Τα βλαχάκια-Οι δύο αδελφοί Σαπλαούρα

του Αθανασίου Ι. Σώλου
Βλάχος είναι για μας στη Χρυσοβίτσα ο παραχειμάζων κτηνοτρόφος που κατεβαίνει από τα Άγραφα ή την Ήπειρο στα μέρη μας, που θεωρούνται και είναι χειμαδιά.
Ο Μήτσος Σαπλαούρας με την οικογένειά του κατέβαινε από τα Πράμαντα της Άρτας και παραχείμαζε στην κοινοτική περιφέρεια του χωριού μας με τα λίγα πρόβατά του.
Στα 1942 είχε εγκατασταθεί, από το φθινόπωρο του 1941, στη θέση Μιγκούσες της περιφέρειάς μας, κάτω απ’ το Κακό Λαγκάδι. Εκεί έστησε τα κονάκια του και τη στάνη του για να ‘ναι σε ανάμερο και από τους χωροφύλακες και από τους ιταλούς. Έσμιξε τα πρόβατά του με τους ντόπιους, για να έχει το κεφάλι του ήσυχο από τυχόν ζημιές, και ζούσε εκεί το βιό του παραχειμάζοντα κτηνοτρόφου με όλες τις πίκρες και τις χαρές του. Μόνο που οι πίκρες είναι πολύ περισσότερες και ελάχιστες οι χαρές του.
Οι Μιγκούσες είναι το πιο δασωμένο μέρος της κοινοτικής μας περι-φέρειας, το περισσότερο ανάμερο και απρόσφορο να πατηθεί από τον ιταλικό στρατό που κινείται με αυτοκίνητα. Είναι, όμως, και το πιο κατάλληλο για την απόκρυψη παρανόμων και φυγοδίκων ή φυγοποίνων. Από όπου και να κινηθεί ο εχθρός θα γίνει αντιληπτός, τη νύχτα από το «ποδοβολητό» και τη μέρα από τα «καρακόλια». Από όπου και να φανεί ο κίνδυνος ή από τα Κουμαρίδια ή απ’ τον Αηλιά και το Κακό Λαγκάδι ή ακόμα απ’ τα Στουρνάρια και έτσι υπάρχει πάντοτε τρόπος διαφυγής. Μόνο ελάττωμα για την περιοχή είναι η ανυδρία. Αλλά ο παράνομος δεν θέλει νερό για λουτρό, μια στάλα νερό του φθάνει να πλύνει τα μούτρα του κι ένα κόμπος να δροσίσει το λαρύγγι του, αρκεί να ‘ναι ελεύθερος.
Στο μέρος αυτό, στις Μιγκούσες, της κοινότητας Χρυσοβίτσας Αστακού εγκαταστάθηκε ο παραχειμάζων κτηνοτρόφος Δημήτριος Σαπλαούρας απ’ τα Πράμαντα της Άρτας με την οικογένεια του. Τη φαμελιά του αποτελούσαν η γυναίκα του, η βλάχα όπως έμεινε ύστερα να λέγεται, τα μεγάλα παιδιά του Στάθης και Θόδωρος, δύο κόρες και ένα μικρότερο αγόρι.
Την ιστορία μας ενδιαφέρουν τα δύο βλαχάκια, ο Στάθης και ο Θόδωρος, ο πατέρας και η μάνα τους.
Στο πρόσφορο αυτό μέρος για τους παρανόμους σύχναζε και ο Σωτήρης Πιτσινέλης, περιστοιχιζόμενος από μερικά άλλα αντράκια, όπως θα τα λέγαμε σήμερα «κλεφτρόνια», που τρέχαν κοντά του όπως οι μύγες στο ψοφίμι, για να έχουν ή την εύνοΐά του ή να εξοικονομήσουν κανένα κομμάτι κρέας. Στους άοπλους ο Πιτσινέλης, σαν οπλισμένος που ήταν, φάνταζε και ήταν παλληκάρι. Πέρα όμως από τη λεβεντιά που διέθετε και τη μεγαλοσύνη που του έδιναν τα όπλα σε περίοδο που απαγορευόταν με ποινή θανάτου η κατοχή όπλου, δεν διέθετε τίποτες άλλο και μάλιστα δεν είχε εκείνη την ξεχωριστή λεβεντιά και αντρειοσύνη που χρειάζονται οι δύσκολοι καιροί που περνούσαμε τότε.
Στο ανάμερο της Μιγκούσας έφτασαν χαράματα της Κυριακής στις 18 με 20 του Μάη του 1942 δύο Ιταλοί στρατιώτες από τη δύναμη του ιταλικού στρατού κατοχής, για να αρπάξουν πρόβατα. Στο πέρασμά τους έπεσαν πάνω στον Πιτσινέλη κι αυτός από το απρόσμενο αυτό περιστατικό έρριξε και τους σκότωσε. Μέχρις εδώ το πράγμα θα πήγαινε απαρατήρητο. Μπορούσε να εξαφανίσει τα ίχνη του εγχειρήματος. Μπορούσε ακόμη να αναγγείλει το περιστατικό και να αναλάβει τις ευθύνες της πράξης του. Δεν έκαμε όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο. Άφησε τα πράγματα να εξελιχθούν όπως-όπως. Μάλιστα φαίνεται πως απείλησε και τους βλάχους να μην τον καταδώσουν. Για τούτο, όμως, δεν έχουμε μαρτυρία. Ο ίδιος, που συναντηθήκαμε πολλές φορές αργότερα, δεν είπε λέξη για απειλή, η θρασύτης του, όμως, πρόδιδε κάτι τέτοιο. Στο μονοπάτι που φέρνει από τον Αηλιά για τον κάμπο, σκέτη γιδόστρατα, είναι τώρα κατάκοιτοι δύο νεκροί ιταλοί στρατιώτες…
Ο παραχειμάζων κτηνοτρόφος Δημήτριος Σαπλαούρας βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Αυτός που τροφοδότησε, που πότισε και περιποιήθηκε, του άναψε φωτιά κοντά στα κονάκια του, κοντά στη στάνη του. Δύσκολη στιγμή μέσα στους δύσκολους καιρούς που περνούσαμε…
Με τον μεγάλο γυιό του τον Στάθη ανήγγειλε το περιστατικό στον Πρόεδρο της Κοινότητας Χρυσοβίτσας και πέρα απ’ αυτό δεν έκαμε άλλη πράξη. Ήταν Κυριακή πρωί κι ο Πρόεδρος έφυγε αμέσως για τον Αστακό. Την άλλη μέρα, Δευτέρα πρωί, μια διμοιρία ιταλών στρατιωτών, πάνοπλοι σαν αστακοί, με πλήρη πολεμική εξάρτυση, έφθασαν στο χωριό από τον Τσαπουρνιά και προχωρούσαν με αυστηρή συντεταγμένη πορεία προς τα Κουμαρίδια, ένα τμήμα από το δρόμο για τη Νούσα και το άλλο από τη Λίμπα και το μονοπάτι. Μια άλλη διμοιρία κατέβηκε από το εικονισματάκι του Αηλιά προς το Κακό Λαγκάδι και τις Μιγκούσες και μια τρίτη έμεινε πάνω στο ύψωμα του Αηλιά. Το βράδυ της ίδιας μέρας πέρασαν τα πτώματα των ιταλών στρατιωτών μέσα σε κασόνια…
Την άλλη μέρα, Τετάρτη, νύχτα-νύχτα μεγάλη δύναμη ιταλικού στρατού κύκλωσε το χωριό μας σε διπλό κλοιό. Ο πρώτος άρχιζε με ένα πολυβόλο στη Γύρα, ένα άλλο πολυβόλο στο Ραχούλι του Καρανάσου, ένα τρίτο πολυβόλο στο ραχούλι της Κύπερης στη Γύρα, ένα άλλο πολυβόλο στον Αηταξιάρχη, άλλο στην Αγιά Βαρβάρα και ένα πάνω από τις μάντρες τις Παπαδέικες, εκεί που είναι τώρα η δεξαμενή. Ο άλλος κλοιός ερχόταν πιο στενά. Άρχιζε στην Αγιά Τριάδα, στο σπίτι το Χατζέικο από πάνω, εκεί στου Φώτη Μούρκα, στην Πλατεία, στα Περικλέικα στη Λάκα Φίλη και στα Κρανιωτέικα. Όσοι πρόλαβαν πήραν τις οικογένειές τους όπως μπορούσαν και έφυγαν απ’ το χωριό για τις δουλειές τους, αλλά τότε δεν είχαμε και αγροτικές δουλειές, αφού δεν καλλιεργούσαμε καπνά. Πάντως φύγαμε πολλοί στον κάμπο για να σκαλίσουμε καλαμπόκι, για να βρεθούμε οπωσδήποτε έξω από τον κλοιό. Το γραφείο της ομάδας του ΕΑΜ Χρυσοβίτσας διαπίστωσε τον κίνδυνο και αποφασίσαμε να αναφερθεί το όνομα του δράστη της πράξης στις ιταλικές αρχές. Στρουθακαμηλισμός δεν σήκωνε. «Κύριοι, ο Πιτσινέλης τους σκότωσε και πηγαίνετε να τον βρείτε». Την απόφασή μας την μεταφέραμε στους άλλους, και τους γερόντους ιδιαίτερα, απ’ την ίδια μέρα διαβλέποντες τον κίνδυνο που έφθανε.
Με το άνοιγμα της μέρας οι ιταλοί συγκέντρωσαν όλους όσους βρήκαν μέσα στο χωριό από 20 χρονών και πάνω και επειδή τους φάνηκαν λίγοι, έστειλαν ομάδες με τους αγροφύλακες και διερμηνείς στον κάμπο να πάρουν ένα από κάθε εργατιά, από κάθε οικογένεια. Άρχισε ένα ανθρωπομάζωμα για… ανάκριση. Αχ αυτές οι ανακρίσεις μια ζωή! Έχει τόσο σιτάρι, θα δώσεις τόσο, έχεις τόσα γίδια, θα δώσεις
τόσο, έχεις τόσα αρνιά, θα δώσεις τόσα.
Τώρα όμως οι ανακρίσεις ήταν δύσκολες. Βρήκαν στο συγκεκριμένο μέρος της Μιγκούσας δύο ιταλούς στρατιώτες. Δύο στρατιώτες του καταχτητή. Δεν τους εξαφάνισαν και όχι μόνο δεν τους εξαφάνισαν, αλλά ανάγγειλαν και το περιστατικό στη διοίκησή τους.
Η ανάκριση ήταν στον ίδιο στόχο. Ποιος σκότωσε τους στρατιώτες. Ποιοι συχνάζουν σ’ αυτά τα μέρη. Απάντηση στερεότυπη. «Εμείς τι ξέρουμε, εμείς είμαστε γεωργοί, οι τσοπαναραίοι ξέρουν». Ο τρόπος όμως αυτός άφηνε ακάλυπτους όλους τους κτηνοτρόφους του χωριού μας, προβαταραίους και γιδαραίους.
Οι Ιταλοί διαπίστωσαν την κουτοπονηριά των χωριανών μας μαρτύρων στο ιταλικό στρατοδικείο και περιόρισαν την ανάκριση. «Ποιοι γυρίζουν σε κείνα τα μέρη;». Απάντηση: «Εμείς τι ξέρουμε; Οι βλάχοι που είναι εκεί κοντά ξέρουν». Εμείς πιέζαμε τους γερόντους να καταθέσουν την αλήθεια από την προηγουμένη κι αν είναι να πάθουμε ζημιά, να την πάθουμε τίμια και παστρικά, χωρίς κουτοπονηριές και στρουθοκαμηλισμούς. Το απόγευμα της Τετάρτης δυο μεγάλα φορτηγά ιταλικά αυτοκίνητα έφευγαν από τη Χρυσοβίτσα για το Αγρίνιο. Το πρώτο είχε δύο μόνο επιβάτες. Τα βλαχάκια. Το άλλο αυτοκίνητο είχε γέρους του χωριού, που τους πήραν για ανάκριση. Σκληρή συνοδεία στα βλαχάκια κι αυτά δεμένα χειροπόδαρα και γύρα-γύρα ιταλοί στρατιώτες πάνοπλοι, λες και πήγαιναν τον λήσταρχο Γιαγκούλα.
Οι ιταλοί έμειναν στις βάρδιες τους και αφού έκαψαν μια-δυο στάνες για τρομοκρατία, αργά τα μεσάνυχτα μπήκαν στα αυτοκίνητά τους και φύγαν για τον Αστακό και το Αγρίνιο.
Στις φυλακές της Αγίας Τριάδας στο Αγρίνιο, που τώρα δεν υπάρχουν πια, κλείστηκαν τα δύο άτυχα βλαχάκια. Ο Ευστάθιος Δημητρίου Σαπλαούρας και ο Θεόδωρος Δημητρίου Σαπλαούρας, ποιμένες απ’ τα Πράμαντα, που παραχείμαζαν στις Μιγκούσες της Κοινότητας Χρυσοβίτσας. Ένας γέρος πατέρας αγνάντια στη φυλακή έστησε άλλο γρέκι, για να αγναντεύει από μακριά το κολαστήριο της φυλακής. Πού νάξερε τι τον περίμενε και νάξερε ακόμα πως ύστερα από δύο χρόνια και δώθε πόσους και πόσους από μας θα χώνευε μέσα του αυτό το κολαστήριο και πόσους θα ξέρναγε για τα εκτελεστικά αποσπάσματα, που δούλεψαν σαν σφαγεία. Δεν ήξερε τη γλώσσα του καταχτητή ο γέρο Σαπλαούρας που παραχείμαζε στο απόμερο της Μιγκούσας και κάθε φήμη που κυκλοφορούσε του φαίνοταν πως ερχόταν στον ίδιο από την Ιταλική Διοίκηση και τους πλέον υπεύθυνους για τη ζωή και το θάνατο των παιδιών του. Και ήρθε η μέρα της δίκης. Δεν κατάλαβε τη γλώσσα των δικαστών ο γερο Μήτσος Σαπλαούρας απ’ τα Πράμαντα. Άκουγε όμως και καταλάβαινε τις καταθέσεις, των χωριανών μας, που καταθέτοντας «ένιπταν τας χείρας των» λέγοντας «εμείς δεν ξέρουμε, αυτοί ξέρουν» απέφυγαν να καταθέσουν την αλήθεια και να γλυτώσουν δύο λεβέντες απ’ τα δόντια του χάρου και το εκτελεστικό απόσπασμα των ιταλών κατακτητών.
Μετά τη δίκη ακολούθησε η δικαστική απόφαση, όπως πάντα, και η καταδίκη σε θάνατο δυο παιδιών συνομήλικών μας τότε σχεδόν. Ένας γέρος πατέρας έπεσε λιπόθυμος και ένας βόγγος ακούστηκε που θάφτασε μέχρι τη Χρυσοβίτσα.
Με την ανατολή του ήλιου στο συνήθη τόπο των εκτελέσεων, για πρώτη φορά έγινε εκτέλεση στο Αγρίνιο. Οι ιταλοί καταχτητές, αφού άδικα καταδίκασαν σε θάνατο τα δύο βλαχάκια, τον Στάθη και Θόδωρο Δημ. Σαπλαούρα, τα εξετέλεσαν μπροστά στα μάτια του πατέρα τους. Η εκτέλεση: Δυο κυπαρίσσια στημένα στο ξέφωτο, δυο λεβέντες αγναντεύουν τον ήλιο για τελευταία φορά, αγναντεύουν τα ξηρομερίτικα βουνά και κει κάτω απ’ το Αλογοβούνι υπολογίζουν πού είναι η στάνη τους και οι δικοί τους.
Υπολογίζουν και κείνους τους χωριανούς, που με τις αδιάντροπες καταθέσεις τους τα πήραν στο λαιμό τους. Αφού τελείωσε και η τελευταία διαδικασία για να γίνει νομότυπα η εκτέλεση των παιδιών δόθηκε το σύνθημα του πυροβολισμού. Με την πρώτη ριπή τα δύο αδέρφια αγκαλιάστηκαν και πέσαν στο χώμα αγκαλιασμένα. Ο ιταλός αξιωματικός, ο υπεύθυνος για την εκτέλεση των δύο αυτών καταδίκων, έρριξε τη χαριστική βολή.
Και κει στην άκρη ένας γέρος πατέρας έβλεπε το χαμό των παιδιών του και τις ελπίδες του να πέφτουν σαν δέντρο που το έρριξε το αστραπόβολο…
Δύστυχε πατέρα, πώς άντεξες αυτό τον χαλασμό! Δυο παιδιά, δυο λεβέντες, έφηβος ο ένας, άνδρας ο άλλος. Δεν πρόδωσαν. Στάθηκαν ψηλά και στην ανάκριση και στη δίκη και στην εκτέλεση.
Ο Σωτήρης Πιτσινέλης δεν φέρθηκε έντιμα. Δεν τίμησε τη φιλοξενία και τη βοήθεια που του παρείχαν. Δεν αντιμετώπισε παλληκαρίσια το ζήτημα, που ο ίδιος δημιούργησε. Προτίμησε να διαφύγει λαθραία μέσα στη σύγχυσή του κι αδιαφόρησε για το αποτέλεσμα της πράξης του. Μια ηρωική πράξη την αμαύρωσε απ’ την πρώτη στιγμή με τον πλέον ανέντιμο και αφιλότιμο τρόπο. Τα δύο βλαχάκια τα άφησε να τα εκτελέσουν οι ιταλοί καταχτητές και αργότερα ο ίδιος σκότωσε τους αδελφούς Καλογεράκη, που τον υπηρετούσαν, τον τροφοδοτούσαν και τον προφύλασσαν (ίδετε την απόφαση του Ανταρτοδικείου του ΕΛΑΣ, Αρχηγείου Ξηρομέρου Συνεδρίαση Αγράμπελου, την Άνοιξη του 1943 με την οποία καταδικάστηκε σε θάνατο).
Εκεί σ’ ένα χάνι του Αγρινίου ο γέρος Μήτσος Σαπλαούρας είχε δεμένο το μουλάρι του. Πρωί φορτώθηκε σ’ αυτό και το μεσημέρι έφτασε στην κοινοτική περιφέρεια Χρυσοβίτσας. Η στάνη του είχε μεταφερθεί στο Πέρα Πηγάδι και κει, πάνω από το Χρονέικο χωράφι στην Τσούμπα, είχαν στήσει το κονάκι τους φεύγοντας για την Ήπειρο αργοπατώντας και περιμένοντας κάνα καλό μαντάτο ναρθεί από τ’ Αγρίνιο. Κι έφτασε μαντατοφόρος η μούλα μ’ ένα γέροντα σπασμένον απ’ την πίκρα και τον καϋμό.
Και σαν έκαμε να πεζέψει, η γυναίκα του —αχ δόλια η μάνα!— μάντεψε το φονικό και παραβέλαξε. Καταλαβαίνει η μάνα με το βλέμμα το κακό που την πλακώνει. Ήμασταν ακριβώς απέναντι και ακούσαμε το ρέκασμά της. Τρέξαμε να τους παρασταθούμε. Μα αυτό δεν ήταν θέαμα. Δεν ήταν κονάκι. Δεν ήταν οι γέροι που γνωρίσαμε παλιότερα. Ένα ράκος αντρός ξεθεωμένο απ’ τον πόνο, τη λύπη και την κούραση κείτοταν στο χώμα βογγώντας κι ολόγυρά του τα μικρά να κλαίνε ξέφρενα και μια Μάνα Λάμια να ορύεται σα λιόντας και σα δαμάλι που το σφάζουν.
Πότε έπεφτε στο χώμα και χτυπούσε το κεφάλι της στη γη, πότε έπαιρνε χώμα και τόριχνε στα μαλλιά της, πότε τραβούσε τα μαλλιά της για ξερίζωμα. Κι απάνω στο κακό, στην άγρια πίκρα και το πολύ φαρμάκι που ένιωσε από τους γέρους του χωριού μας, γύρισε δυτικά και μούτζωσε καταρωμένη «Νά… κουκουβάγιες να λαλήσουν…» Δεν ξέρω αν ακούει τις κατάρες ή τις ευχές το θείον. Μπορεί όμως κάποτε να είναι ανοιχτός ο ουρανός και να ακουστούν. Πάντως πριν κλείσει χρόνος απ’ τη μέρα αυτή, στις 7-8-9 του Μάη 1943 η Χρυσοβίτσα κάηκε, πάλι από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής. Λες και έπιασε η κατάρα της Βλάχας!
Δεν ξέρω τι να πω, και πως να χαρακτηρίσουν την πράξη των μαρτύρων που πήγαν απ’ το χωριό μας. Μπορεί να έφταιξαν και τα βλαχάκια που δεν φανέρωσαν το δράστη της πράξης αυτής. Εκείνα, όμως, έκλεισαν το στόμα τους. Ίσως από φόβο για τον Πιτσινέλη, ίσως από εντιμότητα, ίσως γιατί άλλη έκβαση στο περιστατικό περίμεναν. Οι χωριανοί μας όμως που μάρτυρες στο στρατοδικείο έφταιξαν και έφταιξαν διπλά, γιατί εμείς οι νέοι τότε τους δείξαμε το δρόμο της τιμής και του καθήκοντος, αλλά δεν μας άκουσαν. Ίσως λόγω της ηλικίας μας.
Η Κοινότης του χωριού μας οφείλει έστω και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, να αποκαταστήσει και τη μνήμη των Στάθη και Θόδωρου Σαπλαούρα και συγγνώμη να ζητήσει δημοσία για την συμπεριφορά μερικών παλαιότερων συμπολιτών μας.
Θα είναι έργο τιμής και δικαίωσης.
Αθανάσιος Ι. Σώλος
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Στο παραπάνω κείμενο, που παρουσιάζεται το ιστορικό της εκτέλεσης των δύο αδελφών Σαπλαούρα από τους Ιταλούς, θα ήθελα να κάνω μία παρατήρηση.
O θάνατος των δύο αδελφών έγινε στην ταραγμένη περίοδο 1941-1945, όπου οι απλοί άνθρωποι βίωναν την αγριότητα του πολέμου και την σκληρότητα του κατακτητή.
Έγινε όταν η καταχνιά, το αίμα και οι οιμωγές κατακάλυψαν το χώρο της ζωής σαν ζοφερό σάβανο, όπως λέει ο Μενέλαος Λουντέμης στο βιβλίο του “Αυτοί που φέρουνε τη καταχνιά”.
Κατά τη γνώμη μου, ο θάνατος των δύο νέων δεν είναι αποτέλεσμα κακής εκτίμησης των ίδιων ή της στάσης των συγχωριανών μας, αλλά κυρίως της τακτικής του κατακτητή ν’ απαντά σε κάθε χτύπημα με φοβερά αντίποινα, στα οποία πολλές φορές περιλαμβάνονταν αθώα θύματα. Έτσι, λοιπόν, τα δύο αδέλφια πρέπει να θεωρούνται αθώα θύματα του κατακτητή, όπως τόσα άλλωστε, στον μαρτυρικό αγώνα της Εθνικής Αντίστασης για λευτεριά κι εθνική αξιοπρέπεια και σαν τέτοια πρέπει να τιμηθούν από την Κοινότητά μας.
Μαζί πρέπει να τιμηθούν κι οι έξι (6) γέροντες, που κάηκαν μέσα στα σπίτια τους, όταν οι Ιταλοί στις 8/5/1943 έκαψαν το χωριό μας. Περισσότερα στοιχεία για το περιστατικό αυτό κι ιδιαίτερα για την εκτέλεση των δύο νέων περιέχονται στο βιβλίο μου “Μελετήματα του Ξηρομέρου – Ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία της Χρυσοβίτσας Ξηρομέρου” στη σελ. 201.
Κατά τ’ άλλα το κείμενο, που είναι γραμμένο από άνθρωπο που έζησε τα γεγονότα και είχε προσωπική αντίληψη αυτών, διεκδικεί, εκτός της ιστορικής ακρίβειας και της ζωντανής περιγραφής, λογοτεχνικές αρετές, ιδιαίτερα στα σημεία της εκτέλεσης των δύο αδελφών και της περιγραφής της βλάχας την ώρα που μαθαίνει τα τρομερά νέα.
Αλέξανδρος Σάββας
Σύνδεσμος Χρυσοβιτσάνων Ξηρομερου.

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *