Οι πρώτες ιστορικές πληροφορίες που έχουμε για το Μεσολόγγι είναι από την εποχή της Οθωμανοκρατίας. Αρχικά αποτελούσε μικρό συνοικισμό ψαράδων και καταφύγιο ναυτικών και πειρατών. Την εποχή της ναυμαχίας της Ναυπάκτου (1571) όπου οι ενωμένοι χριστιανικοί στόλοι των Ευρωπαίων νίκησαν το οθωμανικό ναυτικό, έχουμε αναφορά στο Μεσολόγγι ως μέρος που είχε ιχθυοτροφεία. Σχετικά με την προέλευση της ονομασίας του, ο ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης (19ος αι.),
Μεσολογγίτης ο ίδιος, υποστηρίζει ότι προέρχεται εκ των λέξεων μέσον- λόγγος και δηλώνει τον τόπο της πόλης. Άλλοι δέχονται πως ίσως η ονομασία να προέρχεται από το βενετσιάνικο messo luogo, messo longo (= μέσον-λόγγος) ή από το messo laghi (=λιμνότοπος) που μάλλον πλησιάζει περισσότερο στην ορθή ετυμολογία της λέξεως. Αρχικά η περιοχή συνοικίσθηκε από ναυτικούς και πειρατές της Δαλματίας, που κυριαρχούσαν στις ακτές της Αδριατικής και της Δυτικής Ελλάδος στους αιώνες 15ο – 16ο– 17ο, ενώ αργότερα κατοικήθηκε και από Έλληνες που ασχολήθηκαν με την αλιεία και την ναυτιλία.
Τον 17ο και 18ο αι. οι Μεσολογγίτες σημείωσαν μεγάλη πρόοδο στην αλιεία και το θαλάσσιο εμπόριο, ώστε κατέστησαν επικίνδυνοι ανταγωνιστές των Βενετών. Οι Μεσολογγίτες πλοιοκτήτες μετέφεραν εμπορεύματα στην Αδριατική , στην Δυτική Ελλάδα ενώ σημαντική παρουσία και πολυπληθή είχαν και στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ώστε να αναγκασθεί ο Βενετός πρόξενος της Θεσσαλονίκης να γράψει σε αναφορά του (1762) ότι κινδυνεύει το βενετσιάνικο εμπόριο στον λιμένα της Θεσσαλονίκης λόγω του πλήθους των ελληνικών μεσολογγίτικων εμπορικών πλοίων.
Το Μεσολόγγι, που δεν είχε καμία σημασία στους προηγούμενους αιώνες, στα τέλη του 17ου αι. και ιδίως στον 18ο αι. καθίσταται το σημαντικότερο ναυτικό και εμπορικό κέντρο της Στερεάς και από τα σημαντικότερα της δυτικής Ελλάδας. Εκτός από την μεταφορά των τοπικών αλιευτικών προϊόντων στα Επτάνησα και την Πελοπόννησο, σε πρώτο στάδιο με μικρά πλοία και σε περιορισμένη κλίμακα, οι Μεσολογγίτες άρχισαν να ανοίγονται σε μεγαλύτερα ταξίδια, να μεταφέρουν σιτάρι στην Σμύρνη και την Κρήτη και άλλα προϊόντα στην Ιταλία εδραιώνοντας έτσι μία κυριαρχική θέση στο εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου, συναγωνιζόμενοι με επιτυχία και απειλώντας τα εμπορικά βενετικά και γαλλικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Μεσολογγίτες πλοίαρχοι συγκεντρώνουν πλούτο για την πόλη τους και σε μία πρώιμη εποχή για την ελληνική ναυτιλία, πολύ πριν την ανάπτυξη των εμπορικών στόλων των νησιών του Αιγαίου, ανοίγουν ως πρωτοπόροι εμπορικούς δρόμους που αργότερα θα τους ακολουθήσουν οι Αιγαιοπελαγίτες.
xaraktikoΈτσι, το 1735 οι Μεσολογγίτες διαθέτουν 30 πλοία, έξι χρόνια αργότερα, το 1741 ο αριθμός των μεσολογγίτικων πλοίων αυξάνεται ραγδαία και φθάνει στα 50. Χαρακτηριστικά ο Γάλλος πρόξενος στην Άρτα σε έγγραφο του της 5ης Μαϊου 1745 αναφέρει ότι «υπάρχουν στο Μεσολόγγι περισσότερα από 50 μικρά πλοία, ικανά να πάρουν την σκάλα του Αμβρακικού στα χέρια τους από τα πλοία μας. Πρώτον, διότι όλοι οι έμποροι που εμπορεύονται στη Μεσσήνη και εδώ είναι Έλληνες, δίνουν ευχαρίστως την προτίμησή τους στους ομοεθνείς. Δεύτερον, διότι υπό την σημαία τους αυτή εξαιρούνται τα προξενικά δικαιώματα (τέλη) πράγμα που έχει μεγάλη σημασία…ταξιδεύουν με όλη την ασφάλεια, χωρίς εμπόδια και χωρίς φόβο».
Η οικονομική ανάπτυξη της πόλης επιβραδύνθηκε λόγω των πολεμικών συγκρούσεων, πρώτα με τον Βενετοτουρκικό πόλεμο του 1715 και αργότερα με τον Ρωσοτουρκικό και τα Ορλοφικά του 1770, όταν η πόλη επαναστάτησε και έδιωξε τους Τούρκους προς στιγμήν, διότι στην συνέχεια οι Τουρκαλβανοί κατέστειλαν την επανάσταση με βιαιότητα, πολλές σφαγές και λεηλασίες. Συγκεκριμένα, το πέρασμά τους σκόρπισε τον θάνατο και την καταστροφή. Οι Μεσολογγίτες προσπάθησαν με τα πλοία τους να καταφύγουν στα Επτάνησα, όμως μικρός Αλβανικός στολίσκος απέκλεισε την λιμνοθάλασσα. Επί μίαν εβδομάδα συνεχίσθηκαν οι ναυμαχίες και οι συγκρούσεις στην ξηρά, έως ότου οι Αλβανοί εισέβαλαν στην πόλη, έκαψαν πολλά πλοία στο καραβοστάσι της πόλης, μεταξύ Τουρλίδος και Βασιλαδίου, πυρπόλησαν και λαφυραγώγησαν τις οικίες του Μεσολογγίου και έσφαξαν πολλούς χριστιανούς.
Κατά την πυρπόληση της πόλης από τους Τουρκαλβανούς κάηκε το κτίριο της Παλαμαϊκής Σχολής ή Παλαμαϊκής Ακαδημίας που είχε ιδρύσει το 1760 ο Παναγιώτης Παλαμάς, προύχοντας της πόλης και από παλαιά Μεσολογγίτικη οικογένεια. Σύμφωνα με τα ισχύοντα τότε στον Ελλαδικό χώρο στα τέλη του 17ου αι. καθώς είχε αρχίσει η οικονομική ανάπτυξη του υπόδουλου ελληνισμού με την ενασχόλησή του με το εμπόριο και την ναυτιλία (το Μεσολόγγι υπήρξε πρωτοπόρο στους τομείς αυτούς) είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται πλούτος και να διαμορφώνεται μία πρώιμη εμπορικοαστική τάξη. Επενδύθηκαν πολλά χρήματα στην πνευματική ανύψωση και μόρφωση του υπόδουλου ελληνισμού με σκοπό την καλύτερη προετοιμασία του έθνους να διεκδικήσει την ελευθερία του (νεοελληνικός διαφωτισμός). Έτσι σε μεγάλα αστικά κέντρα και κέντρα εμπορίου οι προύχοντες κάθε πόλης και οι τοπικές εκκλησιαστικές αρχές ίδρυαν σχολεία και ανώτερες σχολές μετακαλώντας φημισμένους διδασκάλους του γένους να διδάξουν τα ελληνόπουλα.
Στην Παλαμαϊκή Σχολή που συνέχισε την ύπαρξη της και μετά την καταστροφή του 1770 ως το 1800 με διευθυντή τον Αναστάσιο Παλαμά και μετά τον θάνατό του, ως τους χρόνους της Επαναστάσεως υπό την διεύθυνση του γιου του, Γρηγορίου Παλαμά, φοιτούσε μεγάλος αριθμός μαθητών, που σε κάποια στιγμή έφθασε και τους τριακόσιους. Ανάμεσα στους πλέον φημισμένους μαθητές της Σχολής υπήρξε ο Σπυρίδων Τρικούπης, που διετέλεσε κατ’ επανάληψιν υπουργός και πρωθυπουργός της ελεύθερης Ελλάδος, με ενεργό συμμετοχή στον αγώνα και συγγραφέας της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως, από την οποία αντλούμε πολύτιμες και αξιόπιστες μαρτυρίες για τα γεγονότα της πρώτης και δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου, καθώς και ο Ζηνόβιος (Ζαφείριος) Βάλβης, που επίσης διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Κωλέττη το 1844, και πρωταγωνίστησε στα γεγονότα της εξώσεως του Όθωνα από τον θρόνο της Ελλάδος και στην εκλογή του νέου βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Α’. Ο Ζηνόβιος Βάλβης υπήρξε στο κρίσιμο αυτό διάστημα Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης (1863) και πρωθυπουργός της κυβερνήσεως μετά την έξωση του Όθωνα και ως τον ερχομό του Γεωργίου Α’.
Η πόλη άργησε να συνέλθει από την μεγάλη καταστροφή του 1770. Σταδιακά όμως άρχισε η ανοικοδόμησή της. Το 1804 το Μεσολόγγι υπετάγη στον Αλή πασά των Ιωαννίνων μέχρι το 1820. Στο διάστημα αυτό κτίσθηκε και το μικρό φρούριο στο Βασιλάδι. Με το ξέσπασμα της Επαναστάσεως το Μεσολόγγι βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του Αγώνα για την Εθνική ανεξαρτησία.
Αρχιμανδρίτης π. Κύριλλος Κεφαλόπουλος – Ιστορικός, δρ. θεολογίας, δρ. Αρχαίας Ιστορίας
chilonas.com

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *