Ο πλούτος του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος περιέχει χιλιάδες λέξεις οι οποίες καλύπτουν όλες τις καθημερινές συνήθειες, καταστάσεις και ενέργειες των κατοίκων του νησιού.
Δεν θα μπορούσαν να λείπουν λοιπόν και λέξεις οι οποίες χρησιμοποιούνται ως βρισιές ή με σκοπό να πειράξουν τον συνομιλητή μας ή ακόμα και να τον προσβάλουν.
Αυτές οι λέξεις χαρακτηρίζονται ως αφσκόλογα, δηλαδή ως αφύσικα και κατά συνέπεια λόγια απρεπή.
Παρακάτω θα δούμε τις πιο γνωστές από αυτές τις λέξεις, έτσι όπως έχουν καταγραφεί στην ιστοσελίδα του Λεξικού του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος: lexikolefkadas.gr
Για να δείτε περισσότερα για κάθε αφσκόλογο που ακολουθεί, κάντε κλικ στον τίτλο κάθε λήμματος προκειμένου να μεταφερθείτε στην ιστοσελίδα lexikolefkadas.gr
κουτσουκέλλα (η)
Πράξη ανάρμοστη, καταδικαστέα, κρυφή, κατεργαριά, προσβολή. φράσεις: «Μη μου κάνεις κουτσουκέλλες» – «Το κορίτσι, φαίνεται, μου κάνει κουτσουκέλλες».
Δείτε Περισσότερα
σβίδο (το)
Πρόκληση για μαλώματα, περιφρόνηση. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σβίδο /τὸ/ (Ἰ. svilire) = περιφρόνησις, προσβολή, ὕβρις, ἐρέθισις, πρόκλησις.
σφάκελο, σφακελίδι
Η γνωστή προσβλητική χειρονομία (μούτζα) «που συνιστάται σε άνοιγμα της παλάμης και των δακτύλων του ενός ή και των δύο χεριών και προβολής τους προς την κατεύθυνση αυτού, προς τον οποίον τρέφεται η προσβολή»
αποξυλώνω, αποξυλωμένο και αποξυλομένο
κάνω κάτι σκληρό σαν ξύλο, απονεκρώνω: «Τα ΄κουσε κι έμεινε σύξυλος». κατάρα: όταν μας λένε «δεν ξέρω (τα παιδιά κυρίως), τους απαντούμε με οργή: «Να ξεραθείς και να αποξ΄λωθείς».
βρούβα (η)
Αυτοφυές φυτό, αγριολάχανο εδώδιμο, αλλά ευτελές, άνοστο. Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, Δ¨, σημειώσεις στο άσμα Δ΄, στ. 177: «βρακανίδα, αγριολάχανον περιφρονούμενον, ως και η βρούβα». φράση: «αυτός πάει για βρούβες», δηλ, ανοηταίνει, πάει στα χαμένα. Βρισιά: «Άει για βρούβες κι άσε μας».
γάνα (η)
Μουντζούρα, μαύρη σκουριά από το τηγάνι, και άλλα χαλκώματα. διαπόμπευση. Παροιμίες: «Άντρας ψηλός, απόστολος, κοντός πομπή και γάνα …», «Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καραμαντάλω». βρισιά μεταξύ γυναικών: «Μωρή γάνα, μωρή κίσσα» (η γάνα εδώ σημαίνει ανήθικη).
δείξος (ο)
επίθετο με αόριστη σημασία. Συνεκφέρεται με άλλες λέξεις ως βρισιά ή απειλή: «Τον ποίσο, το δείξο, τον τελεσό» , φράση που υποδηλώνει όλες τις κακότητες και παλιανθρωπιές του ανθρώπου.
διάουλος
Διάουλος = διάβουλος, ἔμπα διάουλε μέσα του (βρισιά καθαρῶς ἑπτανησιώτικη). βλ. και διαλ΄ έμπα μέσα σ’
κόλεθρο (το)
τιποτένιος, ασήμαντος, ανειλικρινής, ευτελές. φράση: «Σ΄ αυτό το κόλεθρο δίνεις σημασία;».
κουμάνικο (το)
ζάλη, ταραχή, σοβαρή αρρώστια. φράση: ‘Άμα τα ΄κ΄σα μ΄έπιασε το κ΄μάν΄κο και τον έκαμα τ΄αλατιού». κατάρα: «Να σε πιάσ΄ κακό κ΄μάν΄κο».
κούρβα (η)
η γυναίκα ελευθέρων ηθών, η απαίσια, η ξεδιάντροπη κ.λπ. Δημ. τραγ.: «Ασ΄τηνε, παιδί μ΄, την κούρβα κι ας περάσει και ας διαβεί / Έχω εγώ δίχτυα στημένα να την πιάσω κι αυτή».
λιρόνι (το)
το αλητόπαιδο, ο ισχνός, το πειραχτήρι. φράση: «Το λιρόνι της γειτονιάς». Το λιρόνι αποτελεί βρισιά.
μαγαρίζω -ομαι
λερώνω με ακαθαρσίες έναν τόπο. φράση: «Αυτό το παλιόσκυλο εμαγάρισε τον τόπο» – «εμαγάρισε την πόρτα της εκκλησιάς» – «Είναι μαγαρισμένος αυτός ο τόπος». Μαγαρισμένος -η, λέγεται ο αμαρτωλός, ο υπόπτου ηθικής, ο κλέφτης κλπ.
μολημερίδα (η) ή μονομερίδα
Μικρό φίδι, συγγενής της οχιάς, δηλητηριώδες και θανατηφόρο. Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, άσμα Γ΄: «και δε θυμούμαι, να ΄νιωσα ποτέ μου τη λαχτάρα, / όπου με σφάζει σήμερα και σα μονομερίδα / απών΄ αρμό στον άλλονε, κρυφά κρυφά χωνεύει και μου ρουφάει τη δύναμη και με νεκρώνει, Λάμπρε».
ξεβέλασμα (το)
ο τιποτένιος, ο ανήθικος, ο άνανδρος. Η λέξη αποτελεί βρισιά: «Μωρέ ξέβέλασμα του κεράτα, με μένα θα τα βάλεις τώρα;»
ξεπατωμένος -η -ο
ο … χωρίς πάτον. Η λέξη δεν έχει κυριολεκτική έννοια όταν αναφέρεται στον άνθρωπο. μτφ. λέγεται ως κατάρα ή ύβρις στα ζωηρά και στα απείθαρχα παιδιά: «Μωρέ ξεπατωμένο, να μη σ΄ εύρει ο χρόνος …» κυριολεκτική σημασία έχει σε σκεύη διάφορα, όπως βαγένια, τενεκέδες κτλ.
παραζούζ(ου)λο (το)
δύσμορφος, τιποτένιος, αποκρουστικός. Η λέξη σχετίζεται και με τις παραδόσεις για νεράιδες και καλικάντζαρους: «Μια γριά γύριζε νύχτα από το μύλο . Κι επειδή φοβόταν τα παγανά μπήκε καβάλα στο γαϊδούρι της ανάμεσα απ΄ τα δυο τσουβάλια, τυλιγμένη μ΄ ένα σακί. Κι έλεγαν οι καλικάντζαροι, που την είδαν: » Ε η μια μεριά, ε, και η άλλη κι αγ΄πάν΄ το αγπανωγόμπι και πίσω ο κερατάς π΄ το ΄χει». Κατέβασαν τη γριά και την έβαλαν γυμνή στο χορό λέγοντάς της: «Πάνου μαλλιά, κάτου μαλλιά και στη μέση καρδαμούλες / Είδα ζούζλο, παραζούζλο / σαν εσένανε ζουρλόγρια / άλλο ζούζλο δε ματάειδα …».
Η λέξη αποτελεί βρισιά: «Δεν ντρέπεσαι, μωρέ παραζούζ΄λο».
παράλαμα (το)
παραλλαγμένος άνθρωπος, λόγω ασθενείας, αδυνατίσματος κ.π. Λένε: «κειο, μαθές έγινε σωστό παράλαμα», δηλ. σκιάχτρο, απαίσιος στην όψη. Λέγεται και ως βρισιά.
παρατούριο (το)
άνθρωπος καχεκτικός και ασχημομούρης. Βρισιά: «Ντροπή σου παρατούριο».
περμαντόνα (η)
τραγουδίστρια, αρτίστα γυναίκα ελευθέρων ηθών. Στη λαϊκή σκέψη και ηθική περμαντόνα – ασύδοτη και ελεύθερη γυναίκα. φράση: «Που γυρίζεις, μωρή, περμαντόνα;», λέει η μάνα στην κόρη της. Γι΄ αυτό και η προκατάληψη του λαού για τις τραγουδίστριες των πανηγυριών.
σκαροβλογιά (η)
ευλογιά. Κατάρα: «Να σε φάει κακή σκαροβλογιά». Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σκαροβλογιὰ /ἡ/ (σκαίρω, εὐλογία) = εὐλογία βαρείας μορφῆς: «κακὴ σκαροβλογιὰ νὰ σὲ φάῃ».
σκρόφα (η)
η κακή γυναίκα, η φαυλόβια, η γουρούνα. Η λέξη αποτελεί βρισιά αλλά και συκοφαντία. «Με είπε σκρόφα, ο παλιάνθρωπος».
ταμπάνι (το)
τα μεγάλα ματέρια πάνω στα οποία πατούν τα μικρότερα. Τα ταμπάνια μπαίνουν οριζόντια, ενώ τα μικρότερα δοκάρια μπαίνουν κάθετα ή πλάγια επίπληξη ή βρισιά, αυστηρή παρατήρηση. «το ΄κοψα ένα ταμπάνι γερό, για να μάθει …».
αμπελοκλάδι (το)
αμπελόβεργα. ή ασθένεια του λαιμού, πολύποδας. Κατάρα: «Εσύ, βγάλε τ΄ αμπελοκλάδι κι άσε μας» – «Μπα π΄ να βγάλεις τ΄ αμπελοκλάδι».
αναγκεμένος -η -ο
ο άρρωστος, ο πάσχων. το αμπέλι που προσβλήθηκε από την ανάγκη (=βαμβακίαση) Κατάρα: «Μωρέ αναγκεμένο».
αναθεματούριο (το)
το ανάθεμα, το καταραμένο, το αναθεματισμένο: «κακό αναθεματούρι(ο) να τους βρει».
αναφτα(γ)ούρα (η)
η ξαφνική εξαφάνιση, η αναταραχή σε ζώα κι ανθρώπους: «Τι αναφταούρα έπεσε και χάθηκε η κότα; Τώρα μόλις την είδα» – «Μπα, ο Χριστιανός μου, πώς χάθηκε; Αναφταγούρα τον έπιασε; Κατάρα: «Μπα, κακή αναφταγούρα να πέσει!» Όταν κάτι δεν αβγατίζει, μένει στα ίδια.
αντάρα (η)
ομίχλη, βαριά, χαμηλή συγνεφιά, αλλά και ταραχή και μεγάλη σύγχυση. Βρισιές, κατάρες, οχλοβοή, καταχνιά κ.λπ. «Ευτυχώς η αντάρα διαλύθηκε» – «Τσακώθηκαν στη βουλή και τα ΄καμαν αντάρα» – «Κάμαμε ένα φαγοπότι που πήγε αντάρα».
απλοπίνακας (ο)
φαρμάκι, δηλητήριο. «Να του γένει απλοπίνακας μέσα τους». Λέγεται όταν κλέψει κανείς είδος φαγώσιμο από σπίτι ή κτήμα, π.χ. αυγά, πορτοκάλια, κ.λπ. Τότε εκστομίζεται αυτή η κατάρα: «Να σ΄ γέν΄ κακός απλοπίνακας». Ο απλοπίνακας προφανώς ήταν πολύ πικρό φυτό.
αποξηλώνω
αποσυνθέτω τελείως μια ξύλινη κατασκευή, πάτωμα, ταβάνι, κ.α. ξεκαρφώνω. σε υφάσματα και παπούτσια: «ξήλωσα το φουστάνι μου» – «μου ξηλώθηκε το παπούτσι μου». κατάρα: «Τον κακό σου τον καιρ΄, αποξ΄λωμένο μου.
απόφωνο (το)
η φωνή που έρχεται ακαθόριστη από μακριά. Η τελευταία κραυγή ανθρώπου ετοιμοθάνατου. Κατάρα: «Ν΄ ακούσω τ΄ απόφωνά σου, να δώσει ο Θεός κι η Παναγία».
αχρόνιαγος -η -ο
αυτός που δεν χρόνιασε. κατάρα: «μωρέ αχρόνιαγο, να μη σ΄ εύρει ο χρόνος».
βαντιέρα (η)
δίσκος σπιτικός για σερβίρισμα, κυρίως, αλλά και για άλλες ποικίλες χρήσεις Στη βαντιέρα βάνουν τα κεριά και το στεφανοσκέπασμα του γάμου, την ημέρα του μυστηρίου στην βαντιέρα μετρούσαν τα χρήματα, που τυχόν έπαιρνε για προίκα μια νέα, κι αυτό γινόταν πριν από το στεφάνωμα ενώπιον όλων των παρευρισκομένων.
Στη βαντιέρα έριχναν οι παλιότεροι την «Προαίρεση» (προαιρετική αμοιβή) του παπά, την εποχή που δεν πληρώνονταν, όπως σήμερα, από το κράτος. Τέλος, στη βαντιέρα τοποθετούσαν τα κόλλυβα του μνημοσύνου στην εκκλησία. εξ ου και η φράση: «Την Κυριακή έχομε τη βαντιέρα του τάδε», αντί είναι το μνημόσυνο του τάδε.
Οι βαντιέρες είναι πολλών ειδών, σχημάτων και ποιοτήτων, γενικά είναι ελλειψοειδές με δυο χερούλια. Πολλές έχουν γυάλινο κάμπο με παραστάσεις «λαϊκής εμπνεύσεως» και χαιρετισμούς ή ευχές: «Καλημέρα» – «Χρόνια Πολλά» κτλ – Κατάρα: «Παναγία μου, να του κάμουν τη βαντιέρα του σε οκτώ μέρες».
διαολούπι (το)
φαρμάκι, κακό, αρρώστια. Λέγεται και ως κατάρα: «Να σ΄ γέν΄ διαολούπ΄ μέσα σ΄». ασθένεια. «Αυτό γίνεται σπυρί, άσπρο, γύρω κοκκιναδερό κι αν δεν κυβερνηθεί φέρνει το θάνατο.
δροπίκι (το)
δρωπίκι, υδροπικιάση, διαβάτης. Κατάρα: «Να ΄σ΄ γέν΄δρωπίκι μέσα σου …». δυσώδες υγρό που βγαίνει από πληγή.
ζάλη (η)
ταραχή, φασαρία, εκνευρισμός. Κατάρα που απευθύνεται στα ζωηρά παιδιά που μας ζαλίζουν: «Μας εζάλισες, παλιόπαιδο, που να σε πιάσει ζάλη και το κακό κ΄μάνικο».
θεοσκοτωμένος (ο)
εκείνος που θα έπρεπε να αφανιστεί από το Θεό. Κατάρα: «Μωρέ θεοσκοτωμένε …», «Μωρέ παιδάκι μου, αυτός ο θεοσκοτωμένος δεν άφηκε κότα για κότα στη γειτονιά».
καιροκολλάω
προκόβω. φρ.: «της ζουν τα παιδιά που κάνει, της καιροκολλάνε», και το αντίθετο: «Δεν της καιροκολλάνε αυτηνής τα παιδιά». Γνωστός ο τύπος της κατάρας στο χωριό: Π(ου) να μη καιροκολλήσεις! να μην προκόψεις δηλαδή, πολύ περισσότερο να εξολοθρευτείς!
καλό τ΄Θεού (το)
η επιληψία. Λέμε κατ΄ ευφημισμόν για κάποιον που νευρίασε πολύ, που ξέφυγε από τα όριά του: «Τον έπιασε το «Καλό τ΄Θεού». Κατάρα: «Να σε πιάσ΄ το καλό τ΄Θεού».
καρανιάζω
διψώ πολύ. Εκαράνιασα από τη δίψα, φρίγηκε το λαρύγγι μου. Κατάρα: «Μωρέ καρανιασμένο».
κασίδα ή κατσίδα (η)
τριχόπτωση.Την τριχόπτωση θεράπευαν οι λαϊκογιατροί με πολλούς τρόπους: «Δια την κατσίδαν …γδάρε ένα γάτον σερνικόν και πέτα τα εντόστια όλα και το κεφάλι και κρέμαστ΄ τον εννιά γημέρες. Πάρε ένα πιάσμα κισσό και τόση φασκομηλιά, μια λίτρα λαρδί χοίρου αρσενικού να παραγιομίσει με αυτά τον γάτον. Ψήσε τον εις σούβλα . . . Περισσότερα
κατακλείδι (το)
το κάτω σαγόνι, τα παραστόμια, τα χείλη. Φράσεις: «Τρέμουν τα κατακλείδια μου από το κρύο» – απειλή: «Θα σου σπορίσω τα κατακλείδια» – «Από το φόβο τρέμει το κατακλείδι μου».
κῆρα
Κῆρα /ἡ/ (κὴρ) = θάνατος, συμφορὰ (λέγεται ὡς κατάρα «κάσσα καὶ κῆρρα»).
κλήρα (η)
η τύχη, η μοίρα, η κακοτυχία, ο κληρονόμος, το παιδί μιας οικογένειας. φράση αγανακτήσεως: «καταραμένη κλήρα». Άγγ. Σικελιανός, Αλφρσκ., στ. 833: «… Ω καλέ, πώς χαίρονται / τα φρένα μου, η ψυχή σου / την κλήρα που ακολούθησε …».
κοίταση (η) και κοιτασὸ
όταν κανείς είναι για πολύ καιρό κλινήρης, κατάκοιτος. Η λέξη χρησιμοποιείται και ως κατάρα: «Να σε πιάσ΄ κακή κοίταση». Η κοίταση λέγεται και κοιτασό.
κόλπος (ο)
παραπληγία, ημιπληγία. φράση: «Μόλις τ΄ άκουσα, μου ΄ρθε κόλπος». κατάρα: «Να σο΄ρτει κόλπος, Παναγία μου».
κόμπος (ο)
προεξοχή σφαιροειδής σε νήμα, σκοινί κ.α., ως εξής: αναδιπλώνω κυκλικά την άκρη ή άλλο σημείο σκοινιού ή κλωστής και έπειτα σφίγγω το τμήμα αυτό, για λόγους ασφαλείας στη δουλειά που κάνω. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται η λέξη. Κατάρα: «Να σ΄ γέν΄ κόμπος μέσα σου!», εννοεί το φαγητό που τρώει . . . Περισσότερα
κόρ(υ)ζα (η)
αρρώστια που πιάνει τα πουλερικά, βραχνάδα των ορνίθων. φράσεις: «λέγε, λέγε, έβγαλα τ΄ν κόρζα» – «Έβγαλα τ΄ν κόρυζα, όσο να τόνε καταφέρω». Κατάρα: «Μπα, που να βγάλ΄ς τ΄ν κόρ΄ζα».
κορζάζω
διψώ πολύ. φράση: «Εκόρζαξα για νερό». Κατάρα: «Να κορζάξεις».
κουμάνικο (το)
ζάλη, ταραχή, σοβαρή αρρώστια. φράση: ‘Άμα τα ΄κ΄σα μ΄έπιασε το κ΄μάν΄κο και τον έκαμα τ΄αλατιού». κατάρα: «Να σε πιάσ΄ κακό κ΄μάν΄κο».
κουρνιαχτός (ο)
σκόνη. φράσεις: «σηκώθηκε ένας κουρνιαχτός που μας στράβωσε» = «δε βλέπαμε μπροστά μας από τον κουρνιαχτό» – ‘Έγινε κουρνιαχτός» (εξαφανίστηκε αιφνιδίως, αστραπιαία). Κατάρα: «Μπα, π΄να γέν΄ς κουρνιαχτός!». – «Στάχτ΄ και κουρνιαχτός».
κραίνω
ομιλώ, φωνάζω. φράσεις: «Επέρασε από δίπλα μου και δε μο΄κρινε» – «Δεν κραίνονται» = δε μιλάνε μεταξύ τους – «Πήγαινε να του κρίνεις να ΄ρθει» =ειδοποίησέ τον, φώναξέ τον. κατάρα: «Να σ΄ κρίν΄ο παπάς στ΄ αυτί κι ο διάκος στο κεφάλι».
κωλιάντσα (η) ή κολιάντσα
διάρροια από διάφορες αιτίες, δυσεντερία βασανιστική. κατάρα: «Να σε πιάσ΄ κακή κωλιάντσα» (ιτ. dissenteria).
λιθοπάτημα (το)
είδος κάλου στο πέλμα του ανθρώπου. «Απ΄ το πήγαινε έλα έβγαλα το λ΄θοπάτημα». Κατάρα: «Να βγάλ΄ς το λιθοπάτημα, να μην ξαναπεράσει εδώθε».
λυσ(σ)ακά (τα)
μεγάλη μανία, έλξη, για επιτυχία κάποιου σκοπού, κοπιώδεις προσπάθειες. φράση: «Έφαγε τα λυσσακά του, μα δεν το βρήκε». Κατάρα: «Να φας τα λυσσακά σου!¨
μαλίνα (η)
γρίνια που οφείλεται σε κακή διάθεση που διαρκεί. «Τον έπιασε μια μαλίνα και κοντεύει να μας φάει όλους». Κατάρα: «Να σε πιάσ΄ κακή μαλινα».
μονοστέφανη (η)
η νεκρή και άγαμη κόρη που της βάζουν στο κεφάλι, σύμφωνα με τα τοπικά έθιμα, μονό νυφικό στεφάνι. Κατάρα: «Να σε δ μονοστέφανη».
μόρα (η)
εφιαλτική κατάσταση στον ύπνο. Μερικοί φωνάζουν, κιόλας, και νομίζουν ότι κάποιος τους πιέζει, τους κρατεί ακίνητους. φράση: «άσεμε, μ΄ έπιασε η μόρα και έσκουζα στον ύπνο μου». Κατάρα: «Μόρα και κάτσα (ή κακατσίδα) να σε πιάσει».
μπκνιασμένο
Στην κατάρα: «Π΄να σε ιδώ μπκνιασμένο», μπουκουνιασμένο, κομματιασμένο! Μπουκούνι. Οι Καρσάνες παλιά καταριώτανε πολύ εύκολα. Οι κατάρες αποτελούν ξεχωριστό κεφάλαιο της λαογραφίας, όπως οι παροιμίες κλπ. Ο Απόστολος Παύλος προτρέπει «ευλογείτε και μη καταράσθε».
περίδρομος (ο)
πολυφαγία, όταν κανείς τρώει κατά κόρον και απ΄ την πολυφαγία νιώθει πονοστόμαχο. Φράσεις: «περίδρομος να σε φάει» – «έφαγε τον περίδρομο» – «περίδρομος!» = σκάσε, σώπα!
ῥημάδι
Ῥημάδι καὶ ΕΡΜΟ (ἔρημον). Κατάρα ἀπευθυνομένη εἰς τὰ ζῷα καὶ ἀνθρώπους. – Φρ. τὸ ἔρμο καὶ τὸ σκότεινο – ἔρμος = ταλαίπωρος, ἄθλιος.
σ΄κωτάς (ο)
ηπατίτιδα των πουλερικών. Κατάρα στις κότες όταν κακαρίζουν ενοχλητικά: «Σου, π΄να σε φάει κακός σκωτάς …».
σακαγή (σακαή)
ασθένεια των αλόγων, κατά την οποία το ζώο βγάζει μύξες και βλέννες. Κατάρα: «Να σε φάει κακή σακαή». Η σακαή λέγεται και πατημένη. Θεραπεία: Έβραζαν αποσεινάδια με κρασί και τα ΄βαναν στην κοιλιά του αλόγου. Έλεγαν, βέβαια και το απαραίτητο ξόρκι.
σακατεύω -ομαι
χτυπώ κάποιον άσχημα, τον τραυματίζω, τον καθιστώ σακάτη. Το σακατεύω αναφέρεται και σε τραυματισμό από ζώα, από γάτες ή σκύλους, επίσης σε αγκαθωτούς θάμνους ή αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Γι΄ αυτό λέμε: «Σακατεύτηκα, με σακάτεψε, θα σε σακατέψω». Κατάρα: «Μωρέ σακατεμένο».
σαμπατίζω
κάνω θόρυβο, ομιλώ δυνατά και συνεχώς. φράση: «φευγάτε από δω μωρέ παλιόπαιδα, που εσαμπατίσατε όλη τη γ΄τονιά». κατάρα: «Μωρέ σαμπατισμένο!».
σκαροβλογιά (η)
ευλογιά. Κατάρα: «Να σε φάει κακή σκαροβλογιά».
σώνω
φθάνω να πιάσω κάτι, αρκώ, εξαντλώ. «Σώσε μου τη σήτα, γιατί εγώ δε φτάνω» – «σώνει, δε χρειάζεται άλλο αλάτι το φαΐ» – «το ξίδι μας εσώθηκε, θέλομε άλλο». Κατάρα: «Μη σώσεις και μη φτάσεις».
τρισκατάρατος
Αποκαλούνταν έτσι ο διάβολος. Το «τρις» μπροστά από τη λέξη «επιτείνει» την έννοια της,, όπως στις «τρισάθλιος», «τρισευτυχισμένος» κ.λπ. (τρισκατάρατοι καλούνται και οι σταυρωταί του Χριστού).
φάγουσα (η)
φαγέδαινα, στοματίτιδα σοβαρής μορφής, σε ζώα και ανθρώπους. τη φάγουσα τη θεράπευαν με ξόρκια και γιατροσόφια. Π.χ. έπλεναν το πονεμένο μέρος καλά-καλά, με κόκκινη μάλλινη κλωστή εμποτισμένη στο ούζο, απαγγέλοντας συγχρόνως το ξόρκι: «Υπεραγία Θεοτόκε βογήθησε τον δούλον σου Τάδε από την φάγουσα και τούτο το πονίδι να ξεραθεί και να καταβρωθεί και να ξηλωθεί. Αγι Βασίλη – Άγι Νικόλα – Άγι Θωμά, να γιδεί εις υγείαν του.» Κατόπιν φυσούσαν με μικρό καλαμένιο μασούρι, τριμμένο βοτάνι, ειδικό για τη φάγουσα.
Σε γιατροσοφικά βιβλία είχαν και συνταγές θεραπείας: «Πάρε δειάφις δράμια δύο, λιβάνι δράμια 8 και κοκκινόβαρι δράμια δύο, βάλε κάρβουνα εις ένα βύσαλο (= κεραμίδι) και τα άνωθεν βότανα, να καπινίσεις τον μπόνο δυνατά και να έχεις τον τόπο τριγύρου δυνατά κλεισμένον, να μην ανασαίνει. Ύστερα βάλε λάδι και ξίγκι πρόβειον δράμια 2 …» – Κατάρα: «Να βγάλ΄ς τ΄ φάουσα, Παναγιά μ΄» – «βγάλε τ΄ φάσουσα τώρα;» = σκάσε τώρα.
φλουέντσα (η)
γριππώδης κατάσταση, ακατάσχετο συνάχι. Κατάρα: «να σε πιάσ΄ κακή φλουέντσα».
φυό (το)
το πολύ τσουχτερό κρύο. «Αυτό δεν είναι αγριοκαίρι, είναι φυό, παιδί μου» καταστροφή στις καλλιέργειες λόγω κακοκαιρίας ή ασθενειών. «Καταστράφηκαν τ΄ αμπέλια , λες κι έπεσε φυό». Κατάρα: «Να σε πάρ΄ το φυό».
ψωμόλυσσα (η)
η στέρηση του ψωμιού, η «λύσσα» για ψωμί. Κατάρα: «ψωμόλυσσα να σε πιάσει» , λέει η μάνα χαϊδευτικά στο παιδί της που της ζητάει κι άλλο ψωμί. «το έφαγες κιόλας μωρές ξεπατωμένο; Ψωμόλυσσα να σε πιάσ΄».
www.mylefkada.gr

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *