Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΑΧΑΙΡΙΩΤΩΝ συνδέεται με την γενέτειρα του το
χωριό της Μαχαιράς με άρρηκτους, δυνατούς, ιερούς δεσμούς και καθετί που αναφέρεται σε αυτή έχει πολύ μεγάλη συναισθη-ματική αξία, είναι σαν να αποκαλύπτεται η ψυχή του, κι αυτή η ψυχή μας τρέφει και μας αναζωογονεί, θείο δώρο,
ευκαιρία για αυτό μας δίνει το βιβλίο του Αξιόλογου Μαχαιριώτη ερευνητή λαογράφου και συγγραφέα Γεράσιμου Ηρακλή Παπατρεχα «ΤΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΑ ΤΟΥ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ» που αναφέρεται και στα τοπωνύμια της Μαχαιράς.
Γνωρίζουμε ότι κάθε χωριό δεν περιορίζεται με την στενή έννοια στα όρια του οικισμού αλλά διευρύνεται, εξαπλώνεται, σε ολόκληρη την περιφέρεια του. Αυτή είναι ο ιδιαίτερος,
δικός του τόπος.
Αυτός ο τόπος χωρίζεται, διαμοιράζεται, έχει ατομικότητα.
Αποκτά ατομικότητα από τους ανθρώπους του και τις ασχολίες τους σ’αυτόν.
Ονοματίζεται.Τα διάφορα μέρη του έχουν ονόματα.
Αυτά τα ονόματα είναι ζωντανά, έχουν ιστορία, είναι ζωντανοί οργανισμοί.
Τα αγαπάνε και τα πονάνε, είναι το γύρισμα τους όπως λένε.
Και είναι χαρακτηριστικά, και μοναδικά,για κάθε χωριό .
Ετσι,το ίδιο ισχύει,και για τη Μαχαιρά:
Βρύστιανα,Ξοβούνι,Σταχτιάς,Χωραφιές,Πάλιουρας,Καμένα Παλιούρα,Δαφνιάς,Πρίκη,Βόνη,Σκορπστό,Τσελεπή,Αθάνου, Βύθισμα, Μοναστράκια,Μπαράστα,Αητοφωλιά,Λυκοδόντι, Βολιάδες,Γιανν’ του πγιάδ, Συντροπούλου, Γερομπόρια, Πλατύ,Ρούστα ,Γουρνοκάλυβα,Βρυτκό,….
Εκεί οι άνθρωποι της Μαχαιράς γύριζαν στα τόπια τους και πόρευαν τη ζωής τους. Πολλες φορές ένα σταυρός από ξύλα κάτω από μια βελανιδιά έδειχνε το δίκιο μέρος που είχαν καταλάβει στη ζωή.
Αυτή είναι η γη τους. Εκεί καλλιεργούν τα χωράφια,βόσκουν τα ζωντανά τους, πρόβατα και γίδια, εκεί μαζεύουν βελανίδι.
Εκει μέσα στο τόπους τους συναντιώνται και συναλλάσσονται.
Ανθρωπίζουν.Μια βαθειά πλατειά ενότητα πολιτείας.
Η Μαχαιρά σε όλο το μεγαλείο της αποκαλύπτεται στον τόπο της,κι αυτό το αποδεικνύουν τα τοπωνύμια της με τον μεγάλο κοινωνικό ιστορικό και συναισθηματικό φορτίο τους.
Ας μάθουμε τα ονόματα των τόπων της Μαχαιράς,τα τοπωνύμια της, και ας τα αγαπήσουμε σαν ανθρώπους,σαν τους καταδικούς μας ανθρώπους.
Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΑΧΑΙΡΙΩΤΩΝ θα νιώσει για αυτό ανείπωτη υπερηφάνεια.
Ευχαριστούμε.
ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΑ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ
Απόσπασμα από την εργασία
ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΑ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ
ΓΕΡ.ΗΡ.ΠΑΠΑΤΡΕΧΑ
Καταγράφονται τα τοπωνυμικά γιά τά χωριά:
Ι) Βλυζανά,
ΙΙ) Καραϊσκάκης και καραϊσκάκι (τ.Δραγαμέστο),
ΙΙΙ) Μαχαιράς (ή Μαχιρά, στ’ Μαχιρά),
V) Παπαδάτου (ή) (ή Παπαδάτ’, οί Παπαδάτοι, στ’ Παπαδάτ’),
V) Πρόδρομος ,
VI) Χρυσοβίτσα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Είς την άκολουθούσαν κατάταξιν,το τοπωνυμικόν έκάστου χωρίου άποτελεί ίδίαν ένότητα, τα δε τοπωνύμια κατατάσσομεν είς τέσσαρας κατηγορίας ήτοι:
ύπό στοιχείον A’ τα άγιώνυμα,
ύπό στοιχείον Β’ τα κυριώνυμα,
ύπό στοιχείον Γ’ τα διάφορα (έκ της μορφής του έδάφους, χρήσεως, κτηρίων, ίστορικών γεγονότων κλπ) και
ύπό στοιχείον Δ’ τα δυσερμήνευτα κατά την γνώμην μας και τα προφανώς ξενικής προελεύσεως.
Κατά τήν καταγραφήν και επεξεργασίαν τού ύλικού της παρούσης έργασίας, παρετηρήσαμεν τα άκόλουθα, ίσχύοντα ίσως και και δι΄άλλας έλληνικάς περιοχάς:
α) Υπάρχει πληθώρα κυριωνύμων, πράγμα φυσικόν διά μίαν κατ΄έξοχήν γεωργοκτηνοτροφικήν περιοχήν,της όποίας ή ύπαιθρος και σήμερον γέμει ποιμενικών και γεωργικών έγκαταστάσεων και παρουσιάζουσαν τήν ιδιορυθμίαν του Ξηρομέρου είς τήν διαμόρφωσιν του έδάφους. Τά άπαντώμενα όμως είς τά τοπωνύμια οίκογενειακά όνόματα, έχουν πρό πολλού χρόνου έκλείψει και σπανίως δύναται να ύπάρξη μαρτυρία περί αυτών.
Άρκετά τών όνομάτων τούτων,άπαντούν είς άλλα χωρία τής έπαρχίας άλλά και άλλων έπαρχιών.
Τό πράγμα είναι, νομίζομεν , ευεξήγητον διά περιοχήν ύποστάσαν φοβεράς αναστατώσεις, διωγμούς, λεηλασίες καί έρημώσεις τόσον κατά τήν περίοδον τής δουλείας όσον και κατά την διάρκειαν τού ίερού άγώνος.
β) Πολλά τοπωνύμια διασώζουν γνησίους τύπους τής άρχαίας μας γλώσσης και, χαρακτηριστικώς, άναφέρομεν τά άκόλουθα : Λαρνάκια (λάρνακες), Τύμπα (τύμβος), Κομμός (κόμμος), Βολιός (βολεών ) κ.ά.
γ) Λίαν συχνή, ή χρήσις άρκτικού α ώς εύφωνικού , ώς : άρπάκια, άντί ρουπάκια, απέραμα, άντί πέραμα, άχειλόβρουσκο άντι χειλόφρουσκο κλπ.
δ) Δολοφονία ή φόνος (βάρεμα, σκότωμα),γίνεται αυτομάτως το τοπωνύμιον τής περιοχής συνοδευόμενον άπό το όνομα τού θύματος΄ πρβλ. Βάρεμα Σπυραλέξη, Βαγγέλη σκότωμα κ.ά.
ε) Υπάρχουν πολλά τά ξενικής προλεύσεως ή όπωσδήποτε δυσερμήνευτα.
Διά τά πρώτα, έχομεν τήν γνώμην ότι πρόκειται περί πολιτογραφήσεως ξενικών όρων ή όνομασιών καί κυρίως με ρίζας σλαβικάς ή αλβανικάς. Λέξεις εύπροφερτοι, εύηχοι και άποδίδουσι πληρέστερων μίαν ίδιότηταν ή μορφήν τού έδάφους όρισμένης περιοχής, έγιναν και τοπωνύμια, παραμερίσασαι τάς άντιστοίχους έλληνικούς πού ήμπορεί και να μην υπήρχον διά την ειδικήν περίπτωσιν.
Ώς παράδειγμα, άναφέρομεν την λέξιν «μπαλκάνι», άνταποκρινομένηνείς ένα συνδυασμό συστάδος άγρίων δένδρων μεγάλης πυκνότητος άναμείκτων με θάμνους και ειδικής μορφής τού έδάφους ,περίπτωσιν πού δεν ήμπορεί να άποδώσει πλήρως ή λ. λόγμη άρκετά δυσπρόφερτος άλλωστε. Το ίδιο ή λ. λουμάκι, σημαίνουσα τον άπολύτως εύθενή κορμό δένδρου και πολλάι άλλαι.
ΜΑΧΑΙΡΑΣ (ή Μαχιρά, στ’ Μαχιρά)*
*(Λίαν συνήθης είς Ξηρόμερον ,ή τροπή είς θηλυκά τοπωνυμίων αρσ.και ουδ. γένους. πρβλ. ή Μαχαλά, αντί ο Μαχαλάς, ή Μπαμπίνη αντί το Μπαμπίνι,ή Τρύφου , ή Παπαδάτου κ.ά)
Χωρίον του κεντρικού Ξηρομέρου, επί τής δημοσίας όδού Αστακού-Αγρινίου.
Αί πρώται οίκίαι, άποτελούσασαι και τόν αρχικόν πυρήνα του χωρίου, έκτίστθησαν επί χθαμαλού λοφίσκου. Βαθμηδόν, ο οίκισμός έπεξετάθη είς τόν άπέναντι έτερον λοφίσκον και είς τούς πρόποδας τού πρός Δ. ύψώματος. Κατά την έπιχώριον παράδοσιν, το όνομα προήλθεν έκ τινος μαχαιροποιού και ντουφεξή, όστις είχε το έργαστήριον του έγκατεστημένον ένταύθα πρό της ίδρύσεως του οίκισμού.
Τό παλαιό χωρίον εύρίσκεται όλίγον ΒΔ καί άνάντη τού σημερινού είς τάς θέσεις Κυράς άμυγδαλιές καί Αγ. Χριστόφορος, όπου σήμερον νεκροταφείον.
Περί τής καταστροφής τού παλαιού τούτου χωρίου, ούδέν στοιχείον υπάρχει πλήν τού παραδοσιακώς άναφερομένου ότι,
“τότε πού χαλάστηκε τό χωριό, πολλοί πήγαν στήν Ζάκυνθο.”
Ο Άγγλος συνταγματάρχης Λήκ (Leeke) όδεύων προς Μπαμπίνην
καί σταυθμεύσας έπ’ όλίγον ένταύθα, διαπίστωσεν έκ των έρειπίων ότι, “πρέπει να ήτο άρκετά μεγάλο χωρίον πρό τής καταστροφής του”.
Ούδέν όμως καί ούτος άναφέρει περί τού χρόνου ,τών αίτίων ή τών καταστροφέων.
Έν πάση περιπτώσει, ή καταστροφή έπήλθε πρό τού 1800 διότι ο Πουκεβίλ είς τα στοιχεία του 1802, άναφέρει τήν ύπαρξιν μόνο έπτά οίκογενειών.
Ώς ενδεικτικόν τού διασκορπισμού τών κατοίκων πρός τάς νήσους, άναφέρομεν τήν ύπαρξιν τού οίκογενειακού Μαχαιριώτης είς Κύθηρα.
Έκ τών τοπωνυμιών, Τούρκα, Τουρκόστανη, Τουρκομνήματα, Μέρ’ άλώνι (Όμέρ), συνάγεται ότι, κατώκουν ένταύθα τουρκικαί οικογένειαι καί πιθανόν, ή σφαγή τούτων κατά τά Όρλωφικά ή καί ύπό τών κλεφτών μετά τήν είς θέσεις Ρόγγια – Αλωνάκι συμπλοκήν τού Δράκου Γρίβα ( πατρός τού Θεοδωράκη Γρίβα) μετά δερβεναγάδων, να ώδήγησεν είς τήν καταστροφήν τού χωρίου.**
** (Τήν συμπλοκήν άπαθανατίζει τό κατωτέρω δημοτικόν ,
άδόμενον καί σήμερον:
<< Τ' είν' τό κακό πού γένεται καί ταραχή μεγάλη στά Ρόγγια στά Παλιόρογγα στή ράχη στ΄ Άλωνάκι? Μήνα γουβάλια σφάζονται, μήνα άητοί παλεύουν? Μαηδέ γουβάλια σφάζονται, μαηδέ άητοί παλεύουν ό Δράκο-Γρίβας πολεμάει με τρείς ντερβεναγάδες πέφτουν τά βόλια σάν βροχή κι οί μπάλλες σάν χαλάζι>>.
Α’ Άγιώνυμα.
Βλάσιος Άγ. : ( oύ ‘Αϊ-Βλάσης, στού ‘Αϊ – Βλάσ’ ).
Γεώργιος ‘Αγ. :
Δημήτριος ‘Αγ. :
‘Ηλίας ‘Αγ. :
Νικόλαος ‘Αγ. :
Παναγία : ( ή Παναϊά, σ’ Μπαναϊά ).
Παρασκευή ‘Αγ. :
Χριστόφορος ‘Αγ. : (ού ‘Αϊ – Κστόφουρους ). Ναίδριον όψίμου Βυζαντινής έποχής, άνοικοδομηθέν μερικώς κατά την μεταβυζαντινήν περίοδον, ένοριακός ναός του παλαιού καί πολυούχος του σημερινού χωρίου.
Β’ Κυριώνυμα.
‘Απαντα σχεδόν τα κυριώνυμα, αναφέρονται είς τούς αγρούς’ διά τάς όλίγας έξεραίσεις, γίνεται ίδιατέρα περιγραφή.
Άθάνω (ή) : (ή Άθάνου, σ΄ν Άθάνου ). Συνήθης τύπος τού ονόματος Άθανασία (όρα καί Μπούτουρα, τα Νεοελληνικά κύρια όνόματα, έν λ. )
Άντριτσάδες (οί ) : ( οί Άντριτσάδις )
Άράπω (ή) : (ή Άράπου ). Φρέαρ καί ή περί αυτό περιοχή, είς τάς παρυφάς τού
χωρίου. Δέν διασώζεται παράδοσις σχετική με την περίεργον όνομασίαν τού φρέατος. Ή λέξις άράπω, άπαντά συχνάκις ώς παρωνύμιον της πολύ μελαψής γυναικός. Ύποθέτομεν, μήπως μητέρες έπλασαν τόν μύθο της Άράπως πρός εκφοβισμόν των παίδων διά νά μή πλησιάζουν είς το άκάλυπτον φρέαρ ή , ότι δέμενεν εκεί πλησίον γυνή μέ τό παρωνύμιον τούτο.
Βλάχου χωράφι : ( στ’ Βλάχ’ τού χουράφ’ ).
Γιάννου πηγάδι : ( στ’ Γιάνν’ τού π΄γιάδ΄ ). Ή περί τό όμώνυμον φρέαρ άγροτική περιοχή.
Κατσικογιάννη : ( στ΄ Κατσ΄κουιάνν (η).
Καψοδήμα ( στού ) : ( στ΄ Καψουδήμα ). (Έκ τού επιθέτου καψερός, σημαίνοντος τον κακομοίρην, τον φουκαράν)
Κοκκοτσέλου : ( στ΄ Κουκουτσέλ’ ).
Κοσαράκη : ( στ΄ Κουσαράκ (η).
Κουτσομίλιου : ( στ΄ Κουτσομίλ (ιου). Μίλιος= ύποκορ. του Μιχαήλ.
Κυράς αμυγδαλιές : ( τ΄ς Κυράς τ΄ς αμυγδαλιές ). Τοποθεσία παρά τά ερείπια τού παλαιού οίκισμού ,όπου προφανώς , το άρχοντικόν καί ό άμυγδαλεών τής “κυράς” διά την όποίαν ή λαική φαντασία, έδημιούργησε θρύλους κρυμμένων θησαυρών, χρυσής κούνιας κλπ.
Λάμπρου : (στ΄ Λάμπρ’)’ προκειμένου περί όνομαστικής , ή Λάμπρ΄.
Μαντηλά : (στ΄ Μαντ΄λά ).
Μαυρουγιαννού : ( στ΄ Μαυρουγιαννού ).
Μέρ΄ άλώνι : στ΄ Μέρ’ τ’ άλώνι ( Όμέρ άλώνι).
Μηνά όρδί : ( στού γουρδί τού Μ΄νά ). Ή τοποθεσία όπου ο Μηνάς ” έριχνε όρδί ” . γορδί=θερινή έξοχική έγκατάστασις πλησίον τών αγροτικών άσχολιών .
Μουρκοπούλου : ( στ΄ Μουρκουπούλ΄). Ή πέριξ παλαιοτάτου φρέατος περιοχή καλλιέργουμένων άγρών καί άμπελώνων οί όποίοι , παρήγον όνομαστόν οίνον ( πρβλ. “κρασί άπ΄ τ΄΄Μουρκουπούλ΄ “.
Μπακονάσιου : ( στ΄ Μπακονάσ (ου).
Μπαρμπαντρία : ( Μπάρμπ Άνδρέα ).
Μπέτση : ( στ΄ Μπέτσ΄ ). Τό οίκογενειακόν τούτο διασώζεται είς γειτονικήν κοινότητα.
Ξειδάς : ( ού Ξ΄δάς , στού Γξ΄δά ).
Σίμου : ( ή Σμ΄ στ΄ Σίμ΄).
Συντροπούλου : ( ή Συντρουπούλ΄).
Τούρκα : ( ή ) ( σ΄ν Τούρκα ) ( Τούρκα =ή Τουρκάλα ).
Γ’ Διάφορα
Άλυκή : ( ή ) προφ. ή Άλ(υ)κή. Άγρός, λακκωτός ,πλημμυρίζων άπό τά ύδατα των ύετών κατά τόν χειμώνα και,όμοιάζων τότε προς άλυκήν.
Άλωνάκι : ( στ΄ Άλουνάκ (ι). Πλάτωμα έπί τής κορυφής λόφου έντός πυκνού δάσους βαλανιδεών και όμοιάζον προς άλώνιον. Ένταύθα έλαβεν χώραν ή περιώνυμος συμπλοκή περί ής έγένετο προηγουμένους λόγος.
Άσφεκερό : (τό) : ( τ΄Άσφακιρό ). (Κατά τό άμμουδερό ,λασπέρό. κλπ.) . Τοποθεσία ένθα άφθονεί ό θάμνος άσφάκα ( φλομίς ή άνθώδης ).
Άφκος : ( και Αύκος ) . Μικρά ύπήνεμος και προσήλιος περιοχή, όπου φύεται έν άφθονία το όμώνυμον φυτόν κοιν. Άγριομπίζελο.
Βαλόγρεκα (τά ) : ( τά Βαλόγρικα ). Υπήνεμος τοποθεσία, όπου έμαντρίζοντο (γρέκιαζαν ) βουβάλια είς παλαιάν έποχήν (βουβαλόγρεκα – β΄βαλόγρεκα- βαλόγρεκα και βουβάλια – γβάλια –βάλια ).
Βλησίδι (τό) : ( στού Βλησίδ΄). Μικρός, γονιμότατος, βαρικός άγρός (βλησίδι= ό άρραβών, το προικίον ).
Βλύζι (τό) : ( τού Βλύζ΄). Άγρός έντός τού όποίου ύπήρχε παλαιότερον και μικρόν φρέαρ, κατά δε την περίοδον τού χειμώνος άναβλύζει έλάχιστον ύδωρ είς ώρισμένα μέρη « κινάει (ί)δρωτσούλι » κατά την έπιχώριον έκφρασιν.
Βοϊδοπήγαδο (τού Βουϊδουπήγαδου). Το πηγάδι, το προόριζόμενον παλαιότερον,διά το πότισμα τού βουκολιού.
Βρετικό (το ) : (τού Βριτ΄κό). Κοινοτικόν φρέαρ και ή πέριξ αύτού περιοχή (βρετικό = τά εύρετρα άλλά το εύρεθέν ).
Βρωμόβρυση (ή) : ( ή Βρουμόβρυσ΄). Κοινοτικόν φρέαρ καί άγροτική περιοχή. Ίσως πρίν τής άνορύξεως τού φρέατος ύπήρχεν είς τήν θέσιν του μικρά πηγή «βρ΄σούλα», τής όποίας τό ύδωρ ήτο τόσον όλίγον ώστε εύκόλως έβρώμιζεν.
Γορδιά (τά) : πρφ. στα Γουρδιά. Τοποθεσία με άγρούς και πολλά βαλανιδόδενδρα ένθα πολλαί οίκογένειαι έγκαθίσταντο (έριχναν όρδί) κατά το θέρος, διά τήν συλλογήν τού βαλανιδίου.
Δαφνιάς (ό) : Τόπος όπου άφθονεί ή δάφνη.
Δρυμόνια (τά) : Δασώδης περιοχή, δρυμός.
Κάμπος (ό) : Εύφημισμός μικράς έπιπέδου έκτάσεως με γαιώδες έδαφος ένώ ό πέριξ χώρος είναι βραχώδης και πλήρης άγρίων θάμνων.
Κατρίλας : Κοινοτικόν φρέαρ, είς την Α. παρυφήν τού χωρίου τού όποίου ή όνομασία , ή τόσον σκωπτική, όφείλεται μάλλον είς το ότι άναβλύζει έλάχιστον ύδωρ ώσαν κατούρημα. (ή λ. σημαίνει αύτόν πού κατουριέται καί μτφ. Τον φοβιτσιάρην ).
Κοκκινοχώραφα (τά) : Χωράφια τών όποίων το έδαφος συνίσταται έξ έρυθρωπής άργίλου.
Κουτσπερό (το) : Τόπος ένθα άφθονεί το δένδρον άγρία κουτσουπιά (κερκίς ή καρατοειδής).
Λακκώματα (τά) : Μικρά ύψίπεδα, είς διαφορετικά έπίπεδα, (λάκκες)
Λημέρι (το) : Θέσις έπί ήλιβάτου ύψώματος έκ τής όποίας είναι εύκολος ή κατόπτευσις των πέριξ.
Μακροποδιά (ή) : Στενόμακρος έπικλινής άγρός,όμοιος προς μακράν ποδιάν.τόν το άπέραντον βαλανιδοδάσος τού κεντρικού Ξηρομέρου, ήδη όμως περιορίζεται είς τοποθεσίν παρά τα όρια των κοινοτήτων Μαχαιράς-Χρυσοβίτσης.
Νησί (τό) και τά Ν (η)σιά : Νησίδια, σχηματισθέντα μεταξύ τών διακλαδώσεων τού χειμάρου Γερομπόρου, έδωσαν την όνομασίαν είς μικράν περιοχή με καλλιεργούμενους άγρούς.
Παλιάμπελα (τά) : Άγροτική περιοχή όπου κατά τήν παράδοσιν, οί άμπελώνες τού παλαιού χωρίου.
Πάλιουρας (ό) : Περιοχή μέ άγρούς καί πολλά βαλανιδόδενδρα (πάλιουρας = τό μεγάλο παλιούρι).
Παλιούρια καμμένα : ‘Εκτεταμένη περιοχή μέ γονίμους γαίας καί όπου άφθονεί ό θάμνος πάλιουρος ό άκανθώδης.
Παλιοχώρι (το) : (τού Παλιουχώρ΄). ‘Ερείπια οίκισμού βυζαντινής έποχής έπί βραχώδους πλαγιάς είς περιοχήν Βρίστιανα. Συχνάκις άνευρίσκονται νομίσματα καί όστρακα βυζαντινών πιάτων ( υπάρχει καί μολυβδόβουλλον είς χείρας τού γράφοντος ).
Παράστα (ή) : Θέσις ύπήνεμος όπου έμαντρίζοντο άγελάδια, άλλως και γελαδοπαράστα.
Πηλό (τό) : (τού Μπλό). Γαιόλοφος καί μικρά περιοχή μέ άργιλλώδες έδαφος.
Πηλωρές (οί) : (οί Πηλουρές = πηλός –όρύσσω?). Περιοχή μέ κοιτάσματα λευκής άργίλου (ασπροπήλι) όμοιαζούσης πρός καολίνην καί μέ τήν όποίαν οί κάτοικοι τού χωρίου κατασκευάζουν φούρνους καλουμένους «πήλινους».
Πλατή (ή) : (σ΄Μπλατή). Μικρόν βαθύπεδον τού όποίου το κέντρον, έκτάσεως άρκετών στρεμμάτων, πληρούται ύδάτων κατά τόν χειμώνα.
Πόντικας (ό) : ( ού Πόντ΄κας, στού Μπόντ΄κα ). Μικρόν παμπάλαιον φρέαρ είς τήν περιοχήν Βρίστιανα.
Ρίζα (ή) : ‘Η είς τά ριζώματα τού βουνού Χρυσοβούνι περιοχή.προέλευσιν έκ τού προικίζω,προικίον, χωρίς νά άποκλείωμεν καί τήν περίπτωσιν κυριωνύμου).
Ρόγγια (τά) : Μικροί είς έκτασιν άγροί έντος δασώδους περιοχής. (’Εκ τού ρ. ρογγιάζω καί ρογγίζω = δημιουργώ άγρόν δι’ άποψιλώσεως καί έκχερσώσεως ).
Σέλλα (ή) : ΄Ύψωμα, άποτελούν τρόπον τινά πρόσβασιν τής κορυφής Βίτσι (όρα Βλυζανά) καί όμοιάζον προς σέλλαν.
Σκαλτσουρή (ή) : Άγροτεμάχιον πολύ στενόν καί μακρύ, όμοιον προς σκάλτσαν ( πρβλ. καί, μιά σκάλτσα χωράφι = άσήμαντος στενή λουρίδα γής ).
Σταχτιάς (ό) : Άγροτική περιοχή, ής τό έδαφος συνίσταται έξ άργίλου χρώματος τεφρού.
Τουρκόστανη : Περιοχή μέ καλλιεργούμενα χωράφια καί άραιόν βαλανιδοδάσος. Ή παράδοσις ούδέν διέσωσε μέχρις ήμών.
Τουρκομνήματα (τά) : Τοποθεσία, κατά τήν πρός Β. έξοδον τού χωρίου, οίκισμένη σήμερον. Παράδοσις σχετική δέν διασώζεται,έχει όμως προφανή σχέσιν μέ τά περί τού χωρίου προεκτεθέντα.Πάντως δέν έχει άνευρεθή μνήμα ή έπιτύμβιος στήλη.
Φαλαγγούλες (οί) : Φαραγγώδης δασωμένη περιοχή και όλίγα χωράφια νεοεκχερσωμένα ( πρβλ. καί Φαλαγγιάς άλλαχού).
Χαλικερή : Άγρός μέ άφθονον λευκήν λευκήν πέτραν, χαλικερός
Χαλίκι : Όμοίως ώς άνω.
Χρυσοβούνι (τό) : (τού Κ’σουβούν(ι). Κωνοειδές βουνόν κατά τά ΝΔ. τού χωρίου. ‘Η προέλευσις τής ονομασίας ,δέον ν΄άποδοθή είς τήν περίεργον ίδιότητα ώρισμένου χόρτου, φυόμενου ένταύθα νά χρυσίζη τούς όδόντας τών προβάτων καί τών αίγών,δέ περιπτώσεις, νά νομίζη τις ότι έχουν έπιχρυσωθή. Φαίνεται όμως, ότι, τό χόρτον τούτο σπανίζει διότι, δέν παρατηρείται συχνάκις τό φαινόμενον ούτε είς όλα τά ζώα τού ποιμνίου. (Πάντως, μετά πάροδον όλίγων έβδομάδων, τό έπιχρύσωμα αύτό έξαλείφεται έστω καί έάν φυλάσσεται καλώς ή σαγών).
Δ΄ Δυσερμήνευτα καί ξενικής προελεύσεως
Βόϊν (ή) : ( στ΄Βόϊν). Πρόκειται περί χθαμαλού ύψώματος μέ πολλά βαλανιδόδενδρα καί άλλα άγρια δένδρα καί όλίγον καλλιεργήσιμον τόπον. (’Από τόν τρόπον τής προφοράς συνάγεται ότι έχει κατάληξιν –ου, όπερ δέν άποκλείει τήν περίπτωσιν κυριωνύμου ).
Βρίστιανα (τά) : ‘Υψίπεδον έκτάσεως ύπερχιλίων σρεμμάτων, μέ
γονίμους γαίας, έρείπια βυζαντινού οίκισμού (Παλαιοχώρι) καί ναίσκους τής ίδίας ή μεταγενεστέρας έποχής. Σώζονται έπίσης τμήματα τής λιθοστρώτου όδού (καλντερίμι) τής άγούσης είς τόν οίκισμόν. Εκτός τών φρεάτων, ύπήρχε καί μεγάλη δεξαμενή έπιχωθείσα ήδη κατά το μεγαλύτερο μέρος, διά τήν όποίαν ή παράδοσις, διασώζει ότι ό κατερχόμενος είς τόν πυθμένα της, έβλεπε μόνον τήν κορυφήν τού ύπερκείμενου όρους Βίτσι.
(Σημειούμεν ένταύθα,τά καί είς Ξηρόμερον συχνάκις άπαντώμενα τοπωνυμικά είς –να, Βρίστιανα, Ροδινά, Πιστιανά, Σουρουντινά, τά όποία, κατά Ά μ α ν τ ο ν, έρμηνεύονται άπό τά άντίστοιχα οίκογενειακά : ‘Ελληνικά, 6 (1933), σελ.26).
Γρούζο (το) : (στού Γρούζου ). Μικρά περιοχή μέ άγρούς καί άραιόν δάσος, όμοιάζουσα προς στενήν κοιλάδα καί διασχιζομένη ύπό τής κοίτης του Γερομπόρου.
Ληγούστα (ή) : ( ή Λ(η)γούστα). Βάραθρον, μέ στόμιον όμοιον προς κρατήρα «άπατον» κατά τήν λαϊκήν δοξασίαν καί διά τό όποίον θρυλείται ότι «στά παλιά τά χρόνια, έρριξαν μέσα μιά σαρμανίτσα (λίκνον) μ΄έναν πετεινό καί βγήκαν στόν Άχελώο».
Ροτζέρι (ή Ρουτζέρι ; ) : ( τού Ρ΄τζέρ΄). (Αν τό όρθόν ήτο Ρετζέρι, έπρόφεραν Ριτζέρ΄). Περιοχή λοφώδης, μέ καλλιεργήσιμους πετρώδεις άγρούς καί άραιόν βαλανιδοδάσος.
Ρούστα (ή) : ‘Ελος έκτάσεως τριάκοντα περίπου στρεμμάτων καί ή περί αυτό περιοχή,διαμοιραζόμενα μεταξύ τών κοινοτήτων Μαχαιρά καί Προδρόμου. Ύπήρχε καί όμώνυμος οίκισμός είς μικράν άπόστασιν, τού όποίου οί κάτοικοι, μετώκησαν είς Πρόδρομον μετά την άπελευθέρωσιν.

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *