρεμμάτων στην Αγία Παρασκευή, με σκοπό να χτίσει ένα «χωριό καλλιτεχνών» στο οποίο θα έμεναν όλοι οι ταλαντούχοι «φίλοι» του… Μέχρι το 1970 όταν και έκλεισε όλες του τις γκαλερί, μοίραζε το χρόνο του σε εξωτερικό και Ελλάδα. Μόλις όμως ήρθε μόνιμα, η τεράστια συλλογή του από έργα τέχνης αμύθητης αξίας έφτασε στη χώρα μας, στη βίλα της Αγίας Παρασκευής.
Πικιώνης, Τσαρούχης και Παύλος Καλατζόπουλος αναλαμβάνουν το σχεδιασμό και τη διακόσμηση της βίλας στην οποία φιλοξενήθηκαν οι πιο διάσημες προσωπικότητες της Ελλάδας και του Χόλιγουντ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Τζιάνι Βερσάτσε που ερχόταν στην Ελλάδα για 2 ώρες για να «πιει έναν καφέ» με τον Ιόλα. Αρχηγοί κρατών, πολιτικοί, εφοπλιστές, ζωγράφοι, γλύπτες και σχεδιαστές φιλοξενήθηκαν στη βίλα που σήμερα μοιάζει με φάντασμα της χλιδής του παρελθόντος.


Άντι Γουόρχολ, Πάμπλο Πικάσο, Τζόρτζιο Αρμάνι, Αριστοτέλης Ωνάσης, Ειρήνη Παππά, Σταύρος Νιάρχος, Ανδρέας Παπανδρέου, Σταύρος Ξαρχάκος, Βασίλης και Ελίζα Γουλανδρή και Μελίνα Μερκούρη ήταν μόλις μερικοί από εκείνους που δείπνησαν στη βίλα του Ιόλα.
Η βίλα ήταν κατ’εικόνα του ιδιοκτήτη της: Οι πόρτες ήταν χρυσές και οι τοίχοι από μάρμαρο Πεντέλης, ενώ αρχαίες κολώνες από τη Ραβέννα κοσμούσαν κάθε γωνιά του σπιτιού.
Πολλοί θυμούνται τα εκκεντρικά παπούτσια και την γκαρνταρόμπα του πάμπλουτου συλλέκτη, η οποία καταλάμβανε όλους τους χώρους του υπογείου. Σε αυτή συμπεριλαμβάνονταν 3.000 πουκάμισα, εκατοντάδες κοστούμια και δύο ντουλάπες γεμάτες γούνες.



«Είμαι Έλληνας και θέλω να ζω και να αναπνέω μέσα σε αρχαίες κολώνες. Τα αρχαία που βλέπετε προέρχονται από αρχαίους ελληνικούς ναούς». Αυτή η δήλωση του Ιόλα προκάλεσε σκάνδαλο και ο συλλέκτης κατηγορήθηκε για τα πάντα. Μάλιστα, ένας δυσαρεστημένος πρώην εργαζόμενος στη βίλα, τραβεστί με το ψευδώνυμο Μαρία Κάλλας, τον κατηγόρησε ανοιχτά στους δημοσιογράφους για κλοπή αρχαίων έργων, όργια, παιδεραστία και ναρκωτικά.
Η ομοφυλοφιλία του Ιόλα ήταν γνωστή, ωστόσο αυτό που εξόργισε την ελληνική κοινωνία δεν ήταν οι σεξουαλικές του προτιμήσεις, αλλά το γεγονός πως υπήρξαν κατηγορίες πως στα όργια της βίλας συμμετείχαν και ανήλικοι. Τότε παρενέβη ο εισαγγελέας.
H ελληνική κοινωνία δεν αγάπησε ποτέ τον Ιόλα. Αντίθετα, ειδικότερα μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, άρχισε να τον διασύρει. Διάφορες εφημερίδες, όπως η «Αυριανή» δημοσίευαν τίτλους όπως «Όλη η πολιτική, καλλιτεχνική και κοινωνική σαπίλα τραπεζωνόταν στο ανάκτορο του Ιόλα», «2.000 ντόπιες και ξένες προσωπικότητες μάζεψε ο ανώμαλος αρχαιοκάπηλος στο Γεύμα του Αιώνα» κλπ.
Η συνέντευξή του στην «Γυναίκα» και στην Όλγα Μπακομάρου το 1983, ήταν η αφορμή για το άγριο ξέσπασμα εναντίον του. Μίλησε απαξιωτικά για τον Τσαρούχη (με τον οποίο είχε έρθει σε ρήξη), για την αλλαγή του Ανδρέα Παπανδρέου και για την φίλη του Μελίνα Μερκούρη. Επίσης, ήταν περιπαικτικός με τον επίσης φίλο του, Κωνσταντίνο Καραμανλή, που τότε ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Τέλειωσε μάλιστα την συνέντευξή του με το αμίμητο «Η φτερού να μας κυβερνήσει».

Φαίνεται πως αυτή την επίθεση δεν την ξεπέρασε ποτέ. Η επιθυμία του να δωρίσει την συλλογή του στο ελληνικό κράτος απορρίπτεται, καθώς η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη του γύρισε την πλάτη. Το 1987 παρουσιάστηκε στον ανακριτή με 8 ντοσιέ που αποδεικνύουν πως τα είχε αποκτήσει όλα νόμιμα. Ο ανακριτής είπε πως η υπόθεση έχει λήξει και πως θα αποκαταστήσει το όνομά του. Ο Ιόλας ουσιαστικά είχε επαναπατρίσει νόμιμα 2.500 αρχαία.
Ταπεινωμένος στη χώρα του, ο Ιόλας έφυγε από την Ελλάδα το 1987 για να νοσηλευτεί σε κάποιο νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Ως και η ίδια του η αδερφή, Νίκη Στάιφελ, μιλούσε για εκείνον χαρακτηρίζοντάς τον «έκφυλο» και «πούστη».
«Τι να πω για την αδερφή μου… Είναι δυστυχισμένη. Δεν έχει φίλους και κανένας δεν την καλεί σε κανένα πάρτι. Είναι μόνη της όλη την ημέρα με τη Φιλιππινέζα υπηρέτριά της», ήταν η απάντησή του.
Ο Ιόλας πέθανε μόνος του στο νοσοκομείο στις 8 Ιουνίου 1987,σε ηλικία 80 ετών.




To 2010 αποφασίστηκε ότι στις δύο ανιψιές του Ιόλα, που είναι και οι νόμιμες κληρονόμοι του, θα καταλήξουν τα κατασχεθέντα αρχαία αντικείμενα της συλλογής του, που είχαν κλαπεί, όπως και εκείνα που είχαν παραδοθεί προς φύλαξη στο Εθνικό Αρχαιολογικό και το Βυζαντινό Μουσείο. Η μία ανιψιά του, Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα, κόρη του αποβιώσαντος αδερφού του, Δημήτρη Κουτσούδη, διεκδίκησε 67 αρχαία και 7 εικόνες από το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, ενώ η έτερη Σύλβια Μαρία ντε Κουέβας, κόρη τής, επίσης πεθαμένης, αδελφής του, Νίκης φον Στάιφελ, δεν είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να λάβει το μερίδιο της κληρονομιάς της.
Πηγή iefimerida.gr

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *