Τη νύχτα της Κυριακής 5 προς 6 Νοεμβρίου του 1961 η Αθήνα έζησε μια τρομακτική θεομηνία που κράτησε πέντε ώρες, έναν κυκλώνα που άφησε πίσω του νεκρούς, τραυματίες, ερείπια και άστεγους.
Ο δυνατός άνεμος που φυσούσε από το πρωί της Κυριακής τη νύχτα δυνάμωσε. Τα μεσάνυχτα άρχισε να βρέχει ολοένα και πιο δυνατά και στις 3 το πρωί ξέσπασε η θύελλα. Καταρρακτώδης βροχή, χαλάζι σαν καρύδι, αστραπές, βροντές και ανεμοθύελλα. Ο θυελλώδης άνεμος παρέσερνε αντικείμενα από τα μπαλκόνια και τους δρόμους, ενώ το νερό έμπαινε ασυγκράτητο στα υπόγεια, αλλά και στα ισόγεια και στα ψηλότερα διαμερίσματα των πολυκατοικιών από τους φωταγωγούς, τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες.
Στις 5 το πρωί ξέσπασε η τρίτη και σοβαρότερη καταιγίδα. Αυτό που για την κεντρική Αθήνα ήταν τρόμος, για τους συνοικισμούς και τις φτωχογειτονιές, όπου βασίλευε η παράγκα με στέγη από πισσόχαρτο, ήταν όλεθρος και θάνατος. Περιστέρι, Μπουρνάζι, Αιγάλεω, Σεπόλια, Λιόσια, Τζιτζιφιές, Νέα Σφαγεία, Ρέντης, Μοσχάτο, δεν έχει όνομα το μαρτύριο, η αγωνία και η απελπισία. Άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους όπως ήταν από τον ύπνο, σχεδόν γυμνοί και ξυπόλητοι. Από τα σπίτια ακούγονταν στριγγλιές «Βοήθεια, πνιγόμαστε». Κάποιοι ανέβηκαν σε στέγες και ταράτσες και πέρασαν μ’ ένα μαδέρι σε άλλες ταράτσες μέχρι να φτάσουν σε κάποιο ψηλό σπίτι. Κάποιοι κρατήθηκαν από δέντρα για να μην τους πάρει το νερό. Πόσο ν’ αντέξουν; Κάποιοι κολύμπησαν. Το ποτάμι είχε φουσκώσει και παράσερνε στην ορμή του ανθρώπους, ζώα, οικοσκευές, εξοπλισμό καταστημάτων, περίπτερα, σπίτια ολόκληρα. Όταν τραβήχτηκαν τα νερά κάτω από τη λάσπη αποκαλύφθηκαν πτώματα, θεμέλια και δάπεδα σπιτιών χωρίς τοίχους, και οι ελπίδες μιας ζωής.
Σχεδόν 5000 άνθρωποι απόμειναν γυμνοί, με ρούχα που τους προμήθευσε η αστυνομία και η αμερικάνικη βοήθεια CEAR, χωρίς στέγη, χωρίς φαγητό, θρηνώντας κάποιον νεκρό ή αγωνιώντας για κάποιον αγνοούμενο και βρήκαν προσωρινό καταφύγιο σε σχολεία και εκκλησίες, να περιμένουν από τη φιλανθρωπία και την κρατική μέριμνα και τη φιλοστοργία της βασιλομήτωρος.
Η βασιλομήτωρ επισκέφθηκε τους άστεγους κι έκανε τη διαπίστωση: «Χρειάζονται σπίτια!»
Η αστυνομική αυθαιρεσία, με βία και τρομοκρατία, εμπόδισε βουλευτές και δημοσιογράφους της αντιπολίτευσης να επισκεφθούν τους πλημμυροπαθείς για να μην γίνουν γνωστές οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των θυμάτων και διαψευστούν οι κυβερνητικές διακηρύξεις περί πλήρους περίθαλψης και μέτρων προστασίας.
Η ανάγκη τσακίζει τον άνθρωπο. Οι πλημμυροπαθείς, ανέστιοι, στοιβαγμένοι κατάχαμα και τυλιγμένοι με κουβέρτες, έπαιξαν το παιχνίδι της εξουσίας: «Εδώ ήλθαν και μας είδαν η βασίλισσά μας, ο πρωθυπουργός και ένα σωρό υπουργοί. Κάνουν ό,τι μπορούν. Μας έδωσαν από δύο κουβέρτες στον καθένα, από ένα δέμα και μας δίνουν ψωμί και συσσίτιο. Δεν έχουμε κανένα παράπονο».
Το κέντρο της Αθήνας και τα προάστια δεν έπαθαν καταστροφές, δεν θρήνησαν νεκρούς. Οι φτωχογειτονιές μαυροφόρεσαν. Το κράτος για μια ακόμα φορά αποδείχτηκε ανεπαρκές ως προς τα δημόσια έργα του και την κοινωνική πολιτική του. Δρόμοι και υπόνομοι; Ανύπαρκτοι, παρόλες τις ειδικές φορολογίες. Χωματόδρομοι και βόθροι. Στις γειτονιές με τις παράγκες υπήρχαν σπίτια που χτίστηκαν μέσα σε μια νύχτα για να στεγάσουν φτωχούς ανθρώπους. Το ενδιαφέρον του κράτους εξαντλούταν στις άδειες οικοδόμησης και στις άδειες κατεδάφισης. Για τη στέγαση και την υγεία των πολιτών αρκέστηκε σε έργα βιτρίνας. Έκανε το καθήκον του χτίζοντας μερικές εργατικές κατοικίες και δίνοντας οικοδομικές ενισχύσεις. Πολλά νοικοκυριά φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου και τραβούσαν νερό από το πηγάδι. Οι τουαλέτες ήταν παραπήγματα έξω από το σπίτι. Οι αρρώστιες θέριζαν. Ο μόχθος δεν έβρισκε ανταμοιβή και η φτώχεια βασίλευε.
12 Νοεμβρίου 1961
«Ζώνη της αθλιότητος» χαρακτήρισε τις φτωχογειτονιές κάποιος αρθρογράφος. «Η ζώνη των ταπεινών και καταφρονεμένων, εις την ψυχήν των οποίων φωλιάζει η παραλυτική εγκαρτέρησις ή το σκοτεινόν μίσος».
Αυτή ήταν η οριζόντια ζώνη της αθλιότητας μιας Αθήνας που το 1961 αριθμούσε λιγότερο από δύο εκατομμύρια κατοίκους. Την κάθετη ζώνη της αθλιότητας αποτελούσαν (και αποτελούν) τα υπόγεια των πολυκατοικιών. Υπόγεια υγρά και μουχλιασμένα όπου ο ήλιος και ο καθαρός αέρας δεν έμπαιναν ποτέ. Υπόγεια που δημιούργησε ο «πολιτισμός» των εργολάβων και πρόσθεσε στις τσέπες τους κάμποσες χιλιάδες λίρες. Υπόγεια που αγοράστηκαν για εκμετάλλευση –για να νοικιάζονται σε φτωχούς. Υπόγεια που για να φτάσει κανείς έπρεπε να κατέβει τις σκάλες της κόλασης και να περάσει από σκοτεινούς και δυσώδεις διαδρόμους με σωλήνες στην οροφή και ασθενικό ή ανύπαρκτο φωτισμό. Υπάρχουν και σήμερα αυτά τα υπόγεια. Τα παράθυρά τους βλέπουν σε βρομερά πεζοδρόμια, τα μηχανάκια παρκάρουν και μαρσάρουν μπροστά τους. Κατοικούνται από ανθρώπους που στην ψυχή τους φωλιάζει όλο και λιγότερο η «παραλυτική εγκαρτέρηση» και περισσότερο το «σκοτεινό μίσος».
ΠΗΓΗ Hellas Special συντάκτρια Τέτη Σώλου,