Το άδοξο τέλος του “Τουρκοφάγου” που είχε υποστεί φρικτά βασανιστήρια και η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά – Δέκα χρόνια πριν τον θάνατό του φυλακίστηκε στην Αίγινα, με την κατηγορία ότι συμμετείχε σε συνωμοσία κατά του βασιλιά Όθωνα
Ο Πελοποννήσιος οπλαρχηγός, γνωστός ως Τουρκοφάγος επειδή πολέμησε γενναία τους Τούρκους στους μεγάλους Αγώνες του Έθνους, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του φτωχός και περιφρονημένος. Μετά την είδηση του θανάτου του, οι σπουδαστές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου τοποθέτησαν έκτυπο πλασμένο στο πρόσωπό του και αποτύπωσαν τη μορφή του. Για να σχηματίσουν το καλούπι, άλειφαν το πρόσωπο με λιπαντική ουσία, στη συνέχεια άπλωναν στρώματα κεριού ή γύψου και ενδιάμεσα τοποθετούσαν γάζες και κλωστές για να είναι ανθεκτικό το καλούπι. Ανάλογα είχαν πράξει και σε άλλους επιφανείς άνδρες της Επανάστασης, των οποίων τα προσωπεία φιλοξενούνται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Τα εκμαγεία ήταν δωρεά του Ε.Μ.Π., που τότε ονομαζόταν Σχολείον των Τεχνών. Εκείνη την περίοδο, διευθυντής ήταν ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου και καθηγητές σημαντικοί Έλληνες και Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες. Η αποτύπωση των μορφών έγινε από τους σπουδαστές στο πλαίσιο του μαθήματος της πλαστικής, της γλυπτικής και της γυψογραφίας. Σκοπός ήταν να διασωθεί η μορφή τους, ώστε να μπορέσουν οι γλύπτες του μέλλοντος να τους φιλοτεχνήσουν σε αγάλματα. Στο προσωπείο του Νικηταρά διακρίνεται οίδημα στο δεξί μάτι, καθώς τα τελευταία χρόνια της ζωής του και μετά από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια που υπέστη από την ελληνική Κυβέρνηση έπασχε από ζάχαρο, χωρίς να το γνωρίζει, με αποτέλεσμα να χάσει την όραση του.
Στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο εκτίθεται και το σπαθί του, με το οποίο πολέμησε τα στρατεύματα του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Σε εκείνη τη μάχη του κόλλησαν το παρατσούκλι “Τουρκοφάγος”. Ήταν τόσο ορμητικός που έσπασε τρία σπαθιά και το τέταρτο κόλλησε στο χέρι του, καθώς έπαθε αγκύλωση και χρειάστηκε ιατρική βοήθεια για να μπορέσει μετά από ώρες να το ανοίξει. Σύμφωνα με αναφορές της εποχής, ο Νικηταράς ήταν τόσο γρήγορος που μπορούσε να φτάσει το γρηγορότερο άλογο και να πηδήξει με ένα άλμα πάνω από επτά άλογα!
Από αυτό του το χάρισμα προέρχονται και οι στίχοι του τραγουδιού “Στα Τρίκορφα”:
“Πού ‘σαι, μωρέ Νικηταρά, πού ‘χουν τα πόδια σου φτερά, μες στους κάμπους πως κοιμάσαι, και τους Τούρκους δε φοβάσαι”.
Η πατρίδα τον “τίμησε” με… άδεια επετείας στον Ι.Ν. Ευαγγελίστριας στον Πειραιά
Μετά την απελευθέρωση, δεν απέκτησε ούτε αξιώματα ούτε χρήματα και έζησε με την πολύτεκνη οικογένεια του στον Πειραιά. Απόδειξη της δύσκολης οικονομικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν, ήταν ο έρανος που έγινε το 1822 για να κινήσουν οι Υδραίοι στόλο. Ο Νικηταράς πρόσφερε το μόνο που είχε στα περιουσιακά του στοιχεία, ένα σπαθί λάφυρο από τον Κιαμίλ Μπέη. Οι Υδραίοι συγκινήθηκαν από την κίνησή του και του το έστειλαν πίσω. Μετά την αποφυλάκιση του, η ελληνική Κυβέρνηση αρνήθηκε να του προσφέρει σύνταξη και αναγκάστηκε να ζητιανεύει στην εκκλησία της Ευαγγελιστρίας, μέχρι τον θάνατό του στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 σε ηλικία 61 ετών.

Όταν οι Έλληνες πολιτικοί τον “επιβράβευσαν” με φυλάκιση στην Αίγινα, φρικτά βασανιστήρια και ασητεία, που ως αποτέλεσμα ήταν να χάσει την όρασή του
Η ελληνική Κυβέρνηση, φοβούμενη ότι το ρωσσόφιλο κόμμα επεδίωκε να αντικαταστήσει τον βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσσο πρίγκιπα, συνέλαβε το Νικηταρά το 1839 (μια δεκαετία πριν πεθάνει) και τον καταδίκασε, αν και παντελώς αθώο, σε ενάμιση χρόνο φυλάκιση, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας.
Όταν αποφυλακίστηκε η υγεία του ήταν εξασθενημένη από τα βασανιστήρια που υπέστη κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του. Βίωσε την αχαριστία και την αγνωμοσύνη του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους, το οποίο του αρνήθηκε μια αξιοπρεπή σύνταξη, ώστε να ζει αυτός και η οικογένειά του ευπρεπώς. Αντί αυτού, του χορηγήθηκε… άδεια επαιτείας. Το 1843, όταν ο Βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να δώσει Σύνταγμα στην Ελλάδα, οπότε του απονεμήθηκε ο Βαθμός του Υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη των 111 δραχμών.
Οι καταβολές του
Γεννήθηκε στη Μεγάλη Αναστάσοβα των Πισινών Χωριών του Μυστρά (σημερινη Νέδουσα Μεσσηνίας) στις 2 Ιανουαρίου 1787, ένα μικρό χωριό στους πρόποδες του Ταϋγέτου, και το πραγματικό του όνομα ήταν Νικήτας Σταματελόπουλος. Όπως διηγείται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, που κατέγραψε ο Γ. Τερτσέτης: “Εγεννήθηκα εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστασίτσα (Αναστάσοβα) αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον Προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ’ εναν κουνιάδο μου. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα. Ετουφέκισα ένα Τούρκο στο Λεοντάρι”.
Γονείς του είναι ο Σταματέλος, ονομαστός αγωνιστής της περιοχής Λεονταρίου, και μητέρα του η Σοφία Δημητρίου Καρούτσου από τον Άκοβο του Λεονταρίου, δευτερότοκη θυγατέρα και αδελφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Από τα αδέλφια του γνωστά είναι: Ο Ιωάννης, ο Νικόλαος και ο Γιωργάκης.

Υπέρμετρα γενναίος στο πεδίο της μάχης από τα εφηβικά του χρόνια
Διωγμένος και επικηρυγμένος ο πατέρας του από τους Τούρκους, 16 χρονών πολέμησε στην Πάρο με ρώσσικα στρατεύματα, βρήκε καταφύγιο στο Τουρκολέκα (όπου εκεί γεννήθηκε ο υιός του Γιάννης το 1805, αδελφός του Νικηταρά) και θανατώθηκε βάναυσα από τους Τούρκους το 1816 μαζί με τον γερο-Σταματέλο στην Μονεμβασιά. Αγιοποιήθηκε αργότερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως “Άγιος Ιωάννης ο Τουρκολέκας”.
Το 1816, κατά τον ανηλεή διωγμό των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου, ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους και ο Νικηταράς εντάχθηκε στην ομάδα του ξακουστού Μανιάτη οπλαρχηγού καπετάν Ζαχαριά (Ζαχαρίας Μπαρμπιτσιώτης). Μετά τον θάνατο του Ζαχαριά την ηγεσία της ομάδας ανέλαβε ο έμπειρος πλέον, θείος του Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (επίσης μαθητή του Ζαχαριά). Μερικά χρόνια αργότερα ακολούθησε τον θείο του στα Επτάνησα, όπου εντάχθηκε στα Ρωσικά Τάγματα και μετέβη στην Ιταλία για να πολεμήσει κατά του στρατού του Ναπολέοντα.
Στη συνέχεια επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους, οι οποίοι στο μεταξύ τα είχαν καταλάβει με τη συνθήκη του Τίλσιτ. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Συντηρούσε δικό του Σώμα Ενόπλων με άνδρες που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας, κατά βάση Μανιάτες.
Με την έκρηξη της Επανάστασης, στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας στις 12 και 13 Μαΐου του 1821, (είχε προηγηθεί μια συμπλοκή στο Λεβίδι τον Απρίλιο), ο Νικηταράς που κρατούσε με 200 άντρες τα Άνω Δολιανά, κατάφερε να αποκρούσει 2.000 Τούρκους που επιτίθεντο με πυροβολικό. Επειδή έπεσαν πολλοί Τούρκοι από το χέρι του σ’ εκείνη τη μάχη, οι άντρες του τον ονόμασαν Τουρκοφάγο. Διακρίθηκε και στις μάχες που ακολούθησαν, όπου συνεργάστηκε με το θείο του, κυρίως στην πολιορκία και την άλωση της Τρίπολης.
Σύμβολο περηφάνιας, αγνότητας και ανιδιοτέλειας
Όταν η Τρίπολη καταλήφθηκε από τους Έλληνες, ήταν ο μοναδικό πολεμιστής που δεν ζήτησε κανένα λάφυρο για τον εαυτό του (πράγμα λογικό την εποχή εκείνη, ειδικά για έναν λαό που επανακτούσα όσα του άρπαξε ο Τούρκος δυνάστης) και όταν του πρόσφεραν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί, το έκανε δώρο στην προσωρινή Κυβέρνηση. Μάλιστα υπάρχει παρασκήνιο για το πως οι σύντροφοί του κατάφεραν να του το χαρίσουν…
Όταν τελείωσε η μάχη, οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα και αναζήτησαν τον Στρατηγό τους, τον Νικηταρά. Αυτός είχε αποτραβηχτεί να ξεκουραστεί. Τον ρώτησαν τί θέλει κι αυτός τους είπε: “Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη”. Με το ζόρι του χάρισαν ένα μεγαλόσωμο άλογο και το εν λόγω σπαθί.
Άλλο ένα περιστατικό που το χαρακτήριζε ως περήφανο και ανιδιοτελή άνθρωπο και Αγωνιστή, ήταν όταν οι Έλληνες κατέστρεψαν τη στρατιά του Δράμαλη στα στενά των Δερβενακίων. Ο Νικηταράς μαζί με τους Δημήτριο Υψηλάντη και Παπαφλέσσα, είχε καταλάβει τη χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, απ’ όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι, προκαλώντας τους μεγάλη καταστροφή. Καθώς ο Δράμαλης υποχωρούσε προς το Άργος, ο Νικηταράς κατέλαβε την οχυρή θέση Αγινόρι και σκότωσε πολλούς Τούρκους που προσπάθησαν να διαφύγουν μέσω αυτής. Συνετέλεσε στο να υποχωρήσει τελικά ο Δράμαλης, υφιστάμενος πανωλεθρία (26 – 28 Ιουλίου 1822).
Μετά το τέλος της μάχη λοιπόν και κατά τη διάρκεια του γλεντιού για τη μεγάλη νίκη τους, ο πρίγκηπας Υψηλάντης παρατήρησε τον αγνό Νικηταρά να στέκεται μόνος του χωρίς λάφυρα και να καμαρώνει τα παλικάρια του. Γνωρίζοντας ότι δεν πήρε τίποτα τον πλησίασε και του χάρισε δύο ακριβές πιστόλες. Ο διάλογος που ακολούθησε ανάμεσα στους δύο άνδρες είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της πραότητας που χαρακτήριζε το πνεύμα του μεγάλου αυτού Ήρωα (αλλά και τον Δημήτριο Υψηλάντη που θέλησε να τον ευχαριστήσει μ’ αυτήν τη χειρονομία). Έτσι προσπάθησαν να το αποδώσουν και στην 7η Τέχνη στην ταινία “Παπαφλέσσας”:

πηγη
//peiraiastimes.gr/

Από xiromeropress