Όταν ήμουν παιδί, τα καλοκαίρια πηγαίναμε στο χωριό, στο χωριό του παππού και της γιαγιάς, από την πλευρά της μαμάς…
Θυμάμαι τις εποχές που ακόμα δεν είχε ηλεκτρικό, ούτε στο σπίτι ούτε έξω στους δρόμους, τις νύχτες φωτίζανε το εσωτερικό του σπιτιού με κάτι λάμπες πετρελαίου, όχι πολλές, μία-δυο λάμπες με μια μεταλλική βάση όπου έμπαινε μέσα το πετρέλαιο και από πάνω έβγαινε το φυτίλι και στο λαιμό βιδωνόταν το λαμπόγυαλο.

Λέγαμε τότε και το τραγούδι: «Ντίλι-ντίλι-ντίλι / μέσα απ’ το καντήλι / που έφεγγε και κένταγε / η κόρη το μαντίλι»… πιο πολύ στο μιλητό, είχε ρυθμό, όλο τον ίδιο ρυθμό, ήταν το πρώτο ραπ που άκουσα στη ζωή μου.
Ο παππούς τότε κοιμόταν ακόμα στο ισόγειο πάνω σε ένα αχυρόστρωμα, αφημένο στο δάπεδο που ήταν φτιαγμένο από κοκκινωπή λειασμένη λάσπη.
«Και ήρθε ο ποντικός / και πήρε το φυτίλι / μέσα απ’ το καντήλι / που έφεγγε και κένταγε / η κόρη το μαντίλι / ντίλι-ντίλι-ντίλι…».
«Και ήρθε η γάτα / και έφαγε τον ποντικό /που πήρε το φυτίλι /μέσα απ’ το καντήλι / που έφεγγε και κένταγε / η κόρη το μαντίλι / Ντίλι-ντίλι-ντίλι…».
(Σε κοφτό ρυθμό, επιταχυνόταν στο «που έφεγγε και κένταγε / η κόρη το μαντίλι…» και ακολουθούσε το «ντίλι-ντίλι-ντίλι» που έκλεινε την προηγούμενη στροφή και άνοιγε την επόμενη.)
Όταν γυρίζαμε νύχτα από την πλατεία του χωριού για το σπίτι μαζί με τον θείτσο, ήταν πίσσα σκοτάδι, πηγαίναμε στα τυφλά, ο θείος ήξερε πού πήγαινε, με κρατούσε απ’ το χέρι και μ’ οδηγούσε –γαύγιζαν τα σκυλιά από τις αυλές.

Ο θείος τα μάλωνε, τους φώναζε, «ούοοο, πούστο» και αυτά σώπαιναν, καταλάβαιναν πως ήταν κάποιος συγχωριανός και ηρεμούσαν.

«Και ήρθε ο σκύλος / που έφαγε τη γάτα / που έφαγε τον ποντικό / που πήρε το φυτίλι / μέσα απ’ το καντήλι / που έφεγγε και κένταγε / η κόρη το μαντίλι / ντίλι-ντίλι-ντίλι…».
Τα καλοκαίρια πηγαίναμε και στα χωράφια, μας έπαιρναν ο θείος και η θεία μαζί τους, ο παππούς και η γιαγιά έμεναν στο σπίτι. Πηγαίναμε πάνω σε ένα κάρο που έτριζε και μας ταρακουνούσε, το έσερναν δύο βόδια βαριά.
«Και ήρθε το ξύλο / και χτύπησε το σκύλο / που έφαγε τη γάτα / που έφαγε τον ποντικό / που πήρε το φυτίλι / μέσα απ’ το καντήλι / που έφεγγε και κένταγε / η κόρη το μαντίλι / ντίλι-ντίλι-ντίλι…».


Το σπίτι του παππού είχε εκτός από το κτίσμα που μέναμε, τον αχυρώνα, τις αποθήκες με τα αμπάρια για το στάρι, το καλαμπόκι, εκεί είχε και τις νταμιτζάνες με το κρασί, κολοκύθες, έξω στην αυλή είχε ένα φούρνο κτιστό που έκαιγε για προσάναμμα ξεραμένες σβουνιές από τα γελάδια, που τις μάζευαν με τα χέρια και τις έπλαθαν και μετά τις κολλούσαν σε έναν μαντρότοιχο μέχρι να στεγνώσουν.
«Και ήρθε η φωτιά / και έκαψε το ξύλο / που χτύπησε το σκύλο / που έφαγε τη γάτα / που έφαγε τον ποντικό / που πήρε το φυτίλι / μέσα απ’ το καντήλι / που έφεγγε και κένταγε / η κόρη το μαντίλι / ντίλι-ντίλι-ντίλι…».
Υπήρχε κι ένα κοτέτσι, είχαμε κότες πολλές που τριγύριζαν στην αυλή και όλο κάτι τσιμπολογούσαν από κάτω, εκτός από τους σπόρους σιτάρι που τους έριχνε η μπάμπω έτρωγαν και σκουλήκια αν έβρεχε και σκάλιζαν τη λάσπη της γης, έτρωγαν ακόμα και τις δικές τους κουτσουλιές, αλλά έκαναν κάθε μέρα ωραία ζεστά αυγά, που τα τρυπούσαμε εμείς τα παιδιά και τα ρουφούσαμε, ήταν η πιο χορταστική λιχουδιά, πέρα απ’ τα φρούτα που έπεφταν παραγινωμένα απ’ τα δέντρα.

Φορούσαμε πέδιλα πλαστικά για να πλατσουρίζουμε στα ποτάμια και στα ρυάκια. Έντομα, σαύρες, φίδια κυκλοφορούσαν γύρω μας, ακόμα και τα νερόφιδα όταν φράζαμε το ποτάμι για να κάνουμε βουτιές, δίπλα μας κολυμπούσαν.
«Και ήρθε το νερό / και έσβησε τη φωτιά / που έκαψε το ξύλο / που χτύπησε το σκύλο / που έφαγε τη γάτα / που έφαγε τον ποντικό / που πήρε το φυτίλι / μέσα απ’ το καντήλι / που έφεγγε και κένταγε / η κόρη το μαντίλι / ντίλι-ντίλι-ντίλι…».

Στον στάβλο ήταν τα βόδια, η αγελάδα, το μοσχάρι, το γαϊδούρι, δεμένα το καθένα στο δικό του παχνί και κάτω παντού κοπριές, που κάπου χρησίμευαν κι αυτές, τις φτυαρίζαμε και πηγαίναν για λίπασμα στα χωράφια.
«Και ήρθε το βόδι / και ήπιε το νερό / που έσβησε τη φωτιά / που έκαψε το ξύλο / που χτύπησε το σκύλο / που έφαγε τη γάτα / που έφαγε τον ποντικό / που πήρε το φυτίλι / μέσα απ’ το καντήλι / που έφεγγε και κένταγε / η κόρη το μαντίλι / ντίλι-ντίλι-ντίλι…».
Τις νύχτες ακούγαμε ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας τα σκυλιά της γειτονιάς που γαύγιζαν –δεν αλυχτούσαν, δεν ήταν μοναχικά–, μας φύλαγαν από απρόσκλητους επισκέπτες, μας ειδοποιούσαν ότι κάποιος ζύγωνε.
Και οι μέρες ήταν ατέλειωτες
και οι νύχτες περνούσαν…
Σωτήρης Ζήκος / cityportal
lolanaenaallo

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *