Οι γάμοι στις περισσότερες περιπτώσεις γινόταν μετά από προξενιό. κατά προτίμηση ο γαμπρός ή η νύφη έπρεπε να είναι από το χωριό έτσι ώστε να γνώριζαν καλά την καταγωγή τους. Όταν δίναν το “λόγο” στο σπίτι της νύφης οι άντρες συγγενείς του γαμπρού όταν φεύγαν βάζανε στον ώμο τους πετσέτες χρωματιστές δηλώνοντας ότι η συμφωνία έκλεισε. Οι συμπέθεροι έκοβαν τη μέρα δηλαδή κανόνιζαν την ημερομηνία τέλεσης του μυστηρίου που ήταν πάντα Κυριακή.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΓΑΜΟ:
Οι ετοιμασίες ξεκινούν με το έθιμο των “σουρτσελε’ δηλαδή της συλλογής ξύλων από το δάσος για να χρησιμοποιηθούν κατα την προετοιμασία του γαμήλιου τραπεζιού. Μαζεύονταν Κυριακή πρωϊ συγγενείς γυναίκες του γαμπρού οι οποίες μάζευαν τα λιανά ξύλα (ελαφρά ξυλεία). Η βαρύτερη ξυλεία συλλέγονταν τη Πέμπτη από συγγενείς άντρες του γαμπρού. Την πρόσκληση των γυναικών την κάνανε με την προσφορά ξηρών σύκων. Στο μέρος του δάσους που πηγαίναν μια στενή συγγενής του γαμπρού μετά τη συλλογή έδινε από μια φέτα ψωμί από ζυμωτή κουλούρα με τυρί τα οποία τα μετέφερε σε “ντισάγκα” δηλαδή δισάκι. Άφηνε επίσης σε μια αγριαπιδιά (γκόρτσου) μια κουλούρα ψωμί για να την βρει περαστικός τσοπάνης. Δυο μεγάλα αγόρια συγγενείς πάλι του γαμπρού ετοιμάζανε τα δύο φλάμπουρα τα οποία ήταν ένα είδος λάβαρου με κοντάρι από αγριαπιδιά.. Στο ένα φλάμπουρο δέναν κόκκινο πανί με πέντε άσπρες φούντες από προβατίσιο μαλλί και στο άλλο άσπρο πανί με πέντε κόκκινες μάλλινες φούντες. Στα μυτερά άκρα δέναν τρεις σρογγυλές “μπουσουλίε” που ήταν μαλακοί καρποί βελανιδιάς ή μήλα. Το αγόρι με το κόκκινο φλάμπουρο έλεγε το τραγούδι
“Ουν μερ ρόσιου του λεβάντι “Ένα μήλο κόκκινο στο λειβάδιτριαντάφιου ακό ντι πάτι έσου, τριαντάφυλλο στη πεδιάδα, έβγα,τύνη τριαντάφιου ρόσου “τριαντάφυλλο κόκκινοτσι άι τζονι τσι τι πόρτι’ που έχεις λεβέντη να σε φορά”
Το άλλο αγόρι με το άσπρο τριαντάφυλλο τραγουδούσε:
Έσου, τύνι τριαντάφιου άλμπε, Έβγα εσύ τριαντάφυλλο άσπροτσι τι άρι αούσλιε πι μπάρμπε’ που σε έχουν οι γέροι στα γένια”
Όταν γυρίζαν στο σπίτι του γαμπρού τα φλάμπουρα τα κρεμούσαν αριστερά και δεξιά της πόρτας του σπιτιού ή στο μπαλκόνι. Τότε μία στενή συγγενής του γαμπρού έσερνε το χορό και της τραγουδούσαν
“-Κάι έστ τύνι, τσι στράτζ κόρου, Ποιά είσαι σύ που οδηγείς το χορό;
άϊ κι πλέντζι μοϊ φιτσιόρου, εγινόϊ,έλα γιατί κλαίει το παιδί σου έλα
σι φούτζι νεπόϊ. και φύγε μετά.
Μίνι έσκου, ουά, μίνι έσκου, Εγώ είμαι, βρε, εγώ είμαι
κιάμα πλέτζι τσι σου φάκου, Κι αν κλαίει , τι να του κάνω,
μινι κόρου νου ασπάργου,εγώ το χορό δεν το χαλάω,
κι νομ κοτσιε τσα σι μπάκ, γιατί δεν έχω ποδιά να φορέσω,
κότσιε νου φέτσι ράπτρου, ντι ντράκου. ποδιά δεν μου έκανε ο ράφτης ο διάβολος
Εγινόϊ σ΄φούτζι νεπόι” Έλα και φύγε μετάΚατόπιν έκοβαν τρια ξύλα : ένα για τη νύφη, ένα για το γαμπρό και ένα για το νουνό (κουμπάρο) τα οποία τα βάζαν σε μια ¨ντισάγκα¨και τα δίναν στη μάνα του γαμπρού.
ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ (Εβδομάδα Γάμου) Μετά τις “σουρτσέλες” την Τρίτη πριν το γάμο, το βράδυ στο σπίτι του γαμπρού λάμβανε χώρα το έθιμο του προζυμιού. ή αλλιώς “το άναμα του προζυμιού” (απρίντ αώτου). Συγκεντωνόταν γυναίκες και παιδιά και κάναν μια διαδρομή κατά προτίμηση κυκλική (ο Στεργίου αναφέρει διαδρομή προς την εκκλησία) κοντά στο σπίτι του γαμπρού έτσι ώστε να μη επιστρέψουν από το ίδιο μέρος. Δύο παιδιά ένα αγόρι και ένα κορίτσι των οποίων ζούσαν και οι δύο γονείς κρατούσαν στα χέρια τους από ένα μαστραπά (χάλκινη κανάτα στην οποία τοποθετούσαν στο καθημερινό τραπέζι με νρό) και στο οποίο είχαν ρίξει πριν ξεκινήσουν λίγο νερό. Στη διαδρομή σταματούσαν τρεις φορές και τραγουδούσαν καθώς το κορίτσι έριχνε στο μαστραπά του αγοριού νερό και αυτός το γύριζε στο δικό της μέχρι το τέλος του τραγουδιού.Το τραγούδι έλεγε:
“Ούμπλε, σορ, βιάρσε φράτι Γέμισε αδελφή, άδειασε αδελφέ,
τα σ΄ντι ντεμ απε α λε κρεπάτι . για να δώσουμε στη διψασμένη.
Τριαντάφιου ακο του πάντι Τριαντάφυλλο στη πεδιάδα
ουν ρόσιου του λιβάντι κόκκινο στο λιβάδι
Για βινιμ, για βινίμ Ερχόμαστε, ερχόμαστε
ουμπετς ποόσκρα ντι γιν, γεμίστε το βαρελάκι με κρασί.
βιάρσε γιν, βιαρσε ρικίε. γέμισε κρασί, γέμισε ρακί
ζινε βιάστα κου τιμίε” να έρθει η νύφη με τιμή)
Με την επιστροφή στο σπίτι δύο παιδιά ένα αγόρι και ένα κορίτσι , των οποίων ζούσαν και οι δύο γονείς, κοσκίνισαν σε μια σκάφη ζυμώματος (κιπιστέρι) αλεύρι. Μια ανύπαντρη κοπέλα με το νερό που ήρθε με τους μαστραπάδες και το αλεύρι ζύμωνε προζύμι το οποίο γύριζε στους καλεσμένους και οι οποίοι κολλούσαν πάνω του νομίσματα. Κατά το κοσκίνισμα λέγανε το εξής τραγούδι:
” Ντένι σίτα, ντένι σιτάρα, Δώσ μου το κόσκινο , δώσ μου το μεγάλο
ντένι σίτα, μαργαριτάρα. δως μου το κόσκινο το μαργαριταρένιο
Ίντρε, Λενίτσα του κιπιστέρε Η Λενίτσα θα ζυμώσει
τσα σι φατσ ντοϊ κουάτσ κου νιερε για να κάνει δυο κουλούρες με μέλι
τσα σπιτριτσεμ α κουσκρα μπιέρε να τα στείλουμε στη συμπεθέρα
Με λίγο προζύμι “λέρωναν¨την πεθερά για να ασπρίσουν (να γεράσουν) οι νεόνυμφοι. Το ζυμάρι το κρατούσαν στο σπίτι η πεθερά μέχρι την Κυριακή του Γάμου. Τότε το έβαζε σε μια “ντισάγκα” μαζί με δυο κουλούρες ψωμί και άσπρη σταφίδα και ένα μαστραπά με κρασί. Η συμπεθέρα επέστρεφε το μαστραπά με νερό αντί για κρασί. Μετά το γάμο το προζύμι θα έπρεπε να πεταχθεί σε απάτητο μέρος, το οποίο κατά κανόνα για τους Παλαιομανιώτες ήταν το ποτάμι.
ΠΕΜΠΤΗ (Εβδομάδα Γάμου). Την Πέμπτη ή την Παρασκευή πριν το γάμο στο σπίτι της νύφης “δείχναν τα προικιά¨ (έσι πάϊα). Συγκεκριμένα πάνω σε μια μπαντανία στη μέση του σπιτιού και πάνω σε ένα άσπρο σεντόνι άπλωναν τα προικιά της νύφης (βαρύς ρουχισμός του σπιτιού δηλαδή χαλιά , φλοκάτες, μπαντανίες, σεντόνια, κεντητά κα) και ο κόσμος τα έρρανε με λουλούδια ρύζι, αμύγδαλα και νομίσματα. Στο τέλος έβαζαν από πάνω ένα μικρό αγόρι για να γεννήσει η νύφη αρσενικά παιδιά. Στη συνέχεια τα συσκευάζανε έτσι ώστε να μεταφερθούν στο σπίτι του γαμπρού με άλογα παλαιότερα και με αυτοκίνητα μεταγενέστερα. Πιο παλιά ή μεταφορά γινόταν τη μέρα του γάμου με ζώα τη στιγμή που αναχωρούσε η νύφη από το πατρικό της σπίτι.
ΠΕΜΠΤΗ-ΣΑΒΒΑΤΟ. Από την Πέμπτη μέχρι το Σάββατο το βράδυ οι συγγενείς έφερναν στα σπίτια του γαμπρού και της νύφης σφαχτά (κανίσκια) και κουλούρες από ζυμωτό ψωμί με σουσάμι (κουάτσου). Το Σάββατο το βράδυ γίνονταν δυο τραπέζια με γλέντι: ένα στη νύφη και ένα στο γαμπρό. Ο γαμπρός πρόσφερε στους καλεσμένους τραπέζι και γλέντι και την επόμενη μέρα (Κυριακή βράδυ). Το φαγητό που προσφέρονταν σχεδόν αποκλειστικά ήταν μακαρόνια με κρέας από πρόβατο με πολύ πικάντικη σάλτσα. Ειναι χαρακτηριστικό ότι και τα δύο βράδια ο αέρας του χωριού γεμίζει από τη μυρωδιά του συγκεκριμένου παραδοσιακού φαγητού, το οποίο στους ντόποιους αρέσει πάρα πολύ. Το μαγείρεμα γίνεται από άντρες μαγείρους, οι οποίοι είναι έμπειρα άτομα μέσα, σε μεγάλα καζάνια έτσι, ώστε με 4-5 καζάνια να εξασφαλίζεται το φαγητό για 100 καλεσμένους.
ΚΥΡΙΑΚΗ. Την Κυριακή το πρωϊ η νύφη ντυνόταν από νωρίς και περίμενε σε κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού της τα κεράσματα. Τα κεράσματα ήταν χρηματικά ποσά που πρόσφεραν όλοι οι συχωριανοί της (το ποσό ήταν ανάλογο του βαθμού συγγενείας). Το έθιμο αυτό ήταν ανταποδοτικό για αυτό και τα ποσά καταγράφονταν για να γνωρίζουν οι γονείς της νύφης τις υποχρεώσεις τους (πριμούτ=δανεικό). Τα χρήματα μαζεύοντσαν από την πιο ηλικιωμένη γυναίκα στο σπίτι σε ένα πάνινο μεγάλο πουγγί. Το απόγευμα λάμβανε χώρα το έθιμο του ξυρίσματος του γαμπρού. Συγκεντρωνόταν φίλοι και συγγενείς του γαμπρού και δύο παιδιά κρατούσαν μια πετσέτα (αμπόλια) στην οποία μάζευαν χρήματα που τα έπαιρνε ο κουρέας. Στη διάρκεια του ξυρίσματος τραγουδούσαν
“Ουάϊ, μπαρμπέρου,ασιε σ’μπινέτσου Κουρέα έτσι να ζήσεις,
κουμ σι στι σι ντρέσκου όπως ξέρεις να τον τακτοποιήσεις.
Νου αρι νταντα τσα σ΄γκισιάστε Δεν έχει μάνα να τον ξεκινήσει
αρι τατι τσα σ’μπινάτσιε .έχει πατέρα να του ζήσει.
Ουάϊ, σουρσίτσου μουσιάτου, μουσιάτου, Για ξυρίστε τον ωραία, ωραία
ντι λα βιαστα καμα μουσιάτου’ και από τη νύφη πιο ωραίος
Στη συνέχεια ο γαμπρός και συγγενείς ξεκινούσαν για το σπίτι τοτυ κουμπάρου (νονού) με όργανα. Πριν ξεκινήσει η μάνα του του έστρωνε ένα διάδρομο (χειροποίητο χαλί) που είχε υφάνει η ίδια από το τζάκι (μπουχαρή) μέχρι την πόρτα. Στο τέλος του διδρόμου βρισκόταν ένα ταψί με χάλκινη κανάτα (μαστραπάς) με νερό ή κρασί το οποίο ο γαμπρός κλωτσούσε δυνατά για να χυθεί το νερό και πατούσε στο ταψί. Έτσι η ζωή του θα ήταν δροσερή και αυτός γερός σαν το σίδερο. Στη συνέχεια κάποια από τις συγγενείς του γαμπρού πήγαινε τα παπούτσια στη νύφη στα οποία έβαζε κέρματα. Μετά ο πατέρας και ένας θείος της νύφης τη συνόδευε ως την εκκλησία. Μετά τη τέλεση του μυστηρίου στην επιστροφή ο γαμπρός πήγαινε στο καφενείο με τους φίλους του και η νύφη συνοδευόταν πάλι από τον πατέρα της και το θείο της. Στα μισά του δρόμου γινόταν αλλαγή και την συνόδευε πια μέχρι το σπίτι του γαμπρού ο πεθερός και ένας θείος του γαμπρού. Στο σπίτι την περίμενε η πεθερά με ένα ασπρο μαντήλι στους ώμους και με ένα πιάτο με φρούτα, σταφίδες και ένα κουταλάκι βούτηρο. Με το βούτυρο η νύφη άλοιφε σταυρωτά την πόρτα. Στη συνέχεια πετούσε σταυρωτά το περιεχόμενο του πιάτου και το πιάτο τελευταίο το οποίο όποιος το έπιανε αν ήταν ανύπαντρος σήμαινε κατά το έθιμο γρήγορα αρραβωνιάματα. Μετά έμπαινε η νύφη στο σπίτι και κατευθυνόταν δίπλα στο τζάκι (εστία) το οποίο χτύπαγε τρεις φορές. Προσκυνούσε κατόπιν τρεις φορες την πεθερά η οποία της πρόσφερε λουκούμι και νερό το οποίο είχε φάει και πιεί αντίστοιχα και ίδια και έπερεπε η νύφη να φάει και να πιεί από το ίδιο σημείο. Το ίδιο γινόταν και με όλες τις γυναίκες συγγενείς του γαμπρού που σήμαινε ότι θα αντάλλασαν μόνο καλά λόγια μεταξύ τους. Το γλέντι ξεκινούσε με το χορό του ‘νουνού’ τον οποίο κρατούσε η νύφη από το χέρι ακολουθούσε ο χορός του της νύφης και μετά του γαμπρού. Στο τραπέζι προσφερόταν το παραδοσιακό φαγητό κρέας με μακαρόνια και με πικάντικη κόκκινη σάλτσα. Ακολουθούσε το σερβίρισμα του φαγητού στο τέλος του οποίου λάμβανε χώρα η συλλογή του δώρου προς το γαμπρό σε ένα καλάθι γνωστό σαν “πορίε” ή “κούπα” που ήταν χρήματα κλεισμένα σε φάκελο με το ονοματεπώνυμο του καλεσμένου. Ο Στεργίου αναφέρει ότι η η λέξη “πορίε” ίσως να προέρχεται από την ομηρική λέξη “πόρε” που σήμαινε προσφορά. Καθώς προχωρούσε το γλέντι ακουγόταν και τα τραγούδια της τάβλας έθιμο γνωστό και ως “κουτάρου” ως εξής: οι άντρες μοιραζόταν σε παρέες και κάθε παρέα τραγουδούσε μια στροφή από ένα τραγούδι, σταματούσε μετά και αναλάμβανε η αλλη αντρική παρέα να τραγουδά . Η Δευτέρα μετά το γάμο η νύφη έδειχνε τα προικιά της στους συγγενείς του γαμπρού αυτή τη φορά με τον ίδιο τρόπο όπως και στους δικούς της συγγενείς. Ταυτόχρονα πρόσφερε και δώρα προσωπικά στους ανθρώπους του σπιτιού (πεθερό, πεθερά, κουνιάδια κλπ) και στους στενούς συγγενείς οι οποίοι πριν τα πάρουν τα περνούσαν πάνω από το κεφάλι τους σαν ένδειξη ευχαριστίας. Την επομένη Κυριακή μετά το γάμο το νιόπαντρο ζευγάρι επισκεπτόταν τους συγγενείς του γαμπρού οι οποίοι έδιναν στη νύφη ως δώρο κάποιο είδος οικιακής χρήσης (συνήθως πιάτα και πιατέλες).
http://paleomanina.blogspot.gr/