Μια τραγική ιστορία μιας ματωμένης Πρωτομαγιάτικης διαδήλωσης, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το σπουδαίο ποιητή. Μια γοητευτική συνύπαρξη Γιάννη Ρίτσου, Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι και Νάνας Μούσχουρη.-Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή

Η ματωμένη Πρωτομαγιά του 1936 στη Θεσσαλονίκη  ήταν σταθμός όχι μόνο για το εργατικό κίνημα αλλά και για την νεοελληνική ποίηση.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου… Ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα  καθώς κι εκείνο το ποίημα που τον έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό.

Δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου του 1936, από το εκδοτικό της εφημερίδας Ριζοσπάστης.  Ήδη από τον προηγούμενο μήνα είχαν εκδοθεί από την ίδια εφημερίδα, τα πρώτα 3 άσματα, από τα 20 συνολικά. Τα 10.000 χιλιάδες αντίτυπα που κυκλοφόρησαν, από το εκδοτικό της εφημερίδας είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Kι αυτός ήταν χωρίς αμφιβολία  αριθμός ρεκόρ, για την εποχή.

Εκείνη την περίοδο όμως,  ανακηρύχθηκε δικτάτορας ο Ιωάννης Μεταξάς και κάηκαν τα τελευταία 250 εναπομείναντα αντίτυπα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Το 1956, εκδόθηκε η οριστική μορφή του ποιήματος, η οποία περιλαμβάνει και τα 20 άσματα του Επιταφίου- έξι δηλαδή περισσότερα από αυτά που περιείχε η εκδοτική του Ριζοσπάστη το 1936.

Ποιά ιστορία ομως κρύβεται πίσω από τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου;

Το 1936, γίνεται σταδιακά στη Θεσσαλονίκη μαζική απεργία.  Μια από τις διάσπαρτες συγκεντρώσεις των απεργών ήταν στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου. Τότε, αιφνιδιαστικά, αστυνομικοί, αρχίζουν να πυροβολούν προς τη συγκέντρωση. Ο απολογισμός τραγικός…12 νεκροί και πολλοί τραυματίες. Οι απεργοί αντιδρούν και αυτό που επακολουθεί είναι απερίγραπτο.Την επόμενη μέρα η εφημερίδα Ριζοσπάστης, αφιερώνει το εξώφυλλο του για αυτά τα γεγονότα. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο  τραγική..

Μια μάνα που έχασε το γιο της,  θρηνεί πάνω στον άψυχο σώμα του που βρίσκεται στην άσφαλτο. Εχει χτυπηθεί από πυρά χωροφυλάκων στη Θεσσαλονίκη.

Ο Γιάννης Ρίτσος, βλέποντας την επόμενη μέρα τη φωτογραφία στο Ριζοσπάστη, συγκλονισμένος εμπνέεται από εκείνη την τραγική εικόνα, κλείνεται στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης 30 και και γράφει τον Επιτάφιο. Όπως ο ίδιος λέει, «είχε κλειστεί στη σοφίτα του δύο μερόνυχτα και έγραφε, χωρίς να φάει και να κοιμηθεί, την τρίτη μέρα, δεν άντεξε, άρχισε να σβήνει…»

Ο ίδιος ο ποιητής νιώθει την ανάγκη να προλογίσει το ποίημά του. Ενημερώνει το αναγνωστικό κοινό τόσο για την πηγή έμπνευσής τους αλλά και τι θα ακολουθήσει:

Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της.

Ο Επιτάφιος γίνεται σύμβολο… Αποφασίζει να στείλει ένα αντίτυπο στον Μίκη Θεοδωράκη που τότε βρισκόταν στο Παρίσι. Στην αφιέρωση αναφέρει  “το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά το 1938 κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός”. 

Ο Μίκης Θεοδωράκης το μελοποιεί και το 1960 μπαίνει στο στούντιο, στην Αθήνα.

Μαζί με τις κορυφαίες προσωπικότητες, το Γιάννη Ρίτσο και το Μίκη Θεοδωράκη, στέκεται και ο Μάνος Χατζιδάκις… Ενορχηστρώνει, διευθύνει την ορχήστρα, επιλέγει τη Νάνα Μούσχουρη να το ερμηνεύσει…

άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τά `δειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μού ’δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μού `δειχνες τα αστέρια και τα πλάτια,
τά `βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.

Και μού `λεες, γιε, πως όλ` αυτά τα ωραία θά `ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ` έσβησε το φέγγος κ` η φωτιά μας.”

“Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ` το τσίνορό μου,
τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μου φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ΄ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιέ μου μπήγω”

ΠΗΓΗ

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *