Μια σύντομη περιγραφή των θαμώνων των καφενείων των χωριών που όλοι μας έχετε συναντήσει. Είτε ως κάτοικοι του χωριού, είτε ως επισκέπτες στις διακοπές σας.
4 θαμώνες παραδοσιακών καφενείων χωριών. Τους έχεις συναντήσει ακόμα και περαστικός να είσαι από το καφενείο. Αν δεν τους αναγνωρίζεις ίσως είσαι είσαι ένας από αυτούς.
Ο ταξιτζής
kafeneio-1
Ο ταξιτζής δεν είναι φυσικά οδηγός ταξί, δεν υπάρχουν ταξί στα χωριά, αλλά έχει πάρει το προσωνύμιο αυτό γιατί είναι ο «επιστήμονας» του χωριού. Ο παντογνώστης του χωριού, ο άνθρωπος που θα μπει στο καφενείο, θα ξεκινήσει να μιλάει για κάθε είδους θέμα που προκύπτει στην επικαιρότητα και δε θα σταματήσει ακόμα και αν είναι μπουκωμένος με τον μεζέ του τσίπουρου. Φαφλατάς από τους λίγους, συνήθως είναι αποτυχημένος υποψήφιος κοινοτάρχης, πάνω από 3 φορές. Απορεί και ο ίδιος που δεν κερδίζει παρότι τόσο πολύ τον συμπαθούν όλοι οι συγχωριανοί του όταν τους τα κάνει τσουρέκια από το πρωί ως το βράδυ.
Μπορεί να σου μιλήσει με την ίδια ευκολία για ποδόσφαιρο, για τη φετινή σοδειά καπνών, για το Pillow Fights, για την εξωτερική πολιτική του Ερντογάν, την προσεδάφιση του Schiaparelli στον Άρη, τον παπά Κώστα που τον είδε στο κεφαλοχώρι να πληρώνει Ρωσίδες, την οικονομία, τον ΣΥΡΙΖΑ, το μαύρο στα τηλεοπτικά κανάλια, το νερό στα αρδευτικά κανάλια, τον τυφώνα Malaka στην Ιαπωνία. Κάπως έτσι τον φωνάζουν οι συγχωριανοί του όταν δεν είναι μπροστά. Πολλές φορές και όταν είναι μπροστά.
Δε θα διστάσει να χωθεί σε κουβέντα που έχει ξεκινήσει σε άλλο τραπέζι του καφενείου. Γιατί το καφενείο είναι μικρό και όλο και κάποια λέξη θα ακούσει στον αέρα που θα τον ιντριγκάρει να μπει στη συζήτηση ακάλεστος. Όλοι στο καφενείο περιμένουν να φύγει και παριστάνουν ότι γελάνε όταν μέσα στην επιστημονικότητά του προσπαθεί να βάλει και χιουμοριστικές ατάκες. Τι περισσότερες φορές κάθεται απέναντι από την τηλεόραση του καφενείου, να έχει πρόσβαση στην είδηση που θα ξεκινήσει να αναλύει στη διάλεξή του στο καφενείο μόλις η είδηση ολοκληρωθεί.
Αξεσουάρ του: Μέτρια προς μεγάλη κοιλιά, κόκκινα μάγουλα, μουστάκι μισό γκρι, μισό πορτοκαλί (είχαν φασολάδα το μεσημέρι στο σπίτι), μούσια γκρι, κοντομάνικο με γιλέκο και πολλές τσέπες, καρό πουκάμισο, εφημερίδα που διαβάζει με τα δύο φύλλα ορθάνοιχτα.
Ο Σνικ
kafeneio-2
Ο Σνικ είναι ο τύπος καφενείου στο χωριό που μεθυσμένος μπαίνει στο κλαμπ. ΝΤΑΜΠ. Κλαμπ δεν υπάρχουν γι’ αυτό μπαίνει στο καφενείο μεθυσμένος. Όχι για να πιει καφέ και να ξενερώσει αλλά για να συνεχίσει το μεθύσι. Κρασί, τσίπουρα, ούζα, μπύρες, ό,τι βρεθεί πρόχειρο. Δε θα πει όχι σε τίποτα που περιέχει αλκοόλ. Ακόμα και σε σοκολατάκια με λικέρ.
Σπάνια έχει την αίσθηση του τι συμβαίνει ακριβώς γύρω του. Δε σας βλέπω λέω ούτε καν. ΝΤΑΜΠ. Το βλέμμα του είναι συγκεντρωμένο στον στόχο. Και ο στόχος λέγεται καραφάκι. Πρέπει να το αδειάσει όσες φορές και να έρθει αυτό γεμάτο. Έχει ξεκινήσει άλλωστε από το σπίτι του το ζέσταμα για να μην καεί όταν βρεθεί στον αγωνιστικό χώρο του καφενείου. Προέρχεται από ιστορικά μεγάλη γενιά ΣΝΙΚ θαμώνων καφενείου. Ο παππούς Σνικ πέρασε στον γιο Σνικ την παράδοση και ο γιος Σνικ στον εγγονό. Τον Σνικ τζούνιορ.
Οι μεζέδες που παραγγέλνει λίγοι αλλά αλμυροί. Η δικαιολογία για να ζητάει κάτι να πιει, για να καθαρίσει ο ουρανίσκος από την αλατίλα, αλλά όχι πολλοί και τον βαρύνουν. Πρέπει να υπάρχει χώρος πάντα για τα ξύδια. Μία στο τόσο μπορεί να κάνει μερικά επικά ξεσπάσματα, προκαλώντας μικρές ζημιές, περισσότερο όμως κατά λάθος, αφού δεν ελέγχει πια τον εαυτό του. Έχει ξεχάσει τι είναι το νερό αρκετά χρόνια. Και δεν εννοούμε μόνο το πόσιμο. Δεν το νοιάζει τι θα πουν στο χωριό. Ποιος γ@μάει τους χωρικούς; ΝΤΑΜΠ.
Αξεσουάρ: Στολή Πολάκης, ανεξέλεγκτα μαλλιά, μπόλικα μούσια, κομπολόι που το χρησιμοποιεί σαν πυξίδα για να γυρίσει σπίτι. Μη μου ζητήσετε να πω πώς το κάνει. Ούτε ο ίδιος ξέρει. Ίσως το κεχριμπάρι του δείχνει τον βορά. Ατημέλητα ρούχα, το καλοκαίρι το πρώτο κουμπί του πουκαμίσου που θα δεις κουμπωμένο είναι αυτό του αφαλού.
Ο Χάτσικο (aka Γκαρκόιλ)
kafeneio-35
Ο Χάτσικο είναι ο θαμώνας που μένει υπομονετικά ακίνητος στο καφενείο για όσες ώρες βρίσκεται εκεί. Ή για μέρες. Ή για χρόνια. Πάντα στο ίδιο τραπεζάκι, τα καλοκαίρια έξω, στο τραπεζάκι που είναι πιο κοντά στην πόρτα. Πάντα στην ίδια στάση. Σαν άγαλμα. Πολύ μεγάλος σε ηλικία, πολλές φορές στερεώνεται στην μαγκούρα του ακόμα και καθιστός να είναι. Ο θρύλος λέει ότι ήταν καλεσμένος στα βαφτίσια του Μητσοτάκη. Κάποια δημοτικά τραγούδια τον αναφέρουν ως το στοιχειό του καφενείου, που βρίσκεται πάντα στο ίδιο σημείο αμίλητο και περνάει από γενιά σε γενιά, σαν κληρονομιά, στους ιδιοκτήτες του καφενείου. Δίπλα του πάντα ένα μικρό φλιτζάνι ελληνικού/τούρκικου/αιθιοπικού καφέ. Τίποτε άλλο. Στις γιορτές μόνο ίσως υπάρξει ένα ξερό λουκούμι αλλά ποτέ δε θα το δεις φαγωμένο. Δε χαμογελάει, δεν γκρινιάζει, δε χαλάει.
Ο Χάτσικο γίνεται η ατραξιόν του μαγαζιού όταν έρχονται τουρίστες στο χωριό. Τον φωτογραφίζουν, ρωτάνε αν είναι καλά και γενικότερα αν είναι ζωντανός. Είναι τόσο λιτοδίαιτος που φοβάσαι να τον ακουμπήσεις μήπως και σπάσει. Προσθέτει μια γραφικότητα στο καφενείο και σε ολόκληρο το χωριό γι’ αυτό δεν μετακινείται από τη θέση του. Στα μεγαλύτερα χωριά μπορείς να δεις τραπέζια με δύο Χάτσικο. Πάντα πλάτη στον τοίχο του καφενείου να κοιτάζουν ευθεία στο υπερπέραν. Ποτέ το ένα Χάτσικο το άλλο δεν κοιτάζει το άλλο πάνω από 0,5’. Όταν ο Χάτσικο κάθεται μέσα στο καφενείο τον χειμώνα πιάνει θέση κοντά στην σόμπα.
Αν ο Χάτσικο επισκεπτόταν έναν καθεδρικό στο Παρίσι θα έπαιρνε θέση δίπλα στα πέτρινα γκαργκόιλς. Aπό εκεί παίρνει και το δεύτερό του όνομα. Θα ζούσε δίπλα τους ειρηνικά. Αμίλητος για πάντα. Έτσι και αλλιώς στο καφενείο η φωνή του έχει να ακουστεί από το 1978.
Αξεσουάρ: Τραγιάσκα, υφασμάτινο παντελόνι που τα καλοκαίρια φαίνεται ότι η ζώνη που το στηρίζει είναι στο ύψος του στήθους του. Τον χειμώνα φοράει καζάκα μέσα από το σακάκι. Γυαλιά Ζάχος Χατζηφωτίου, μαγκούρες διαφόρων τύπων, εξαρτάται την τοπική ξυλογλυπτική τέχνη. Στην τσέπη χάπια πίεσης. Κανείς δεν ξέρει γιατί. Στην κατάστασή του η πίεση είναι σταθερή εδώ και 40 χρόνια που πέθανε η γυναίκα του.
Ο Τζον ταραμάς
kafeneio-4
Ο τύπος που νομίζει ότι γεννήθηκε για να κερδίζει χαρτοπαίζοντας και τζογάροντας. Στο καφενείο λέει στη γυναίκα του ότι πάει για τον καφέ αλλά στην πραγματικότητα πάει για την τσόχα. Ακόμα και να μην υπάρχει τσόχα, ακόμα και να παίζει χαρτιά με τους συγχωριανούς του πάνω σε τρύπιο μουσαμά ή σε σκέτα μεταλικά τραπέζια αυτός ονειρεύεται ότι βρίσκεται σε μεγάλο πράσινο τραπέζι στο Λας Βέγκας και έχει για αντίπαλο στην πρέφα τον Μπεν Άφλεκ.
Μάρκες δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του αλλά έχει ονόματα για κάθε φύλλο που θα βγάλει. Πολλά τα γούρια του αλλά δεν εκδηλώνεται με ξεσπάσματα όταν κάποιος του τα χαλάσει για να μην μαθευτούν. Μπορεί να κοιτάζει μισή ώρα ένα χαρτί πριν το ρίξει. Η ζωή στο χωριό εξάλλου είναι πιο αργή από εκείνη της πόλης.
Μια βραδιά που έβρεχε πολύ και δεν μπορούσε να πάει στο καφενείο να χαρτοπαίξει είδε με χιόνια στην τηλεόραση (έχω βροχή και μέσα χιόνια) το Rainman και από τότε κουβαλάει μαζί του τον «τρελό» του χωριού και του ζητάει να κάνει τα μαγικά του για να γίνουν και οι δύο πλούσιοι, τρώγοντας τις επιδοτήσεις των άλλων χαρτοπαικτών του χωριού.
Έχει δοκιμάσει και άλλα επιτραπέζια αραβικής καταγωγής όπως το τάβλι αλλά σαν την αίσθηση που αφήνει η χιλιοχρησιμοποιημένη, κιτρινιασμένη τράπουλα του καφενείου δεν υπάρχει. Τα υποκατάστατα είναι για τους φοιτητές στα κυλικεία των σχολών.
Αξεσουάρ: Καράφλα, λεπτό μουστάκι, γυαλιά στην άκρη της μύτης, σακάκι σκούρο, μονόχρωμο πουκάμισο, στις τσέπες κρυμμένα γούρια, πακέτο τσιγάρα για όταν χάσει.
Υπάρχουν και μερικές υποκατηγορίες όπως, ο Πιτσιρικος, ο Παττακός, ο Σέξι Κρητικός κα αλλά είναι ανάξιες παραπάνω ανάλυσης απ’ ό,τι ξεκάθαρα δηλώνει το προσωνύμιο της υποκατηγορίας.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΝΤΖΗΣ
πηγη http://menshouse.gr/

Από xiromeropress