Τα βράδια θα τον συναντούσες να τρώει με την τέταρτη σύζυγό του στα πολυτελέστερα εστιατόρια της πόλης, απολαμβάνοντας πάντα την αγαπημένη του γαλλική σαμπάνια.

Και μετά μαζευόταν στο σπίτι του, σε ένα ευρύχωρο τεσσάρι διαμέρισμα στην πανάκριβη λεωφόρο Park Avenue του Μανχάταν.

Κι όταν ξημέρωνε ο Θεός τη μέρα, έπαιρνε το κασελάκι και τα σύνεργά του και ξεκινούσε για τη δουλειά. Λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν πια πως τα πουκάμισά του ήταν ραμμένα στο χέρι.

Ο λόγος για τον θρύλο της Νέας Υόρκης, τον «Ξεφλουδιστή» ή κατά κόσμον Joe Ades, μια χαρακτηριστική φιγούρα των δρόμων που σύχναζε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο μπαρ του Pierre, του πιο ποζεράδικου ξενοδοχείου του Μανχάταν.

Ακόμα και για τον ανεβασμένο κόσμο του στεκιού της πλουτοκρατίας, ο κομψός κύριος ξεχώριζε με τα καλοραμμένα βρετανικά κοστουμάκια του και τις πανάκριβες γραβάτες. Ήταν τόσο συχνός θαμώνας του Café Pierre που μια εφημερίδα τον νόμισε για ιδιοκτήτη του.

Όλοι φαινόταν πάντως να απολαμβάνουν την παρέα και τις μυθιστορηματικές διηγήσεις του. Να σκεφτείτε πως έλεγε ότι ήταν πλανόδιος πωλητής! Γιατί ποιος να πιστέψει πως ο άνθρωπος που χαλούσε εκατοντάδες δολάρια τη μέρα σε πανάκριβη σαμπάνια έκανε τη δουλειά που έλεγε;

Όταν τον ρωτούσε με τι ασχολείται, ο Joe απαντούσε «πουλάω αποφλοιωτές πατάτας». Και όλοι έσκαγαν στα γέλια. Πολύ χωρατατζής ο κροίσος, μονολογούσαν. «Σοβαρά τώρα, με τι ασχολείστε;», επανέρχονταν οι πιο επίμονοι. Και τότε τους καλούσε στο μαγαζί του, σε κάποια πολυσύχναστη γωνιά της πόλης επί σειρά ετών, για να δουν με τα μάτια τους…

Ένας μικροπωλητής κομματάκι διαφορετικός

Έξω από το μοδάτο στέκι του, ο Joe έμοιαζε τελείως διαφορετικός. Με έναν αποφλοιωτή πατάτας στο χέρι, ξεφλούδισε ζαρζαβατικά με την επιδεξιότητα χειρουργού. Καμιά πολυτέλεια δεν είχαν τα πλαστικά δοχεία με τα καρότα, τα κολοκυθάκια και τις πατάτες.

Και το σόου του ήταν τόσο αχτύπητο που πλήθος κόσμου μαζευόταν για να δει τα θαυματάκια που έκανε με τον ξεφλουδιστή ανά χείρας. Τρία-τέσσερα λεπτά μετά, ποτέ αργότερα, ανακοίνωνε και την προνομιακή τιμή του μαραφετιού του, πάντα με τη χαρακτηριστική βρετανική προφορά του.

Και μετά δεν έσωνε να μαζεύει χαρτονομίσματα. Όλοι ήθελαν τη «μηχανή» του, όπως την προλόγιζε σταθερά. Φορώντας πάντα τα καλοραμμένα βρετανικά κοστουμάκια του, που τώρα βέβαια δεν έμοιαζαν ακριβά, γεμάτα καθώς ήταν με φλούδες καρότων και κολοκυθιών.

Ο Joe ήταν μικροπωλητής. Και έβγαινε κάθε μέρα του χρόνου, εκτός κι αν είχε χιόνι, σε διαφορετικά σημεία της πόλης, πουλώντας τον αποφλοιωτή του για 5 δολάρια το κομμάτι.

Ήταν καλός αποφλοιωτής, «ποτέ δεν άκουσα παράπονα, ποτέ, ποτέ», έλεγε στους «New York Times» το 2006, στα 72 του πια. Τρία χρόνια πριν αποσυρθεί. Τρία χρόνια πριν πεθάνει.

Ελβετικής κατασκευής και από ανοξείδωτο ατσάλι, ο αποφλοιωτής του έφτασε να υπάρχει στα περισσότερα νεοϋορκέζικα σπίτια. Και ο Joe ήταν ο μόνος που τον είχε. «Η εταιρία στην Ελβετία που τον φτιάχνει τον διαθέτει μόνο σε όσους έχουν την ικανότητα να τον παρουσιάζουν σωστά», έλεγε στον πάγκο του. «Και να τον παραγγέλνουν σε μεγάλες ποσότητες», δεν παρέλειπε να σημειώνει.

Ποτέ δεν ήξερες πού θα τον συναντήσεις. «Θέλω να είμαι έκπληξη», έλεγε στους «Times», «η ανία έρχεται όταν οι άνθρωποι σε περιμένουν». Υπήρχε βέβαια και ένας ακόμα λόγος, σαφώς πιο πεζός. Ο Joe δεν είχε άδεια και οι αστυνομικοί τον κυνηγούσαν συχνά.

Οι ίδιοι αστυνομικοί που όλοι τους είχαν τον αποφλοιωτή του στο σπίτι…

Ποιος ήταν ο Joe Ades

Γεννημένος στο Μάντσεστερ της Αγγλίας το 1934 από μια χήρα εβραϊκής καταγωγής με εφτά ορφανά, βγήκε στη βιοπάλη από τα 15 του, εγκαταλείποντας οριστικά το σχολείο. Παιδί για τις εξωτερικές δουλειές δούλευε σε μια εταιρία και μια μέρα, πηγαίνοντας να στείλει ένα γράμμα, είδε αυτό που θα γινόταν η δουλειά της ζωής του.

Σε κάτι ερείπια της πόλης, ένα φρέσκο ακόμα σουβενίρ από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είδε μικροπωλητές να διαλαλούν την πραμάτεια τους στην αυτοσχέδια αυτή υπαίθρια αγορά. Και είδε τον κόσμο να αγοράζει και τους πλανόδιους να τσεπώνουν καλά λεφτά.

Την επομένη στήθηκε στη λαϊκή πουλώντας κόμιξ από δεύτερα και τρίτα χέρια. Εκεί έμαθε την τέχνη του, πώς διαλαλείς την πραμάτεια σου για να έχεις αποτέλεσμα. Εκεί έμαθε όμως και κάτι άλλο: «ποτέ μην υποτιμάς ένα μικροποσό».

Όταν τον ρώτησαν οι «Times» πώς μπορείς να βγάλεις τόσα λεφτά πουλώντας κάτι τόσο φτηνό, ο Joe είχε έτοιμη την απάντηση: «Πουλώντας πολλά, έτσι μόνο». Έλεγε μάλιστα πάντα για τον πραγματικό του δάσκαλο, έναν πλανόδιο στην Πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου που πουλούσε στους τουρίστες σακουλάκια με σπόρια για να ταΐζουν τα περιστέρια. «Είχε πολυκατοικίες στην ιδιοκτησία του!».

Ήταν όμως και το γεγονός πως ως άνθρωπος ήταν ακαταμάχητος. Η τρίτη του γυναίκα, με την οποία ήταν για κάμποσα χρόνια παντρεμένος, ήταν μια Αυστραλή με διδακτορικό στη φιλοσοφία. Κοντά της έμαθε να αγαπά το διάβασμα. Και να λατρεύει τον Ντίκενς. Και να είναι πάντα ένας τζέντλεμαν, με την πλήρη έννοια του όρου.

Αλλά ήταν και πωλητής φοβερός ε! Το «ποίημα» ξεκινούσε συνήθως ως εξής: «Όταν ξεφλουδίζεις μια πατάτα, δεν έχει σημασία αν είσαι δεξιόχειρας, αριστερόχειρας ή, σαν πολιτικός, δόλιος με τα χέρια»…

Ήταν όμως βαθύπλουτος;

Δεν χρειαζόταν να σου το πει ο ίδιος. Όπως το καταμαρτυρούσαν οι θαμώνες και οι ιδιοκτήτες των καλύτερων εστιατορίων της πόλης, ο Joe εμφανιζόταν κάθε βράδυ ανελλιπώς σε κάποιο από τα 5-10 ακριβότερα στέκια της πόλης και δεν είχε ποτέ πρόβλημα να βρει τραπέζι. Ήταν ο καλύτερος πελάτης. Όπως ήταν και στο Café Pierre.

Όπου και γνώρισε την τέταρτη σύζυγό του, την Estelle. Στην οποία έκανε αμέσως μια επίδειξη της τέχνης του, στο πρώτο τους κιόλας ραντεβού, για να την πείσει ότι δεν ήταν άλλος ένας κροίσος που σύχναζε στο ξενοδοχείο, αλλά ο «Ξεφλουδιστής», όπως τον ήξεραν πια στη Νέα Υόρκη.

Παντρεύτηκαν τον Οκτώβριο του 2000 και μετακόμισαν στο πανάκριβο διαμέρισμα. Ένα δωμάτιο του οποίου φιλοξενούσε πάντα τα κιβώτια που έρχονταν μαζικά από την Ελβετία με τους αποφλοιωτές.

Κάποια στιγμή άνοιξαν το σπιτικό τους στο «Vanity Fair» για να δει ο δημοσιογράφος τις ντουλάπες του με τα πανάκριβα Chester Barrie κοστούμια των 1.000 δολαρίων που έρχονταν από το Λονδίνο, αλλά και τα πουκάμισα και τις γραβάτες της Turnbull & Asser, επίσης εισαγωγής από τη βρετανική πρωτεύουσα. Δεν φορούσε ό,τι να ναι ο Joe.

Οι δουλειές πήγαιναν βλέπετε ιδιαιτέρως καλά. Στη Νέα Υόρκη, καθώς ο Joe περιπλανήθηκε αρκετά στη ζωή του. Την πρώτη του γυναίκα την παντρεύτηκε νωρίς-νωρίς, το 1956, με την οποία έκανε 3 παιδιά και αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στην Αυστραλία για να επιβιώσουν.

Εκεί χώρισε και ξαναπαντρεύτηκε. Και τρίτο γάμο έκανε εκεί, με την καθηγήτρια φιλοσοφίας, που τον έβαλε να διαβάσει το τετράτομο «London Labour and the London Poor» του Χένρι Μέιχιου, συγχρόνου του Ντίκενς, όπου καταγράφει τους βρετανούς μικροπωλητές της βικτοριανής εποχής. Ήταν το βιβλίο που θα του άνοιγε τα μάτια.

Ο «τζέντλεμαν πλανόδιος» είχε γεννηθεί! Αφού χώρισε και πέρασε ένα διάστημα στην Ιρλανδία, μετά τα 25 χρόνια που έζησε στην Αυστραλία, πήρε την κόρη του και μετακόμισαν στον Νέο Κόσμο το 1993.

Πριν φύγει από τον κόσμο τον Φεβρουάριο του 2009, μία μέρα αφότου έμαθε ότι του χορηγήθηκε επιτέλους η πολυπόθητη αμερικανική υπηκοότητα, πρόλαβε να καταθέσει και το απαύγασμα της ζωής του: «Ποτέ μην υποτιμάς ένα μικρό ποσό που μαζεύεις με το χέρι για 60 χρόνια»!

Η κόρη του πουλά έκτοτε τους αποφλοιωτές του με τον μαγικό τρόπο του μπαμπά της…

ΠΗΓΗ

Από xiromeropress