Ο Γιώργος, πατέρας δύο παιδιών, οδηγούσε κάθε πρωί το κοπάδι από κάμποσες γίδες έξω από το Κομηλιό και το έφερνε πίσω αργά το απόγευμα. Κατά τους ζεστούς θερινούς μήνες έβοσκε τις γίδες στον άδεντρο λόφο γύρω από το χωριό. Κατά τις βροχερές κρύες μέρες του χειμώνα τις πήγαινε στη διαβρωμένη αλλά …
ζεστή κοιλάδα κάτω από τα Χορτάτα όπου μεγάλωνε ακόμα βίκος.

Άλλο ένα σημείο ξεχειμωνιάσματος ήταν η χαμηλότερη, απότομη πλαγιά κοντά στην ακτή του Ιονίου πελάγους. Κυρίως όταν ο Γιώργος έφερνε το κοπάδι κοντά σε καλλιεργημένα χωράφια έπρεπε να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός να κρατήσει τα ζώα μαζεμένα και να μην πλησιάσουν τα περιβόλια, τα χωράφια με το στάρι και τα αμπέλια.

Οι καλλιεργημένες περιοχές ήταν προστατευμένες από τον νόμο και επιβλέπονταν από αγρονόμους. Μια πιθανή καταγγελία για πρόκληση ζημιών θα έφερνε τον Γιώργο αντιμέτωπο με το δικαστήριο στη Λευκάδα και θα κατέληγε σε επιβολή ποινής που θα έφερνε με τη σειρά της επιπλέον έξοδα.

Πουλώντας τα κατσίκια για κρέας και τη σπιτική φέτα του η οικογένεια του Γιώργου είχε μια λιτή ζωή. Επιπλέον καλλιεργούσε το δικό του στάρι, τα δικά του σταφύλια και λαχανικά στη μικρή του φάρμα. Το κρέας εκείνων των γιδιών που ήταν ταϊσμένα με άγρια βότανο και θάμνους είχε μεγάλη ζήτηση και μεγάλη τιμή στην αγορά.

Αυτό συνέβαινε ιδιαίτερα το Πάσχα, όταν το κρέας ψηνόταν στη σούβλα. Όταν έσφαζε το ζώο μόνος του, ο Γιώργος έβγαζε επιπλέον έσοδα από το δέρμα του ζώου. Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μια φορά τον χρόνο μπορούσε να πουλήσει και το τρίχωμα του ζώου. Το τρίχωμα της γίδας το χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι για να φτιάξουν σαγιάσματα, για να καλύψουν το πάτωμα στα σπίτια. Παλαιότερο οι βοσκοί φορούσαν κάπες φτιαγμένες από τρίχα γίδας για να προστατευτούν από το κρύο, τη βροχή και την κακοκαιρία.

Σε κάθε ορεινό χωριό ένας ή περισσότεροι αγρότες είχαν κοπάδια από γίδες ή πρόβατα, μέχρι και κάμποσες εκατοντάδες ζώα . Τη δεκαετία του 1960 η κυβέρνηση επιδότησε την κατασκευή τσιμεντένιων δεξαμενών ομβρίων υδάτων στους λόφους για να παρέχεται πόσιμο νερό στα κοπάδια. Μετά την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΕ συνεχίστηκε η επιδότηση των μεγάλων κοπαδιών μέχρι που σταμάτησε κάποια χρόνια αργότερα.

Με την μείωση του αριθμού των ενεργών αγροτών εξαιτίας της μετανάστευσης, ο αριθμός των μεγάλων κοπαδιών από γίδια μειώθηκε αργά αλλά σταθερά επίσης. Και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι στους άγονους λόφους, άρχισαν να φυτρώνουν με φυσικό τρόπο θάμνοι και διάφορα δέντρα. Η δημιουργία νέων δασών, λουλουδιών και βοτάνων οδήγησε στη δημιουργία ενός πράσινου πιο όμορφου και οικολογικού τοπίου.

Στο σπίτι, οι αγρότες είχαν και πρόβατα για μαλλί και γίδες για γάλα που το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν φέτα και Σαλαμούρα, ένα είδος γιαουρτιού. Τα λιγοστά ζώα που είχε η κάθε οικογένεια ήταν κλεισμένο σε ένα ξεχωριστό χώρο στο σπίτι ή σε ένα στάβλο δίπλα από αυτό. Την ημέρα ήταν δεμένα κοντά στο σπίτι και τα τάιζαν με χορτάρι ή πράσινα κλαδιά που μάζευαν από τα χωράφια τους ή από το θαμνώδες δάσος. Καμιά φορά τα έπαιρναν μαζί τους στα χωράφια ή τα έβοσκαν γυναίκες και καμιά φορά παιδιά. Τη δεκαετία του 60 ήταν διαδεδομένη στους αγρότες η χρήση του βίκου τον οποίο ξέραιναν και αποθήκευαν για να τον χρησιμοποιήσουν κατά την διάρκεια των βροχερών ημερών ή των εορτών. Η κοπριά φυλασσόταν στον στάβλο ώσπου να χρειαστεί για την λίπανση των χωραφιών, των λαχανόκηπων ή των ελιών. Οι κότες που τριγυρνούσαν γύρω από το σπίτι όλη μέρα ή ήταν δεμένες με σπάγκο, το βράδυ τις έκλειναν σε κοτέτσι κοντά στο σπίτι ή σε κοτέτσι τοποθετημένο πάνω σε ένα δέντρο.

Προκειμένου να βελτιωθεί η παραγωγή γάλακτος των ντόπιων γιδών το πρόγραμμα έφερε τις γίδες ράτσας Saanen και Toggenburger (Τόγγενμπούργκερ) από την Ελβετία στη Λευκάδα. Μεταφέρθηκαν με τρένο μέσω Γιουγκοσλαβίας και Αθηνών σε συνεργασία του τμήματος γεωργίας και του προγράμματος. Το νεαρό αρσενικό Toggenburger και μερικές έγκυες γίδες διανεμήθηκαν στους Τσουκαλάδες, στο Κομηλιό, στο Μανάση και στον Νικολή. Οι αγρότες στο Σύβρο πήραν το είδος Saanen επειδή η περίπλοκη αυτή ράτσα αρμέγματος χρειάζεται υψηλής ποιότητας χορτάρι και στάβλο.

Στους παλιούς και εκτεθειμένους στον άνεμο στάβλους στον Νικολη και στο Μανάση οι γίδες νόσησαν από γρίπη και αρρώστησαν γιο λίγο. Η λύση για να ξεπεράσουμε το πρόβλημα αυτό ήταν ένα πρόγραμμα κατασκευής στάβλων το οποίο μαζί με τους ντόπιους συνεταίρους εφαρμόστηκε το ακόλουθο καλοκαίρι. Αλλά το φθινόπωρο όταν οι στάβλοι ήταν έτοιμοι για την εγκατάσταση των ζώων, οι περισσότερες οικογένειες εγκαταστάθηκαν οι ίδιες στα κτήρια και έβαλαν τις γίδες στα παλιά τους σπίτια.

Καθώς το πρόγραμμα δεν ακολουθούνταν κατάλληλα, ήταν δύσκολο να πούμε πόσο αποτελεσματικά ήταν πραγματικό να βελτιώσουμε το ντόπια είδος κατσίκας. Ωστόσο ακόμα και σήμερα κάποιος γνώστης μπορεί να παρατηρήσει ελβετικό αίμα σε μερικές από τις κατσίκες, ιδίως στους Τσουκαλάδες όπου το είδος Toggenburger προσαρμόστηκε καλύτερα. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, ένα κοπάδι αρσενικών αυτής της διασταύρωσης εστάλη στην Κρήτη για να βελτιώσει το είδος κατσίκας εκεί.

Σήμερα κάμποσα κοπάδια προβάτων για άρμεγμα υπάρχουν στους λόφους και κοντά σε ανοικτά χωράφια. Τα γάλα πωλείται στην Περατιά, στην απέναντι στεριά σε ένα σύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής φέτος.

 aromalefkadas – Ενημερωτική ιστοσελίδα της Λευκάδας.Το διαβάσαμε εδώ:aromalefkadas – Ενημερωτική ιστοσελίδα της Λευκάδας

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *