χτυποκαρδια
Στον τομέα της Έβδομης Τέχνης, η πιο επιτυχημένη συνεργασία Ελλήνων και Τούρκων, ήταν η γνωστή επιτυχία, της Αλίκης Βουγιουκλάκη τα «Χτυποκάρδια στο θρανίο».
Εκείνη, την εποχή οι Τούρκοι δεν είχανε Βλέψεις στην υφαλοκρηπίδα μας. Είχανε όμως Βλέψεις στη… Βουγιουκλάκη, που οι ταινίες της χαλάγανε κόσμο στην Τουρκία. Έτσι, μια μέρα ο κ. Οζντεμίρ Μπιρσέλ, που εκπροσωπούσε την μεγάλη τουρκική εταιρία παραγωγής «Μπιρσέλ Φιλμ» ήρθε και με βρήκε:
— Εσείς γράψατε και γυρίσατε την ταινία «Το ξύλο Βγήκε από τον Παράδεισο;».
— Μάλιστα.
— Θέλετε να γυρίσετε μια παρόμοια ταινία για την Εταιρία μας;
— Θέλω. Αλλά δε φτάνει να το θέλω μόνο εγώ.
— Τι χρειάζεται ακόμα, δηλαδή;
— Να το θέλει κι η Βουγιουκλάκη.
Βρήκαμε την Αλίκη, τα είπαμε, τα παζαρέψαμε, τα συμφωνήσαμε και το σχετικό συμβόλαιο υπογράφηκε αυθυμερόν στο «Κινγκς Πάλλας». Με τα συμβόλαια αυτά η «Χανούμ Μπουγιουκλάκ» υποχρεωνότανε να γυρίσει μια ταινία, που θα έγραφε και θα σκηνοθετούσε ο «εφέντης Σακελλάριος» στην Πόλη και στην Αθήνα, για λογαριασμό της εταιρίας, «Μπιρσέλ Φιλμ». Για την ταινία αυτή ενδιαφέρθηκε κι η Εταιρία «Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης» και τελικά αποφασίστηκε να γίνει συμπαραγωγή. Θα γυριζόντουσαν δηλαδή δύο ταινίες. Μια Ελληνική, με Έλληνες ηθοποιούς και πρωταγωνίστρια, φυσικά τη Βουγιουκλάκη και μια Τούρκικη, με Τούρκους ηθοποιούς και πρωταγωνίστρια πάλι τη Βουγιουκλάκη. Στην Ελληνική «βερσιόν» πήραν μέρος ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Γιώργος Κωνσταντίνου, ο Δημήτρης Νικολαίδης κλπ., κλπ., που στην τουρκική «βερσιόν» τους αντικαταστήσανε ο μεγάλος Τούρκος πρωταγωνιστής Ορχάν Γκιουν-σεράι, ο Μοράλ, ο Τουζούν ο Καβούρ, ο Ντεμίρ κι άλλοι, Κάθε σκηνή της ταινίας, δηλαδή, γυριζότανε δυο φορές. Μια με τους Τούρκους, μια με τους Έλληνες. Κι έτσι στο τέλος υπήρχαν δύο ταινίες πλήρεις, μια τουρκική και μια ελληνική. Τη διεύθυνση παραγωγής, από ελληνικής πλευράς, την είχε ο αξέχαστος φίλος και γνωστός παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών Κλέαρχος Κονιτσιώτης κι από τουρκικής ο Οζντεμίρ Μπιρσέλ. Κι όσο είμαστε εδώ στην Αθήνα, τα πράγματα πηγαίνανε ωραία και καλά. Στην Πόλη, όμως, η δουλειά δυσκόλεψε. Δυσκόλεψε, δηλαδή, από γλώσσα. Με τους ηθοποιούς, δηλαδή, καλά τα πηγαίναμε. Υπήρχε πάντα ένας διερμηνέας και ο πρωταγωνιστής, ο Οχράν Γκιουνσεράι ήξερε αρκετά καλά ελληνικά. Άντε όμως να συνεννοηθείς με τους κομπάρσους, με τους τεχνικούς, με τους σοφέρ, με τους φροντιστές και μ’ όλο αυτό τον κόσμο, που είναι απαραίτητος στο γύρισμα μιας ταινίας. Κάθε βράδυ, από το «Χίλτον» της Πόλης, που μέναμε, έπαιρνα τα γραφεία της «Μπιρσέλ Φίλμ» και τους εξηγούσα τι ήθελα για το γύρισμα της επομένης. Είκοσι κομπάρσους ντυμένους έτσι κι έτσι, κι ένα ακορντεόν, μια κιθάρα, ένα αυτοκίνητο, ένα αμαξάκι κλπ. κλπ.
Εκεί στα γραφεία της «Μπιρσέλ Φιλμ» διευθυντής ήτανε ένας Έλληνας, ο κ. Λεοντίδης, και ήταν και ο Οζντεμίρ Μπιρσέλ, με τον οποίο συνεννοούμεθα θαυμάσια, γιατί κι αυτουνού τα γαλλικά του ήτανε το ίδιο άθλια με τα δικά μου γαλλικά.
Εκείνο το βράδυ πήρα, όπως πάντα, το γραφείο για την τακτική συνεννόηση. Η φωνή που μου απάντησε δεν ήταν του Λεοντίδη.
— Αλόν….
… Γιατί οι Τούρκοι, δεν ξέρω για ποιο λόγο, στο διεθνές «Αλό…» στο τέλος προσθέτουν ένα «νι». Επιστράτευσα στα γρήγορα τις λίγες τουρκικές λέξεις, που ήξερα για να συνεννοηθώ στοιχειωδώς:
— Λεοντίδης εφέντης ριζά εντέριμ;
Το «εφέντης» είναι «κύριος» και το «ριζά εντέριμ» είναι παρακαλώ. Αλλά η απάντηση ήταν απογοητευτική.
— Λεοντίδης γιοκ μπουρντά, εφέντιμ.
Δηλαδή ο Λεοντίδης δεν είναι εδώ κύριέ μου. .
— Μπιρσέλ εφέντης ριζά εντέριμ;
— Μπιρσέλ εφέντης γιοκ μπουρντά!
Ούτε ο Μπιρσέλ ήταν εκεί, πού θα μπορούσα να βγάλω κάποια άκρη, και τα τουρκικά μου είχανε πια εξαντληθεί ολοσχερώς. Τι άλλο νά ‘λεγά; Σώπασα λοιπόν και περίμενα. Ο συνομιλητής μου, όμως, ήθελε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας:
— Σοϊλέ… Σοϊλέ…
Με άλλα λόγια, δηλαδή, «λέγετε… λέγετε». Μ’ έπιασε απελπισία. Ο άλλος εξακολουθούσε:
— Σοϊλέ εφέντιμ, σοϊλέ…
— Τι να σου «σεϊλέ» μωρ’ αδερφέ μου που δεν ξέρω λέξη!
… Και ω του θαύματος!… Τα ελληνικά μου βγάλανε λαγό. Από την άλλη άκρη του σύρματος ήρθε σε άψογα ελληνικά η απάντηση:
— Ποιος είναι στο τηλέφωνο;
— Σακελλάριος!
— Εσύ ‘σαι Αλέκο;
— Ναι… Εσύ ποιος είσαι;
— Ο Κονιτσιώτης.
Μ’ έπιασαν τα γέλια:
— Γιατί τουρκικά ρε Κλέαρχε; Αφού ούτε εσύ τα ξέρεις, ούτε εγώ.
— Τουρκικά μου μιλάς, τουρκικά του απαντάω.
— Ναι, αλλά, εσύ επιμένεις και μου λες «σοϊλέ». Κι αν εγώ σου «σοϊλέ» εσύ τι θα έκανες;
πηγη http://ellinikoskinimatografos.gr

Από xiromeropress