Την κτηνοτροφία εξ αρχής πρέπει να τη διακρίνουμε στην καθαρά επαγγελματική και στην οικιακή. Με την οικιακή κτηνοτροφία ασχολούνταν όλες σχεδόν οι οικογένειες μέχρι το 1960 περίπου.
Σ’ όλα τα σπίτια υπήρχαν τα ζώα-εργάτες για τις καλλιέργειες και τις μεταφορές, και αυτά που κάλυπταν τις βασικές ανάγκες διατροφής. Στις μέρες μας σπάνια θα συναντήσει κανείς οικογένειες με τα γνώριμα στα παλιά χρόνια κατοικίδια.
Ο απασχολούμενος συστηματικά με τη βόσκηση προβάτων και γιδιών λεγότανε τσοπάνης. Η βόσκηση γινότανε όλο το χρόνο. Από νωρίς το πρωί, το χάραγμα, μέχρι το σούρουπο. Ο τσοπάνης τις νύχτες έμενε συνήθως στο σπίτι του. Τα πρόβατα ή τα γίδια τα ‘κλεινε στο “γαλάρι”. Το γαλάρι ήτανε μάντρα σκεπασμένη ή σπηλιάκι με τοίχο στη μπροστινή μεριά. Τα περισσότερα κοπάδια είχανε σκυλί. Πολλές φορές το καλοκαίρι ο ίδιος ο τσοπάνης φύλαγε τα πρόβατα ή τα γίδια τις νύχτες για να μην τα φάνε οι λύκοι, ή άλλα αγρίμια. Τον χειμώνα τα πήγαινε σε καλές βοσκές. Τις πολύ κρύες ημέρες τα κράταγε στο μαντρί ή στο γαλάρι και τα τάιζε με σανό, τριφύλλι ή βίκο.
Τα βοσκοτόπια διέθεταν πλούσια νομή για το διάστημα από τον Οκτώβριο μέχρι τον Αύγουστο. Την περίοδο του καλοκαιριού όμως οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια τους έπαιρναν το δρόμο για τα χειμαδιά.
Οι κτηνοτρόφοι είχαν τα μαντριά τους. Τα κατασκεύαζαν με ξύλα μόνο και κλαδιά από λαδανιά και σουσούρες τα οποία σκέπαζαν με κλαδιά πεύκου, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να γίνονται αδιαπέραστα από τη βροχή και τον αέρα.
Χωρίς να είναι δυνατό να υπολογίσουμε τον ακριβή αριθμό των γιδοπροβάτων, μπορούμε να πούμε ωστόσο ότι, αν και οι κτηνοτροφικές οικογένειες ήταν σχετικά λίγες, ο αριθμός των γιδοπροβάτων τους υπήρξε κατά καιρούς τεράστιος.
Τα μεγάλα όμως κοπάδια απαιτούσαν εξαντλητική δουλειά νύχτα-μέρα και συνεχείς μετακινήσεις. Γι’ αυτό οι κτηνοτρόφοι εποχιακά απασχολούσαν “στιχτάδες”, που ήταν απαραίτητοι κυρίως για τις καλοκαιρινές μετακινήσεις των κοπαδιών, για το άρμεγμα και για τις γέννες. Χαρακτηριστικά, το άρμεγμα, που άρχιζε την Άνοιξη (ίσως και από τον Φλεβάρη) όταν πουλάγανε τα αρνιά και περίσσευε το γάλα, ξεκινούσε με τη δύση του ήλιου, τελείωνε τα μεσάνυχτα και το πρωί πάλι άρχιζε από τα βαθιά χαράματα.
Το γάλα το άρμεγαν μέσα σε ξύλινα καρδάρια που χωρούσαν δώδεκα οκάδες και το συγκέντρωναν σε καζάνια των εκατό οκάδων ή και μεγαλύτερα. Η μαγιά όταν έπαιρνε κόκκινο χρώμα ήταν έτοιμη για χρήση. Για να τυροκομήσουνε βράζανε το γάλα ώσπου να γίνει χλιαρό. Τότε ρίχνανε την πιτέα (πυτιά) που έπαιρναν από το στομάχι των μικρών κατσικιών, την οποία αλάτιζαν και την έβαζαν στον ήλιο για να βράσει. Το σκεπάζανε αρκετή ώρα στο χαρανί (καζάνι) για να πήξει. Μετά το βάζανε σε τρυπητά πανιά (τσαντίλες) για να στραγγίξει. Με διαφορετική κατεργασία βγάζανε τη μυζήθρα, το βούτυρο, το ξινόγαλο κ.λ.π. Το έτοιμο τυρί το βάνανε σε ασκιά με άλμη (αλατόνερο) για αυτό λεγότανε τουλουμοτύρι και τουλουμίσιο από το “τουλούμι” που σημαίνει ασκί. Το φυλάγανε όμως και σε πιθάρια, λαγήνες και τενεκέδες, πάλι βουτηγμένο σε αλατόνερο.


Το τυρί και το μαλλί οι κτηνοτρόφοι το αντιπραγματεύονταν στο χωριό με γεωργικά συνήθως προϊόντα, κυρίως σιτάρι, λάδι, μέλι, κρασί γιατί οι ίδιοι δεν είχαν τη δυνατότητα να ασχοληθούν με καμιά άλλη δουλειά. Με το μαλλί των προβάτων οι νοικοκυρές γέμιζαν στρώματα και μαξιλάρια, κατασκεύαζαν ρούχα και σκεπάσματα και με το μαλλί των κατσικιών κατασκεύαζαν σαΐσματα, τροβάδες, τσουπιά, δισάκια. Επίσης, οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι κατασκεύαζαν βαριά ρούχα που ήταν απαραίτητα για την φύλαξη των κοπαδιών κατά την περίοδο του χειμώνα, όπως η γούνα με κουκούλα, φτιαγμένη με δέρματα τραγιών ή προβάτων κατάλληλα επεξεργασμένα, τα ταλαγάνια που ήταν μάλλινα παλτά και τα ύφαιναν στον αργαλειό με χοντρά μάλλινα στημόνια και υφάδια, το μαλλιότο και άλλα. Την γκλίτσα, απαραίτητο εργαλείο για το σαλάισμα των κοπαδιών, την έφτιαχναν συνήθως από σφενδάνη ή οξιά.
Κάθε γεωργική-μελισσοκομική οικογένεια έπρεπε να διαθέτει απαραίτητα οκτώ με δέκα ζώα-εργάτες για τα πολλά οργώματα των χωραφιών, τις συνεχείς μετακινήσεις των μελλισοσμηνών σε πολύ μακρινά μέρη και τις πολλές άλλες αγροτικές εργασίες. Τα ζώα αυτά οι νοικοκυραίοι τα στάβλιζαν σε καλύβες ή στα κατάλληλα διαμορφωμένα κατώγια των σπιτιών. Κατά την περίοδο του οργώματος και της σποράς, κυρίως τα βόδια, τα στάβλιζαν σε καλύβες που υπήρχαν σε διάφορες τοποθεσίες γύρω από το χωριό, για να αποφεύγονται οι καθημερινές μετακινήσεις. Εκτός από τα ζώα-εργάτες κάθε οικογένεια διέθετε απαραίτητα ορισμένο αριθμό κατοικίδιων ζώων (κατσίκες, κότες, γουρούνια κλπ.) που όλα μαζί κάλυπταν σε μεγάλο βαθμό τις βασικές ανάγκες διατροφής. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι τα προϊόντα της οικόσιτης κτηνοτροφίας μαζί με αυτά της γεωργικής παραγωγής, κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των αναγκών διατροφής και ένδυσης κάθε αγροτικής οικογένειας.
Χαρακτηριστικές ήταν και οι πεποιθήσεις των ανθρώπων της εποχής για τις σχέσεις τους με τα ζώα. Οι παλιοί αγαπούσαν και σέβονταν τα ζώα τους, κυρίως εκείνα που τους πρόσφεραν εργασία, με ξεχωριστό τρόπο. Χαρακτηριστικά, όταν περνούσαν τα βόδια από το παζάρι του χωριού πηγαίνοντας προς τη βρύση, όλοι όσοι κάθονταν στα καφενεία, σηκώνονταν όρθιοι και παρέμεναν όρθιοι μέχρι να προσπεράσουν δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο τον σεβασμό τους. Κι όταν τα ζώα αυτά μεγάλωναν και δεν ήταν σε θέση να δουλεύουν δεν τα έσφαζαν, αλλά τα περιέθαλπαν μέχρι να πεθάνουν από φυσικό θάνατο. Κι αυτό γιατί θεωρούσαν μεγάλη ασέβεια να σκοτώνουν τα ζώα με τα οποία εργάζονταν για πολλά χρόνια μαζί. Η καθημερινή συνύπαρξη του ανθρώπου με τα ζώα για πολλά χρόνια στον μόχθο της δουλειάς, δημιουργούσε σχέση σεβασμού και εκτίμησης, που στις μέρες μας πιθανόν να φαντάζει υπερβολική και παράλογη. Από τα πεθαμένα αυτά ζώα έπαιρναν μόνο το δέρμα με το οποίο κατασκεύαζαν διάφορα δερμάτινα είδη (παπούτσια, ζυγολουριά κλπ.).
Η κτηνοτροφία άρχισε να εγκαταλείπεται από την περίοδο που τα ζεύγη βοών και τα μουλάρια αντικαταστάθηκαν από τα μηχανοκίνητα μέσα καλλιέργειας και μεταφοράς. Στις μέρες μας υπάρχουν λίγα μόνο μικρά κοπάδια με γιδοπρόβατα και βόδια, ενώ τα μέσα καλλιέργειας της παλιάς εποχής δεν υπάρχουν, ούτε σχεδόν σαν μουσειακά στοιχεία. users.sch.gr/vaxtsavanis

Από xiromeropress