Ανήκω σε μια από τις τελευταίες γενιές που προλάβαμε να βιώσουμε τη μετάβαση από την ξύλινη άμαξα στα αυτοκίνητα. Όσοι μεγαλώσαμε στην αγροτική περιφέρεια και μάλιστα σε πεδινές περιοχές, διατηρούμε ως πολύτιμο κομμάτι της εμπειρίας μας τις μετακινήσεις με κάρο, μεταφορικό μέσο δεμένο με τις προβιομηχανικές συνθήκες παραγωγής. Το γεγονός ότι οι σχετικές μνήμες περιορίζονται στην παιδική μου ηλικία, ειδυλλιακή κατά ένα τρόπο, απαλείφουν τις αρνητικές πλευρές αυτού του είδους μεταφοράς.
Ωστόσο η ταλαιπωρία από το σκληρό, ξύλινο κάθισμα, την έκθεση στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, τα απότομα τραντάγματα στις ανωμαλίες των χωματόδρομων, τη βραδύτητα στη μετακίνηση, αντισταθμιζόταν από την έλλειψη άγχους για ταχύτητα, από την ασφάλεια της στιβαρής παρουσίας του αμαξηλάτη (στην περίπτωσή μου του παππού), από την άμεση επαφή με το φυσικό περιβάλλον και την άπειρη δυνατότητα να παρατηρείς με άνεση κάθε τι που προσπερνούσες, να το επεξεργάζεσαι διαλεκτικά και με την επανάληψη να το εμπεδώνεις ως βίωμα και μάθημα πατριδογνωσίας.
Η ζωική ιπποδύναμη που καθιστούσε ακούραστη για μας τη μετακίνηση, αποκτούσε κατά ένα τρόπο προσωπική υπόσταση στη «Μουρτζίνα», την αγαπημένη φοράδα μας. Ισότιμο σχεδόν μέλος της οικογένειας η «Μουρτζίνα», γινόταν στα μάτια μου η προέκταση της ικανότητας του παππού να διευθύνει την ίδια και το κάρο χειριζόμενος τα γκέμια και το καμουτσίκι. Με το λικνιστικό της βάδισμα η μελαχροινή «Μουρτζίνα» μας αρματωμένη με τα εξαρτήματα της ζεύξης και με τα αποτρεπτικά πολύχρωμα χαϊμαλιά της, προχωρούσε ακούραστη και υπομονετική, αποπνέοντας την ευωδιά του ιδρώτα της, ενώ με αδιακρισία κόπριζε κάπου-κάπου το χωμάτινο οδόστρωμα.
Φορτωμένο με το «γέννημα», το σιτάρι της χρονιάς, ή τη «μαυρομάτα» σταφίδα, τα ξύλα για το τζάκι και το φούρνο, τις ζωοτροφές, τα καρπούζια και τα άλλα προϊόντα, το κάρο μετέφερε από τον τόπο παραγωγής στο σπίτι ή στην αγορά τον όποιο οικογενειακό πλούτο σε ανοιχτή θέαση στην κοινωνική κριτική και μαζί του την ικανοποίηση, αν ήταν αρκετός, ή την απελπισία, αν ήταν πενιχρός.
Στην περίπτωση που η μετακίνηση είχε τελετουργική αιτία και σκοπό, κάποιο γάμο ή πανηγύρι, το κάρο με τις κατάλληλες διευθετήσεις και μετατροπές γινόταν αναπόσπαστο κομμάτι της γιορτής και της χαράς μας.
Σειρά από λαμπροστολισμένα κάρα με τα εκτεθειμένα εργόχειρα της νύφης και τα γαμήλια μαντήλια στα κεφάλια των αλόγων διέσχιζαν κατά την προικοπαράδοση τα χωριά ως το σπίτι του γαμπρού, αν η νύφη προερχόταν από άλλο χωριό. Κινητές, ανοιχτές κιβωτοί τέχνης και κοινωνικής εμπειρίας τα γαμήλια κάρα, μετέφεραν και εξέθεταν στα μάτια όλων μαζί με τα προικιά τον κάματο, τους φόβους, την αγωνία και τον πλούτο που είχαν απαιτηθεί για να φτιαχτούν αλλά και τη δεξιοτεχνία γενεών, τη χαρά, τα όνειρα, τις ελπίδες που είχαν κινητοποιήσει τα χέρια που τα είχαν πλουμίσει.
Στα εξοχικά πανηγύρια που απαιτούσαν πάνδημη μετακίνηση από διαφορετικά χωριά, τα κάρα, στρωμένα με πολύχρωμα υφαντά, μετέφεραν ομαδικά οικογένειες ολόκληρες, τα τελετουργικά φαγητά και τα ποτά τους, προβάλλοντας κάθε γενιά στην πιο γιορτινή εικόνα της. Στη διαδρομή η αργή κίνηση επέτρεπε το ανταγωνιστικό ή/και αντιφωνικό −από κάρο σε κάρο− τραγούδισμα και την ανταλλαγή αστεϊσμών και πειραγμάτων, ή υποκινούσε παρακινδυνευμένους αγώνες για το ποιο θα παραβγεί σε ταχύτητα τα υπόλοιπα.
Στον πανηγυρότοπο κάθε κάρο, αναγνωρίσιμο από τα χρώματα και τις διακοσμητικές παραστάσεις του, μεταβαλλόταν σε διακριτή «εστία» κάθε γενιάς ή «σκιάδιο» για τον καυτό ήλιο και καταφύγιο ύπνου για τα παιδιά.
«Βαριά βιομηχανία» για την εποχή της η καροποιΐα −και η αμαξοποΐα εν γένει−, απαιτούσε πολλά χέρια, σχετικά μεγάλα κεφάλαια και εξειδικευμένες γνώσεις, κυρίως ξυλουργικής αλλά και σιδηροκατασκευών, που απαιτούν τεχνικές φωτιάς.
Η ακριβή κατασκευή του κάρου/άμαξας και τα έξοδα απόκτησης και συντήρησης αλόγων καθιστούσαν δυσπρόσιτη την απόκτησή του, με αποτέλεσμα να διατίθενται κάρα/άμαξες εκτός από ιδιωτικής, και «δημόσιας χρήσης» που μισθώνονταν μαζί με τους ειδικούς οδηγούς, τους αμαξάδες, καραγωγείς ή «καρολόγους». Καροποιοί και καραγωγείς (αμαξοποοί/αμαξάδες) αποτελούσαν ειδικές επαγγελματικές και κοινωνικές κατηγορίες, κατά κανόνα οργανωμένες σε ενεργά σωματεία με σημαίνοντα πολιτισμικό ρόλο, αφού το κάρο/άμαξα «άνοιγε δρόμους» και απαιτούσε τόσο στην κατασκευή όσο και στη χρήση του άτομα ριψοκίνδυνα, με ιδιαίτερες γνώσεις, ικανότητες και ευαισθησίες που έπαιζαν σημαίνοντα ρόλο στην παραγωγική αλυσίδα και στην κοινωνική επικοινωνία.
Η σταδιακή μετάβαση από την ιπποκίνητη άμαξα στη μηχανική αυτοκίνηση στο πλαίσιο της βιομηχανικής επανάστασης, έγινε αργά και επώδυνα, όπως κάθε αλλαγή, και για μια μακρά περίοδο οι δύο μορφές μετακίνησης και μεταφοράς συνυπήρξαν −και συνυπάρχουν ως ένα βαθμό. Ωστόσο ο «πολιτισμός της ιπποκίνητης άμαξας» υπήρξε η κλίνη πάνω στην οποία «στρώθηκε» τόσο από πλευράς κατασκευής όσο και χρήσης ο «πολιτισμός του αυτοκινήτου». Είναι χαρακτηριστικό ότι αν και η κίνηση είναι μηχανική, τροφοδοτούμενη από ορυκτές ή άλλες μορφές ενέργειας, εξακολουθεί να μετριέται ως «ιπποδύναμη», ωσάν τα άλογα να έχουν εγκιβωτιστεί για πάντα στις μηχανές, έστω και αν τείνουν να εξαφανιστούν από το φυσικό τοπίο στην Ελλάδα.
Συντωχρόνω οι μετακινήσεις έγιναν πιο άνετες και γρήγορες αλλά ταυτόχρονα όλο και πιο κλειστές και ιδιωτικές. Το αυτοκίνητο, φορτωμένο με πλήθος οικονομικές, τεχνολογικές, συγκοινωνιακές, κοινωνικές, οικολογικές, συμβολικές παραμέτρους έχει αναδειχθεί σε μια από τις κυρίαρχες αξίες όσο και σε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού.
ΕΛΕΝΗ ΨΥΧΟΓΙΟΥ
Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.