Θέλω την παλιά μου γειτονιά για μία ώρα. Να ταξιδέψω στα στενά της σοκάκια ανταμώνοντας την ξεγνοιασιά μου. Να διαβώ τα δρομάκια της αναζητώντας την παιδική αφέλειά μου να γυρνάει ξυπόλητη και ματωμένη από το παιχνίδι. Να αντικρύσω τα μικρά χαμηλά της σπιτάκια, που μέσα στους άσπρους τοίχους τους, έκλεισα την παιδική μου αθωότητα. Να περπατήσω στα ίδια μέρη που κατέθεσα την αγνότητα μου.
Και θα ήθελα να τα ξαναζήσω όλα από την αρχή έστω και για λίγο. Να τρέχω πάλι με βρώμικα ρούχα και ματωμένα γόνατα στις αλάνες πίσω από μία μπάλα. Να παίζω τυφλόμυγα μέχρι αργά χάνοντας την αίσθηση του χρόνου. Να κρύβομαι στα ίδια μέρη, με κομμένη την ανάσα από φόβο μην με ανακαλύψουν. Να αλωνίζω μέχρι το βράδυ στις πλατείες και στους δρόμους με τους φίλους μου. Να αλητεύω ώρες ατελείωτες με το ποδήλατο μου. Να τριγυρνάω μέχρι το σούρουπο στους παιχνιδότοπους και στα πάρκα όπως τότε. Να σκαρώνω τις ίδιες σκανταλιές σε κάθε γωνιά της. Να κάνω πάλι τις ίδιες αταξίες και να χάνομαι πριν με αποκαλύψουν. Να παίζω ποδόσφαιρο μέχρι το βράδυ χάνοντας την αίσθηση του χρόνου. Να θυμώνω με τα ίδια χαζά και αστεία πράγματα. Να γελάω με τις ίδιες ατάκες από τους φίλους μου βγαλμένες από την παιδική αθωότητα. Να παριστάνω μέσα από τους μεγαλύτερους μου φόβους τον ατρόμητο, κρύβοντας το χτυποκάρδι μου κάτω από την ψευτοπαλληκαριά μου. Να υπομένω καρτερικά τις θυμωμένες επιπλήξεις της μαμάς κάτω από το αυστηρό βλέμμα του μπαμπά μου.
Να ξανάκουγα πάλι τις ίδιες ξέγνοιαστες φωνές. Τα ίδια τρανταχτά γέλια από τις πλάκες με τους φίλους. Τότε που η άγνοια και η ανωριμότητα μας δεν είχαν αντικατασταθεί από την σοφία που αποκτήσαμε μεγαλώνοντας. Η απερισκεψία μας δεν ταλαντεύονταν ανάμεσα στους καθημερινούς προβληματισμούς μας. Το ρίσκο και ο κίνδυνος φάνταζαν χαριτωμένο παιγνίδι στα παιδικά μας μάτια. Η απλότητα και η ειλικρίνεια μας δεν είχαν σκιαστεί από το ψέμα και την υποκρισία του κόσμου των ενηλίκων. Οι ανιδιοτελείς φιλίες δεν είχαν δώσει την θέση τους στις σκοπιμότητες της σύγχρονης κοινωνίας. Τα αγνά και καθάρια συναισθήματα έρρεαν χείμαρρος από τις αθώες ψυχές μας. Οι σκανταλιές και τα παιχνίδια ήταν τα μόνα που απασχολούσαν τα μικρά μυαλά μας. Εκείνα τα όμορφα χρόνια που δεν είχε προλάβει να μας αρπάξει στα γρανάζια της μηχανής του αυτός ο κόσμος. Πολύ πριν παρασυρθούμε από το ρεύμα του. Πριν οι συνθήκες ζωής μας διαμορφώσουν τον τρόπο σκέψης μας. Όταν η αυθεντικότητα του χαρακτήρα μας δεν είχε αλλοιωθεί από την μισαλλοδοξία και την φιλοδοξία της ενηλικίωσης. Οι αμφιβολίες και η ανασφάλεια δεν είχαν φωλιάσει στην καρδιά μας.
Να γυρνούσα σε εκείνη την μικρή γειτονιά που ήταν όλος ο κόσμος μας. Πίσω στις μικρές σπιθαμές της που περιστρεφόταν ολόκληρη η ζωή μας. Στις κρυψώνες της που άγουρα παιδάκια οραματιζότανε να κατακτήσουν τον κόσμο. Στα πεζοδρόμια της που μαζεμένα μικρά πιτσιρίκια τιτίβιζαν κάνοντας τα μεγαλύτερα όνειρα. Το πάθος τους για παιχνίδι ήταν μεγαλύτερο από τους φόβους που τους κατέβαλλαν. Η περιέργεια τους διψούσε για ανακαλύψεις. Η παιδική επιπολαιότητα τους παρακινούσε σε σκανδαλιές. Η απλότητα τους υπερνικούσε την φιλαρέσκεια τους και η αφέλεια τους περιέβαλλε όλη τους την ύπαρξη.
Να γυρίσω πίσω εκεί που οι χαρούμενες ανέμελες φωνές και τα παιδικά γέλια αντηχούνε ακόμη μέσα από τις πιο όμορφες αναμνήσεις μου. Στην παλιά μου γειτονιά που κατέθεσα την αγνότητα και την ανεμελιά μου.
Της Λίτσας Φιλίππου.πηγή : anapnoes

Από xiromeropress