Ο Αριστείδης Μόσχος γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1930, πέμπτο παιδί πολύτεκνης οικογένειας με καταγωγή από την Πεντάλοφο της Αιτωλοακαρνανίας. Οι γονείς του είχαν αποκτήσει συνολικά δέκα παιδιά ενώ ο πατέρας του υπήρξε ονομαστός κλαρινίστας, ενασχόληση που πιθανόν να τον οδήγησε στην απόφαση πώλησης των 400 στρεμμάτων γης και να δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά στην πόλη. Το Αγρίνιο τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα αποτελούσε μια πόλη που θα λέγαμε ότι δεν είχε να ζηλέψει κάτι από τις πρωτεύουσες. Η παραγωγή καπνού είχε δημιουργήσει μεγάλη οικονομική ανάπτυξη αφού πολλές ξένες εταιρείες καπνού είχαν εκεί τις αντιπροσωπείες τους. Σε αυτό το περιβάλλον ο πατέρας του Μόσχου άνοιξε δύο μαγαζιά: ένα καφέ αμάν και ένα καφέ σαντάν. Στο μεν πρώτο έπαιζαν Κωνσταντινοπολίτες, Σμυρνιοί και Αρμένιοι μουσικοί με σπουδαία ονόματα της εποχής που έρχονταν από την Αθήνα όπως η Μαρίκα Πολίτισσα, η Ρόζα Εσκενάζη, ο Ρούκουνας, ο Μήτσος Αραπάκης, ο Καλλέργης, η δική μας Ρίτα Αμπατζή (πέθανε στο Αιγάλεω το 1969), ενώ στο άλλο κυριαρχούσε η ευρωπαϊκή μουσική. Στο δεύτερο παρουσιάζονταν χορεύτριες από φημισμένα κέντρα της Ευρώπης όπως το Μουλέν Ρουζ και το Καζινό ντε Παρί. Το ρόλο του μάνατζερ είχε ο μεγάλος αδελφός του Μόσχου που έπαιζε βιολί. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο πατέρας Μόσχος έπαιζε κλαρίνο αλλά όχι μόνο δημοτική μουσική. Αγαπούσε πολύ τους ευρωπαϊκούς ρυθμούς κι έτσι εμφανιζόμενος μόνο ένα τέταρτο κάθε βράδυ στο δεύτερο μαγαζί κατακλυζόταν από χιλιάρικα.
.
.
Στο ζενίθ της επιτυχίας των καφέ του Μόσχου ο οκτάχρονος Αριστείδης φάνηκε να προσελκύεται από ένα πιο σπάνιο όργανο. Το σαντούρι που έφερε μαζί του ο Ρουμάνος μουσικός Νέστωρ Μπάτσι κατέκτησε τον μικρό και απαίτησε κλαίγοντας ένα ίδιο. Και ήταν τόση η λαχτάρα του που δεν μπόρεσε ο πατέρας του να τον ξεγελάσει όταν προσπάθησε να του δώσει ένα ψεύτικο, παραγγελία σε ξυλουργό του Αγρινίου. Τότε ο μεγάλος αδελφός αναγκάσθηκε να ταξιδέψει στην Αθήνα και να φέρει στον Αριστείδη το πολυπόθητο όργανο. Εκείνος μελετώντας, ακούγοντας και παίζοντας με το όργανο αυτό έφθασε σε έξι μόλις μήνες στο επίπεδο να αντικαθιστά τον Ρουμάνο όταν εκείνος έλειπε σε πανηγύρια. Το ζήτημα βέβαια απασχόλησε ιδιαίτερα την τοπική κοινωνία αφού ο μικρός πήγαινε στο σχολείο και αντί να μιλάει για τα γράμματα και τα παιχνίδια εξιστορούσε στους συμμαθητές του τι γινόταν τα βράδια στο καφέ αμάν και στο καφέ σαντάν.
.
Ο Επονίτης Αβραάμ Αναστασιάδης, ένας από τους τρεις που κρεμάστηκαν και από τους 120 που βρήκαν το θάνατο από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής την Μεγάλη Παρασκευή του 1944 στο Αγρίνιο.[4]
.
Τα επόμενα χρόνια ο Αριστείδης Μόσχος αναδείχθηκε σε βιρτουόζο του οργάνου εκτελώντας έργα μεγάλων μουσικών (Σουγιούλ, Χαιρόπουλος, Αττίκ, κ.ά) αλλά και τανγκό και κομπαρσίτες, γνωρίζοντας τη δόξα από την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ωστόσο η Κατοχή ερήμωσε το Αγρίνιο και φυσικά τα μαγαζιά της οικογένειας Μόσχου είχαν την ίδια τύχη. Τότε όλα τα αδέλφια μετακινήθηκαν στην Αθήνα και άρχισαν να συνεργάζονται με τους μουσικούς που κάποτε υποδέχθηκαν οι ίδιοι. Το 1953 εντάχθηκε στο Λύκειο των Ελληνίδων θέση που τον έκανε ταξιδέψει σε όλα σχεδόν τα μήκη και τα πλάτη της γης παρουσιάζοντας την ελληνική μουσική παράδοση, εκτελώντας όμως μέχρι και τη Μασσαλιώτιδα. Το περιστατικό που το ανέφερε χαρακτηριστικά ο ίδιος, έλαβε χώρα στο Παρίσι το 1959 όταν συνόδευσε τους Σπαθάρηδες για παράσταση του θεάτρου Σκιών σε Φεστιβάλ. Τότε ο Γάλλος πρέσβης ζήτησε να ακουστεί ο γαλλικός εθνικός ύμνος. Καλύτερα όμως να αποτυπώσουμε ακριβώς τα λεγόμενα του μουσικού: «Ήμαστε έτοιμοι να αρχίσουμε, όταν έρχεται ο πρέσβης της Γαλλίας και λέει: “Πριν αρχίσει η παράσταση, να παίξετε τον γαλλικό εθνικό ύμνο”. Κοιταζόμαστε. Λέει ο Ευγένιος: “Καταστροφή”. Δε μπορούσαμε να αρνηθούμε γιατί από κάτω κάθονταν υπουργοί, διπλωματικά σώματα, ήτανε πολύ επίσημο το φεστιβάλ. Λέω “ηρεμήστε και δώστε μου τρία λεπτά”. Από το σχολείο που πήγαινα ακόμα θυμόμουνα το γαλλικό ύμνο που εμείς τον λέγαμε ελληνικά “Ώ παιδιά μου ορφανά, σκορπισμένα εδώ κι εκεί…”. Βάζω σ’ ένα έδρανο τις δυο σημαίες και ανοίγει η σκηνή. Δε βλέπω ούτε θέατρο, ούτε κόσμο, παίζω μια φορά τη μελωδία και μετά …πάρτον κάτω λιπόθυμο!».
.
.
Στη δισκογραφία παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1952 σε δίσκο της εταιρείας Μιούζικ Μποξ και από τότε έκανε πλήθος συνεργασιών με μεγάλους μουσικούς όπως Κόρος, Ζέρβας, Αηδονίδης, Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Τούντας, Παπάζογλου, κ.ά. Όπως δήλωνε ο ίδιος ήταν πολύ ευχαριστημένος από τις αμοιβές του αλλά τον λυπούσε το γεγονός ότι είχαν κακομάθει και δεν χρησιμοποιούσαν παρτιτούρες!
.
.
Το 1985 έκανε το όνειρό του πραγματικότητα ιδρύοντας το «Λαϊκό Σχολείο Παραδοσιακής Μουσικής», όπου διδάσκονται μέχρι σήμερα 22 όργανα, βυζαντινή μουσική και χορωδία. Ο Αριστείδης Μόσχος πέθανε στις 8 Νοεμβρίου 2001, χορτασμένος από δόξα και επαίνους χωρίς όμως να λάβει ποτέ ούτε μια δεκάρα ως κρατική επιχορήγηση. Κι αυτό ήταν ένα παράπονο που πήρε μαζί του αν και ήξερε τους λόγους. Σε μια συνέντευξή του το 1999 είχε δηλώσει σχετικά: «Η πολιτεία δεν στήριξε ποτέ τον παραδοσιακό μουσικό γιατί δεν είχε πτυχίο μουσικής. Δεν σεβάστηκαν τα ταλέντα και τα φαινόμενα της εποχής. Έχουμε παραδείγματα και από άλλους χώρους της τέχνης. Ο Θεόφιλος ζωγράφος αυτοδίδακτος κατέπληξε τους πάντες με το ταλέντο του. Κυρά μου να το ξέρεις. Από αρχαιοτάτων χρόνων το παραδοσιακό τραγούδι κλείνει όλη την ιστορία του πολιτισμού μας και του έθνους. Όσο κι αν θέλουν να το κατακρεουργήσουν δεν θα τα καταφέρουν. Ο Έλληνας θα ακούει πάντα το κλαρίνο…»
Πηγές κειμένων
Αριστείδης Μόσχος, Η Νέα Εποχή, Εφημερίδα του Αγρινίου στο διαδίκτυο
Αριστείδης Μόσχος, Παρακαταθήκη και χρέος, Ριζοσπάστης
Κουβεντούλα με τον Αριστείδη Μόσχο, Σούλα Βαζούρα, Zonews, Η Νέα Ιωνία και το Ηράκλειο στο Internet
Κανονάκι και Σαντούρι, Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα, Φοίβος Ανωγειανάκης, δημοσιευμένο στο Μουσικό Εργαστήρι
Ελληνικό Σαντούρι, Κοφτερός
gefyrismoi.blogspot.gr/