tasos-xalkias-to
Ο Τάσος Χαλκιάς είναι διαπρεπής λαϊκός εκτελεστής (κλαρινίστας) από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του μουσικού παραδοσιακού Χώρου όλων των εποχών. Ο «Βενιαμίν» της μουσικής Κομπανίας των Χαλκιάδων (5ος γιος του Πολυχρόνη Χαλκιά) μπήκε από μικρός στα βάσανα, γιατί 4 ετών ορφάνεψε από πατέρα. Σε ηλικία 6 ετών
ζήτησε από τη μητέρα του να του αγοράσει ένα κλαρίνο από περιπλανώμενο γύφτο και σχεδόν έμαθε μόνος του να παίζει χωρίς να γνωρίζει να διαβάζει παρτιτούρα. Μετά από περιπέτειες και αποσπασματική μαθητεία στα αδέλφια του (όλοι μουσικοί) έγινε δεκτός στην περίφημη Κομπανία των «Χαλκιάδων», δίπλα στα 5 αδέλφια του· ήταν τότε 17 ετών. Η «Κομπανία», το μεν καλοκαίρι έπαιζε στα πανηγύρια της Ηπείρου· τον δε χειμώνα ήταν εγκατεστημένη στην Αθήνα (στον Βοτανικό). Στο έπος του 1940 ο Αναστάσιος Χαλκιάς πολέμησε και τραυματίστηκε. Το 1941 σε γερμανικό βομβαρδισμό σκοτώθηκαν η γυναίκα και τα 2 του παιδιά. Τότε εκείνος εντάχτηκε στην Αντίσταση και πολέμησε τον Κατακτητή από τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Μεταπολεμικά, η Κομπανία των Χαλκιάδων επανασυστάθηκε και περιόδευσε ανά τα πανηγύρια της χώρας, ενώ αρχισε και να δισκογραφεί στην «Κολούμπια».
%cf%84%ce%b1%cf%83%ce%bf1
%cf%84%ce%b1%cf%83%ce%bf2
Το 1950 ο Τάσος Χαλκιάς επισκέφτηκε το Κάιρο με μεγάλη επιτυχία. Κατόπιν, επισκέφτηκε την Αμερική (παρέμεινε εκεί στο διάστημα 1958-63 και κάθισε στο ίδιο «πάλκο» με τους: Γ. Παπαϊωάννου, Στ. Τζουανάκο, κ.ά.), όπου γνωρίσθηκε με τον διεθνούς φήμης κλαρινίστα Τζαζίστα Μπένι Γκούντμαν (Benny Goodman). Ο Γκούντμαν όταν άκουσε τον Χαλκιά έμεινε άναυδος και έσπευσε να τον συγχαρεί ως τον καλύτερο κλαρινίστα του πλανήτη.[2] Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, σχημάτισε το 1964 νέο «οικογενειακό» συγκρότημα και εμφανίστηκε σε γνωστά Κέντρα της Αθήνας («Μαυρομμάτη», «Ζούγκλα»,κ.λπ.). Όμως ξανάφυγε για την Αμερική, μένοντας εκεί άλλα 3 χρόνια και σ’ αυτό το διάστημα ηχογράφησε περί τα 180 τραγούδια («Βασιλικέ μου τρίκλωνε», «Έρωτα πανάθεμά σε», «Το παράπονο του τσοπάνου»,κ.λπ..). Επέστρεψε στην Αθήνα και το 1970 εμφανίστηκε με τους Δ.Σαββόπουλο. Το 1972 ανέλαβε τη μουσική του «Αίαντα» που ανέβασε το ΚΘΒΕ. Δέκα χρόνια αργότερα, ήταν ο «κουμανταδόρος» στις 3 πανηγυρικές συναυλίες που διοργανώθηκαν στο Θέατρο Λυκαβηττού (για να τιμηθούν τα 125 χρόνια των «Χαλκιάδων») στις οποίες μετείχαν όλοι «οι δυνάμενοι φέρειν όπλα» συγγενείς του. Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του έπαιξε σε δεκάδες δίσκους και ηχογράφησε εκατοντάδες μουσικούς σκοπούς (για την Ακαδημία Αθηνών, το Γ΄ Πρόγραμμα και τη δισκογραφία).

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, λόγω καρδιακών επεισοδίων και πνευμονικών οιδημάτων, είχε αποχωριστεί το τελευταίο κλαρίνο του (το οποίο μετά τον θάνατό του κατατέθηκε στο «Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων»). Στους LP δίσκους του περιλαμβάνονται: «Το κλαρίνο του Χαλκιά» (1967), «Ηπειρώτικος γάμος» (1973), «Τούρκοι βαστάτε τ’ άλογα» (1975), «Ηπειρώτικο γλέντι» (1976), «Ήπειρος» (1976), Τάσος Χαλκιάς: «Great Solos 4: Κλαρίνο» (1977), «Τα Ηπειρώτικα» (1982), «Ο Τ. Χαλκιάς και το κλαρίνο του, Νο 3» (1984), «Αθάνατα κλαρίνα» (1984), «Τ. Χαλκιάς» (1992)
Το κλαρίνο (Clarinette διεθνώς), ως πνευστό λαϊκό μουσικό όργανο έρχεται στην Ελλάδα από την Τουρκία με τους «Τουρκόγυφτους», γύρω στα 1835, αλλά και μέσω των Οθωμανικών στρατιωτικών συγκροτημάτων. Άλλη άποψη λέει, ότι ήρθε από την Ευρώπη μέσω των φιλαρμονικών των Ιονίων νήσων, Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Λευκάδα, περί το έτος 1780. Πρωτοεμφανίζεται στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία, απ’ όπου και προχωρεί προς τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Μαζί, αρχικά με το Βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό μουσικό σχήμα που αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζυγιά (ζεύγος μουσικών οργάνων), νταούλι – ζουρνά και τη φλογέρα. Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται το Κλαρίνο, γύρω στα 1835, το δημοτικό τραγούδι έχει κλείσει ουσιαστικά το δημιουργικό του κύκλο. Χάρη στις μεγαλύτερες τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες σε σύγκριση με το ζουρνά, που σταδιακά παραμερίζεται από το κλαρίνο, παίρνει γρήγορα την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα. Αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο και στα χέρια άξιων μουσικών γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό εργαλείο στην ηπειρωτική Ελλάδα, ιδίως στην Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα.Στην ιστορία της δημοτικής δισκογραφίας, θεωρούνται ως οι πρυτάνεις του κλαρίνου οι Νίκος Καρακώστας, Βασίλης Σούκας, Αναστάσιος Χαλκιάς (Τάσος), Βασίλης Σαλέας, Πέτρος Χαλκιάς (Πετρολούκας), Ηλίας Καψάλης και οι Πρεβεζάνοι Νίκος Τζάρας, Βασίλης Μπεσίρης (Τουρκοβασίλης), και αργότερα ο σύγχρονος Ιωάννης Βασιλειάδης, και ο Μικρασιάτης Ιωάννης Χαρισιάδης
%cf%84%ce%b1%cf%83%ce%bf%cf%826
%cf%84%ce%b1%cf%83%ce%bf%cf%827
%cf%84%cf%83%ce%bf%cf%825
Όπως προαναφέρθηκε ο Τάσος Χαλκιάς απεβίωσε από παθολογικά προβλήματα στον Πειραιά το 1992. Σύμφωνα με τα ηπειρώτικα παλιά έθιμα και σύμφωνα με επιθυμία του, στην τελετή της ταφής του ομάδα από τριάντα κλαρινίστες συναδέλφους του έπαιξαν ένα Ηπειρώτικο μοιρολόι πάνω από τον τάφο του. Η σκηνή αυτή έχει φωτογραφηθεί και δημοσιευθεί στον τύπο.[7] Το πρώτο κλαρίνο ιδιοκτησίας Τάσου Χαλκιά, έτους 1906, του Γαλλικού οίκου Buffet από ξύλο εβένου και ασημένια πλήκτρα, το οποίο του αγόρασε η μητέρα του από «γύφτο» δίνοντας 4 κατσίκια, περιήλθε αργότερα στον συνεργάτη του Τάσου Χαλκιά, Χριστόφορο Μπεκιάρη (Μηλιανά Άρτας) και από εκείνον περιήλθε στον Χαράλαμπο Γκούβα από το έτος 1982. Σήμερα, κοσμεί τη συλλογή του ιδρύματος «Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Ηπείρου».Σύμφωνα με τον τεχνίτη επισκευής κλαρίνων Γεώργιο Αλεξά, ο Αναστάσιος Χαλκιάς είχε αλλάξει πολλά κλαρίνα στην καριέρα του. Το τελευταίο κλαρίνο του μετά τον θάνατό του το έτος 1992 κατατέθηκε στο «Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων».wikipedia

Από xiromeropress