KARNABAS
Ο Τάκης Καρναβάς, ο μπάρμπα-Τάκης για τους Ξηρομερίτες, ήταν ένα μοναδικός παραδοσιακός τραγουδιστής. Ένας τραγουδιστής που γεννήθηκε για να τραγουδάει στο σανίδι, στα πανηγύρια. Από μικρός άφησε την πατρίδα του την Κανδήλα Ξηρομέρου και γύρισε σχεδόν όλα τα πανηγύρια της Ελλάδας. Συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους κλαρινίστες, όπως ο Σαλέας, ο Σούκας, ο Κοκκώνης κ.ά.
Τα πανηγύρια στα οποία τραγουδούσε άφησαν εποχή. Αν έβλεπε δε μερακλήδες να χορεύουν τότε έδινε τον καλύτερό του εαυτό. Μεθούσε και ο ίδιος από τις νότες του κλαρίνου και της λεβεντιάς.
Οι δίσκοι του, τα μικρά σαρανταπεντάρια, έγιναν ανάρπαστοι. Τα τραγούδια του ακούγονταν από το ραδιοφωνικό σταθμό και έπαιζαν σε όλα τα ηλεκτρόφωνα. Δεν υπήρχε, ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρξει, δημοτικό γλέντι που να μην ακούγεται η μελωδική και παραπονιάρα καθάρια φωνή του. Ιδιαίτερη αγάπη, εκτός από την πατρίδα του το Ξηρόμερο, τρέφει για αυτόν η περιοχή της Ηπείρου, κυρίως της Άρτας και Πρέβεζας. Η καθάρια φωνή του διαλαλούσε σε πανηγύρια στις ψηλές κορυφές της Πίνδου, της Γκιώνας, του Ολύμπου κ.ά.: «Π’ ανάθεμά σας βάσανα…»
TAKIS2
Από το Ξηρόμερο μέχρι τη Θεσσαλία και από την Ήπειρο, τη Μακεδονία μέχρι και τις νότιες ακτές της Πελοποννήσου η φωνή του θα τραγουδά τις χαρές και με τα μοιρολόγια του τις πίκρες του λαού μας.
Μια ζωή στο σανίδι. Tραγούδι , με ζέστη και με κρύο, με βροχή και χαλάζι. Ο Καρναβάς δεν άφησε ποτέ το σανίδι. Στα τελευταία είχε συντροφιά τον καημό του.
Αγαπήθηκε όσο λίγοι, όμως η μοίρα του έπαιξε τραγικό παιχνίδι. Τα τελευταία χρόνια τον καθήλωσε στο καροτσάκι. Ευτυχώς είχε τη γριά μάνα του και φίλους που ακόμα τον αγαπούσαν. Είναι σκληρή η μοίρα στους ξεχωριστούς!
Πέρασαν δεκατέσσερα χρόνια από τότε που η αγνή ψυχή του Τάκη Καρναβά πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά στους αιθέρες της ελευθερίας, μακριά και πέρα από την επίγεια ανθρώπινη συμβατότητα, όπου αδέσμευτος πλέον με την κρυστάλλινη και καθάρια φωνή του συνοδεύει με την κιθάρα του το παράπονο των νεκρών:
«Καλά τo ‘χουνε τα βουνά, καλόμοιρ’ ειν’ οι κάμποι,
που Χάρο δεν παντέχουνε, Χάρο δεν καρτερούνε,
το καλοκαίρι πρόβατα και το χειμώνα χιόνια».
Από τότε δηλαδή που ο Χάρος συνδιαλέχτηκε με τον Καρναβά και έκανε πώς εισακούει το αίτημά του:
Στον Άδη θα κατέβω και στον Παράδεισο,
το Χάρο να ανταμώσω, δυο λόγια να του πω.
Χάρε για χάρισέ μου σαϊτες κοφτερές,
να πάω να σαϊτέψω δυο τρεις μελαχρινές.
Και με μπαμπεσιά τον πήρε μαζί του, για να πετύχει τη θεϊκή μουσική τέρψη του.
Στα δεκατέσσερα αυτά χρόνια εμπεδώσαμε για τα καλά τη λαϊκή ρήση πως «κι όσοι αγαπιούνται και νεκροί, ποτέ τους δεν πεθαίνουν». Αγάπησε και αγαπήθηκε, άρα ΕΖΗΣΕ αληθινά και εγώ θα έλεγα ότι πέρα από τις όποιες μεταφυσικές μας αγωνίες ή και τις όποιες ακαταλαβίστικες φιλοσοφικές θεωρήσεις, δίδαξε με το τραγούδι του το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Τούτης η γης, κυρά Γιώργαινα,
τούτης η γης που την πατούμε,
όλοι μέσα θε να μπούμε.
Τούτη η γης με τα λιθάρια,
τρώει νιους και παλικάρια.
Ο αείμνηστος Τάκης Καρναβάς αποτελεί πλέον μεγάλο κεφάλαιο για τη δημοτική μουσική μας παράδοση, για την Ελλάδα και όχι μόνο για την Αιτωλοακαρνανία, όπως λανθασμένα μερικοί περιορίζουν το μουσικό εκτόπισμά του. Απόδειξη πως όλοι μας, πέρα από τα όποια προβλήματα, γνωρίζουμε και συνεχίζουμε να γλεντάμε, να τραγουδάμε «έχοντας στο πλευρό μας» τον Τάκη Καρναβά, τον μεγάλο αυτό δημοτικό μας βάρδο. Γι’ αυτό μέρες που είναι, – και συθέμελα κουνιέται, συμπανηγυρίζει η Ελλάδα- συλλογίζομαι πως μάλλον λάθος θα έκανε η δημοτική μούσα, όταν γνωμάτευσε ότι στον κάτω κόσμο
«βιολιά δεν παίζουνε, παιχνίδια δε βαρούνε
και συμπολλοί δεν κάθουνται να γλυκοτραγουδήσουν».

Δεν αφήνουν ανεκμετάλλευτη τη φωνή του Τάκη Καρναβά.
Και πιστεύω πως εκεί στον Κάτω Κόσμο ο Βασίλης Σαλέας, ο Βασίλης Σούκας, ο Γιάννης Βασιλόπουλος, ο Βαγγέλης Κοκκώνης και τόσοι άλλοι που «αποδήμησαν εις Κύριον», αλλά χρόνια πολλά μας νανούρισαν, μας μεγάλωσαν, μας κέρασαν τη μουσική τους, και μας γλέντησαν με τα υπέροχα μουσικά ακούσματα μπορούσαν να στήσουν την κομπανία τους και εκεί να «φεγγοβολήσει» η διαμαντένια φωνή του μπάρμπα Τάκη, με το μοιρολόγι του:
«Καλότυχοι, καλόμοιροι εσείς τ’ απάνου κόσμου,
που περιμένετε άνοιξη, το ‘μορφο καλοκαίρι
που περιμένετε Λαμπρή, στην εκκλησιά να πάτε,
να δείτε νιους που χαίρονται και νιες που καμαρώνουν…»
Και αυτή την κομπανία να τη δούμε στα γιορτάσια, να έρχεται να παίζει στη χαρά της γιορτής, να στήνουν χοροστάσι, να το λαλούν μέχρι το πρωί, να καταλαγιάζει η ψυχούλα τους, να ηρεμούν∙ κι όμορφοι πια, ανανεωμένοι και δυνατοί, να «τραβούν την ανηφόρα» τους, ψάχνοντας να βρουν τον πνευματικό για μια εξομολόγηση, περπατώντας σαράντα και πλέον μέρες, καθώς παραδεχόταν τραγουδιστά στην Πανώρια του, με τη σμαραγδένια του φωνή.
Σαράντα μέρες Πανώρια μου, σαράντα μέρες περπατώ,
να βρω παπά πνευματικό. Κι απάνω στις σαράντα δυο
βρίσκω παπά πνευματικό.
Παπά μου ξεμολόγα με, τα κρίματα συγχώρα μου.
Να ξανατραγουδήσει την ξενιτιά, τη φτώχεια, τον πόνο, την ορφάνια, την αγροτιά, τη βουκολική ζωή, την αγάπη, τον έρωτα.
Να ξανατραγουδήσει για τους φτωχούς, τους ξενιτεμένους, να παρηγορήσει πολλές ψυχές και να διατυπώσει την αδυναμία του να παρακολουθήσει τα τσαλιμάκια και τα λικνίσματα της παραπονιάρας καρδιάς.
Τι να της κάνεις της καρδιάς που ‘ναι παραπονιάρα
πότε με κάνει και γελώ πότε αναστενάζω
κι άλλες φορές μωρέ παιδιά μανούλα μου φωνάζω.
Εκεί, σ’ αυτή την πολυάριθμη μεταθανάτια κομπανία να συναιρείται η χαρά του γάμου με τη λύπη του αποχωρισμού, έτσι ακριβώς όπως το βίωσα, εκεί δηλαδή που με «έστειλε» η φωνή του θείου Τάκη, όταν τον πρωτοάκουσα, παιδάκι αμούστακο, σε γάμο στα Τζουμέρκα. Κι από τότε σαράντα τόσα χρόνια βαράνε για τα καλά στα αυτιά μου τα λαλούτα και με νανουρίζει η Δωρική φωνή του.
«Έβγα κυρά και πεθερά
Για να δεχτείς την πέρδικα.
Για ιδέστε την πώς περπατεί,
Σαν Άγγελος με το σπαθί.
Για ιδέστε την, για ιδέστε την,
Με το φεγγάρι πέστε την».
Και κει να αρχίζει το «δράμα» της αναχώρησης της νύφης, όπως ακριβώς αυτός ήξερε να το τραγουδάει:
«Αφήνω γεια πατέρα μου,
και στο καλό παιδάκι μ’,
αφήνω γεια, μανούλα μου
και στο καλό παιδάκι μ’
αφήνω γεια αδελφάκια μου
και στο καλό αδελφούλα
αφήνω γεια στη γειτονιά
και στο καλό γειτόν’σσα».
Και στην πλατεία του χωριού του στην Κανδήλα, και διασταλτικά, σ’ όλα τα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας και της Ηπείρου, να οργάνωναν μουσικά το πανηγύρι τονίζοντας τη συνέχεια… «τέτοιαν ώρα ήταν εψές, τέτοια και παραπροψές», και να το λάλαγαν μέχρι το πρωί, τριήμερο πανηγύρι. Να αχολογάν οι ρεματιές με την Καραγκούνα, την Ιτιά, τον Σελήμπεη και τη Γενοβέφα. Και αβέρτα οι φούρλες από τα παλικάρια μας… Κι όλους να τους καθοδηγεί στο χορό η φωνή του Τάκη Καρναβά.
Και ‘κει με το παίξιμο των μουσικών από τη μεταθανάτια κομπανία και το χορό των ξεψυχισμένων μερακλήδων θα αποτυπώνονταν το αυθόρμητο, η απλότητα, η ειλικρίνεια, η ζωηρότητα και το ανεπιτήδευτο της χορευτικής κίνησης…, αλλά και της ελληνικής ψυχής.
Εκεί, όπου οι ζωντανοί θα ενθυλάκωναν τη μαγική έκφραση και συγκίνηση. Ατέλειωτη συγκίνηση, συνοδευόμενη από την ερωτική εξομολόγηση:
Μαράθηκε η κιτρολεμονιά, μαράθηκε το χειλάκι μου,
όσο να σε αγαπήσω και να σε αποκτήσω.
Και τώρα που σ’ αγάπησα, αχ,
μού λένε να σ’ αφήσω και να σε απαρατήσω.
Παίρνω τα όρη σκούζοντας, αχ,
και τα βουνά ρωτώντας, το θεό παρακαλώντας……
Και οι ζωντανοί δειλά δειλά συμμετέχοντας να απαντούν στον Καρναβά:
Σε ξένο χώμα περπατάς και έχω βαρύ μαράζι,
με το όνομά σου ξενυχτώ κι εσένα δε σε νοιάζει.
Μού τόγραψαν οι φίλοι μου πως δε ρωτάς για μένα
με ξέχασες στην ξενιτιά και γω ρωτώ για σένα.
Πώς να αντέξω τον καημό με τον βαρύ τον πόνο
να βρίσκεσαι στη ξενιτιά και εγώ κρυφά να λιώνω.
Κι ακόμα οι ζωντανοί από κοντά να ευχαριστούν όλους αυτούς που με τη μουσική τους, μάς γλέντησαν και αποτύπωσαν τα πιο ακριβά συστατικά τούτης της ζύμωσης, της βουκολικής ζωής, στήνοντας το θυμητάρι τους. Μνήμη ιερή που καίει σαν «άσβεστη βάτος».
Και να τραγουδούν απαρηγόρητα:
Γλυκά λαλούνε τα πουλιά, γλυκά λαλούν τα αηδόνια,
τώρα που ήρθε η Άνοιξη και λιώσανε τα χιόνια,
κι εγώ ο δόλιος τραγουδώ τραγούδια πονεμένα.
Και ο μπάρμπα Τάκης να απαντά:
«Να ξεκουράζετε τον άνθρωπο ζωντανό
Και να μην τον κλαίτε αποθαμένο».
Κι όλοι μας, ας κάνουμε το μνημόσυνο. Όχι μνημόσυνο – εκτόνωση. Μνημόσυνο αληθινό που θα μετατραπεί σε ερωτική πράξη, μια τελετουργία, μια θρησκευτική επαφή, επίπονη κι ασταμάτητη προσπάθεια ανίχνευσης κι αποκάλυψης, μνήμης και προφητείας, αλλά και εξομολόγησης:
Εδώ σε τούτο, μαυρομάτα μου, εδώ σε τούτο το χωριό
μια μαυρομάτα αγαπώ. Όταν στη βρύση κατεβαίνει
γέρους και νέους τους μαραίνει.
Εδώ στη βρύση καρτερώ, μα ντρέπομαι να της το πω.
Και σ’ αυτή τη μαγική σκηνή με συμπανηγυριώτες όλους, και μάγους τους μουσικούς μας που χρόνια κράτησαν – έσωσαν την παράδοση και μας σέρβιραν τη μουσική τους, φωτίζοντας κάθε κρυφή κι αθέατη γωνιά της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής πανδαισίας.
Κι όλα αυτά όχι για να διασκεδάσουμε την αμηχανία μας, τις δυσκολίες μας, την οικογενειακή μας πλήξη ή την όποια απογοήτευσή μας. Σ’ αυτή τη μαγική στιγμή θα δώσουμε απάντηση στην πεζή και καθόλα προβληματική καθημερινότητά μας και εκστασιαζόμενοι θα πετύχουμε το λυτρωμό, θα νιώσουμε τις ρίζες μας, θα αγκαλιαστούμε σε μια συνέχεια και θα τραγουδήσουμε μαζί με τον Τάκη Καρναβά:
Μάνα μ’ στο περιβόλι μας και στις αμυγδαλιές μας
πήγα να μάσω μύγδαλα, πήγα να μάσω τ’ άνθη
και κει καθόταν μάνα μ’ τρεις αετοί
και τρεις καλοί λεβέντες και λέγανε κουβέντες.
Ένας με μήλο μ’ έβαλε κι άλλος με πορτοκάλι
κι ο τρίτος ο καλύτερος μ’ ένα χρυσό γαϊτάνι.
Χρίστος Α. Τούμπουρος
ΠΗΓΗ http://romiazirou.blogspot.gr/

Από xiromeropress