Είχε διαβάσει ένα κείμενο μου που αναφερόμουν σ’ εκείνα τα σπίτια με τα μωσαϊκά. Τα εξοχικά. Σπίτια που έρχονται στην μνήμη, με βουτιά βανίλιας σε παγωμένο νερό. Με μυρουδιά από γεμιστά. Με λάστιχο να καταβρέχει. Με αργόσυρτα μεσημέρια. Βεντάλιες για δροσούλα και εσάρπες, γιατί, «Σαν να έχει τελικά δροσούλα!». (Άλλη η μια δροσούλα, άλλη η άλλη).
Μνήμες με ποδήλατα, μνήμες με το πρώτο τσιγάρο -για δοκιμή-, μνήμες στο σινεμά «Ακτή» και αγώνας με το «Ακατάλληλο για ανηλίκους»… Τι τραβήξαμε για μια «Εμμανουέλα»! Και ένα «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι»! Μνήμες με το πρώτο φιλί. Και μια «Aramis» που ενώθηκε με μια «Fidji». Μνήμες εξάτμισης από κίτρινο Hondaκι. Μνήμες αργοφλεγόμενες σαν Katol φιδάκι.
Μα ο φιλαράκος μου ο Λεωνίδας, μου περπάτησε τη σκέψη, ακόμα παραπέρα. Στους φίλους του καλοκαιριού. Που όπως είπε ήταν, «άλλου είδους» φίλοι. Κι έμεινα να σκέφτομαι την κουβέντα του. Εκείνο το τονισμένο του, «άλλου είδους». Ναι! Οι φίλοι του καλοκαιριού, ήταν κάτι σαν ξωτικά στη ζωή μας. Χάνονταν με το που τελείωνε το καλοκαίρι. Σαν να πέταγαν, όχι σαν να χωρίζαμε. Πού να κατοικούσαν; Σε ποιόν πλανήτη ξωτικών φίλων – καλοκαιρινών;
Κύκλος των Φίλων -Edward Potthast – 1920
Κι ας δίναμε υποσχέσεις και τηλέφωνα… Κάθε χρόνο, τα ίδια και τα ίδια. Λες και δεν έπρεπε να τους βρει το φθινόπωρο δίπλα μας. Λες και δεν θα έβγαζαν πέρα μαζί μας χειμώνα και κάπου έπρεπε να κρυφτούν. Λες κι ήταν η μοίρα τους να καταγραφούν μόνο σε καλοκαίρια. Να έχουν ώρα «ραστώνη», ενός χρόνου άχρονου. Να μυρίζουν λάδι Coopertone, για εκείνο το γαργαλιστικό κοριτσάκι που του τραβούσε ένα σκυλάκι το μαγιό και σαν να ντρεπόταν. Οι φίλοι του καλοκαιριού, ήταν για να μετράς μαζί τους….Τι να μετράς; Ας πούμε, πόσα μπάνια έκανες! Να μετράς δηλαδή μόνο χαζά πράγματα. Να σε δένουν μαζί τους, ωραία χαζά. Ναι, αυτό. Ωραία, χαζά.
Οι φίλοι του καλοκαιριού… Ο Στέφανος, ο Σταμάτης, η Σταυρούλα, ο Χάρος… Πόσο αχόρταγα αναζητούσαμε να παρατείνουμε την αίσθηση καλοκαιριού «μας», την ώρα του αποχωρισμού. Αίσθηση ξεγνοιασιάς, ανεμελιάς, με σταγόνες «αλητείας» και υποτιθέμενης αμαρτίας. Όλα μια αίσθηση. Κι οι γονείς μας έδιναν όρκους, με τους δικούς καλοκαιρινούς φίλους, σε μια δική τους γλώσσα. «Ναι! Θα τα πούμε εξάπαντος, αγαπητέ. Ένα βραδάκι, με τις κυρίες μας… Φέτος, εξάπαντος». Ένα «Εξάπαντος» που δεν τηρήθηκε ποτέ. Ούτε από μικρούς ούτε από μεγάλους. Ίσως γιατί, το ένστικτο όλων μας έλεγε, ότι καλοκαίρι που έφυγε, δεν το ανασταίνει χειμώνας.
Στέφανε, Σταμάτη, Σταυρούλα, Τάκη… Τι να γίνατε άραγε; Όχι μωρέ, Μην μου πείτε. Ούτε και να με βρείτε. Ξωτικά μιας νιότης… Μείνετε σε τετρακάβαλο ποδήλατο, με κρεμασμένα άτσαλα, χέρια και πόδια. Μείνετε να τρέχετε και να γελάτε… Πολύ! Πολύ! Όπως έτσι, δεν ξαναγελάσαμε ποτέ. Κι ας λέμε, ότι χαρήκαμε γέλιο στη ζωή μας. Γειά σας ξωτικά! Μιας Βουλιαγμένης.
_______________________
~ Ρέα Βιτάλη
Πηγή: protagon.gr
/antikleidi.com