ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ


Πέτρος Πολύζος
ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΌΠΙΑ ΤΗΣ ΒΕΛΑΝΙΔΙΆΣ
Ένα ξύλινο μικρό, τόσο δα μικρό όσο το μέγεθος ενός ρολογιού της τσέπης ήταν το εικόνισματάκι της Παναγίας της Αχεριάτισσας, φυλαγμένο και προστατευμένο πάντα μέσα σε μια χρυσοκέντητη θήκη (πουγκί)
Ένα ιερό φυλακτό που βρίσκονταν στην κατοχή της μάνας μου και της μικρότερης αδερφής της από τον καιρό που έμειναν ορφανά μετά τον θάνατο του πατέρα τους, δηλαδή του παππού μου. Η φήμη του για τα θαύματά του ήταν γνωστή και είχε ξεπεράσει τον τόπο του Ξηρόμερου και απλώθηκε και σε όλη την Επαρχία του Βάλτου της Αιτωλοακαρνανίας. << Μέχρι το Σακαρέτσι(Περδικάκι) έφτασε η χάρη του >>, μας έλεγε η μάνα.
Παρηγοριά κι ελπίδα ήταν το μικρό λησμονημένο πια εικόνισμα για δυστυχισμένους και βασανισμένους ανθρώπους του τόπου μου, που είχαν μέσα στην οικογένειά τους τότε άτομα αρρωστημένα από δαιμονοπάθεια. Ξεχασμένο και άγνωστο θα έμενε για πάντα, και μένα άρχισαν να με βαραίνουν η ενοχές μου γιατί το κράτησα κ’ εγώ φυλακισμένο σαν επτασφράγιστο μυστικό, μέσα στα βάθη του μυαλού μου, από τα παιδικά μου χρόνια έως και σήμερα.
Εκείνη η νοσταλγία της μάνας της τελευταίες στιγμές της ζωής της για το ιερό εκείνο κειμήλιο μ’ έκανε να το ανασύρω μέσα από την μνήμη μου από υποχρέωση και σεβασμό προς εκείνη και με την υπόσχεση στον ίδιο μου τον εαυτό κάποια στιγμή να φέρω στην επιφάνεια, μαζί με τι ς άλλες ξεχασμένες ιστορίες του χωριού μου, κι εκείνη του μικρού εικονίσματος της παναγιάς της Αχεριάτισσας που αναστάτωνε τον τόπο μας με τα θάματά του εκείνες τις παλιές εποχές.
Ο παππούς μου ο Σπύρος ( Φάτσαλης στο επίθετο), κατάγονταν από τα παλιά Αχυρά (βορειοδυτικά της Κατούνας Ξηρόμερου, της Αιτωλοακαρνανίας.
Μοίρα καλή δεν είχε στον τόπο του ο παππούς μου, κι αποφάσισε λόγω της φτώχιας του ν’ αφήσει το μικρό χωριό του, για να βρει αλλού καλύτερη τύχη και ξέπεσε στον πλούσιο τότε τόπο της Σκουρτούς, του σημερινού χωριού μου, με συντροφιά του εκείνο το φυλακτό.
Το φυλακτό εκείνο, που ήταν άγνωστη η ταυτότητά του, καθώς ανεξήγητη, είχε την ιδιότητα να θεραπεύει μόνο και μόνο <<δαιμονισμένους>>, και καμιάν άλλη αρρώστια. Όσοι άρρωστοι το χρησιμοποίησαν που έπασχαν από χτικιό) ή άλλες σοβαρές ασθένειες εκτός δαιμονοπάθειας(ψυχασθένειας) η κατάστασή τους χειροτέρευε και αναγκάζονταν να επιστρέψουν το εικόνισμα ξανά την άλλη μέρα. Εάν δεν το έκαναν οι άνθρωποι του αρρώστου πήγαινε ίδια η μάνα και το έπαιρνε γιατί την ξεσήκωνε κάποιο παράξενο όνειρο που της αναστάτωνε τον ύπνο της και τη στενοχωρούσε κάθε φορά.
Το όνειρο που έβλεπε σε τέτοιες περιπτώσεις η μάνα μου ήταν το πρόσωπο κάποιου Αγίου Γέροντα με μακριά κατάλευκη γενειάδα με θλιμμένη, ταλαιπωρημένη, και καταλερωμένη την Άγια μορφή του. <<Πω, πω,! πως κατάντησες έτσι ;>> τον ρωτούσε αναστατωμένη η μάνα. <<Εκεί που μ’ έδωσες έτσι με κατάντησες >> της αποκρίνονταν εκείνος και χανόταν από τον ύπνο της η εικόνα του. Δεν ήταν λίγες η φορές που το πάθαινε αυτό η μάνα γιατί κάποιοι που είχαν κάποιον άρρωστο τους έκανε η απελπισία κι έκρυβαν την αρρώστια του και έλεγαν πως πάσχει από σεληνιασμό(ψυχασθένεια).
Δυο περιπτώσεις από τις πολλές θα αναφέρω σήμερα για τις εμφανίσεις εκείνου του αγίου που τον έβλεπε στον ύπνο της η μάνα μ’ εκείνη την αυστηρότητα του, την κατάντια του, και με τα ίδια εκείνα λόγια του τα γεμάτα παράπονο να της λέει κάθε φορά, <<εκεί που μ’ έδωσες έτσι με κατάντησες!>>.
Στη μία από τις δύο περιπτώσεις αναγκάστηκε η μάνα από την συχνή επιμονή εκείνου του Αγίου στα όνειρα της, να στείλει κάποτε δύο συγγενικά της πρόσωπα σε κάποιο χωριό του βάλτου της Ακαρνανίας, να παραλάβουν το ιερό εκείνο εικόνισμα από κάποιον άρρωστο που το κρατούσε αρκετό καιρό και όπως έδειχναν τα πράγματα δεν είχε σκοπό να το επιστρέψει. Πολλές ώρες περπάτημα έκαναν οι άνθρωποι εκείνη την ημέρα για να φθάσουν σ’ εκείνον τον τόπο. Πήγαν στο σπίτι του αρρώστου και βρήκαν την γυναίκα του αδερφού του. Της ζήτησαν να τους δώσει το εικόνισμα, τους είπε πως το είχε μαζί του ο άρρωστος. <<Και που είναι ο άρρωστος;>> τη ρώτησαν . <<Δεν ξέρω τραβάτε να τον βρείτε>>, τους είπε <<Πες μας κυρά μου, ξένοι άνθρωποι είμαστε κι ερχόμαστε από πολύ μακριά, δεν ξέρουμε ετούτο τον τόπο. Που είναι ο άνθρωπος ;>> την ξαναρώτησαν με απορία γιατί κατάλαβαν πως είχαν να κάνουν με ένα δύστροπο άτομο που ήταν ¨για το διάολο καβάλα¨ όπως έλεγαν μετά αστειευόμενοι στη μάνα. <<Στα πρόβατα είναι και φευγάτε από δω , μη μου γίνεστε φόρτωμα >> τους ξαναείπε, δείχνοντας μ’ εκείνο το φέρσιμο της πως δεν ήταν και τόσο καλές οι σχέσεις της μ’ εκείνο το άρρωστο άτομο και άρχισε να ασχολείται με τις δουλειές της. Ρώτησαν κάποιους άλλους κι έμαθαν το μέρος όπου ήταν ο άρρωστος. Βρήκανε το άτομο εκείνο να βόσκει τα πρόβατά του, σε κάποια πλαγιά του χωριού του. Όταν τους είδε από μακριά κατάλαβε πως πηγαίνουν για το εικόνισμα. Το ξεκρέμασε από το λαιμό του και το έκρυψε μέσα στην κάλτσα του ποδιού του, πράγμα που έγινε αντιληπτό από τον έναν της παρέας.
Ήταν ένα παιδί μέχρι είκοσι χρονών, χλωμό και ταλαιπωρημένο από κάποια χρόνια αρρώστια που το βασάνιζε, άτομο παραμελημένο, με όψη και μάτια γεμάτα θλίψη που αν το καλοκοίταζες, έλεγαν, έβλεπες μέσα από εκείνα τα μελαγχολικά του μάτια έναν απέραντο πόνο. Ζήτησαν από το παιδί να τους δώσει το εικόνισμα, εκείνο όμως αρνιόταν και εύρισκε διάφορες δικαιολογίες . Πότε τους έλεγε ότι το έχει ο αδερφός του κι άλλες φορές πως το έχασε ή το έχει στο σπίτι του και δεν θυμόταν που το είχε βάλει. Είδαν και απόειδαν εκείνοι πως δεν ήταν δυνατόν να τον πείσουν να τους δώσει το εικόνισμα, και, παρ’ όλο που ήταν άτομο συμπαθητικό, και πονεμένο, άρχισαν να χάνουν την υπομονή τους. Ήταν μπαϊλντισμένοι από την κούραση, την πείνα, τη δίψα και νευριασμένοι από την συμπεριφορά εκείνης της γυναίκας και ξέσπασαν με νεύρα επάνω στο άρρωστο παιδί. <<Άκου μωρέ βλάμη>> του είπαν << σε είδαμε που το έχεις κρυμμένο, μη μας κοροϊδεύεις άλλο πια, εμείς ήρθαμε απ’ του διαόλου τη μάνα νηστικοί και διψασμένοι για να σε βρούμε και θέλουμε άλλη τόση στράτα να γυρίσουμε στον τόπο μας και θα μας πιάσει η νύχτα, δεν θα μας φάνε οι λύκοι απόψε για την αφεντιά σου. Σου το λέμε για τελευταία φορά δώσε μας με το καλό το φυλακτό γιατί θα σε κάνουμε για το στρώμα!>>. Ένα απότομο σπρώξιμο στο στήθος του παιδιού ήταν αρκετό να του δείξουν πως δεν αστειεύονταν. Έβγαλε μέσα από την κάλτσα του ποδιού του το εικόνισμα και τους το έδωσε.
Στο ερώτημα που του έκαναν γιατί τόσο καιρό δεν επέστρεφε πίσω το εικόνισμα απάντησε πως ένιωθε σιγουριά μ’ εκείνο το φυλακτό και πίστευε πως κάποια μέρα η παναγία θα τον έκανε καλά, << Ο αδερφός μου>>, τους παραπονέθηκε <<θέλει να μ’ έχει άρρωστο για να είμαι κοντά στα πρόβατα>>. Είχε τάξει τους είπε πως θα πήγαινε στο Μοναστήρι της Παναγίας στα Αχυρά ένα άλογο και δεν κράτησε τον λόγο του και γι αυτό δε γινόταν καλά. << Το παιδί εκείνο δεν ήταν δαιμονισμένο(ψυχασθενής)>> μας έλεγε η μάνα, <<ποιος ξέρει από τι άλλη αρρώστια έπασχε το καημένο, πήγαν κι ετούτοι οι δικοί μου και το φοβέρισαν άρρωστο παιδί! >>
Πολλά τάματα δίνονταν στη χάρη της Παναγιάς της Αχεριάτισσας, και τα έφερναν στην αρχή στη μάνα μαζί με το φυλακτό. Άλογα, μουλάρια, σιτάρι, καλαμπόκι και ότι άλλο έταζαν οι άνθρωποι του κάθε αρρώστου όταν εκείνος έβρισκε την υγεία του. Η μάνα παρ’ όλη την φτώχια και την δυστυχία της τότε, τίποτε από εκείνα τα ταξίματα δεν κρατούσε και τους έλεγε πως εκείνα ανήκουν στην Παναγία, στο χωριό Αχερά και πως εκεί πρέπει να τα πηγαίνουν, και όχι σ’ εκείνη. Μια και μόνη φορά μας έλεγε, μετά από μεγάλη επιμονή κάποιου αρρώστου που έγινε καλά, κράτησε ένα πιάτο καλαμπόκι από την ποσότητα που είχε ταμένη, μόνο και μόνο να μην τον στενοχωρήσει.
Η άλλη εμφάνιση του αγίου από τις δύο εκείνες περιπτώσεις, ήταν το ξημέρωμα κάποιας Κυριακής κοντά στο ξύπνημα της μάνας. Πετάχτηκε έντρομη από τον ύπνο της όταν η εικόνα εκείνου του αγίου πρόβαλε για πρώτη φορά ολοζώντανα μπροστά της. <<Πως με κατάντησες έτσι;>> της είπε με αγανάκτηση και χάθηκε όπως πάντα μέσα στον ύπνο της. Σηκώθηκε κατατρομαγμένη, μουσκεμένη από ιδρώτα και με ανεβασμένους τους κτύπους της καρδιάς της από την τρομάρα της.
Ωστόσο ετοιμάστηκε και πήρε την στράτα αργότερα για την Εκκλησία με γεμάτο το μυαλό της από έγνοιες για το φυλακτό της, και ανησυχία για κείνο το πρωινό της όνειρο. Φτάνοντας στο πρώτο γωνιακό σπίτι είδε και δεν πίστευε στα μάτια της το μικρό εικόνισμα να είναι πεταμένο, μισό-σκεπασμένο και λερωμένο από στάχτες του τζακιού που πετούσαν οι άνθρωποι εκείνου του σπιτιού στην άκρη του δρόμου. Το πήρε στα χέρια της στενοχωρημένη για κείνη την κατάσταση που το είδε. Δεν ήταν εκείνο που στενοχωρούσε μόνο τη μάνα. Ο καθένας που χρησιμοποιούσε το εικόνισμα έσπαζε και ένα μικρό κομματάκι από το στρογγύλεμά του για να το κάνουν φυλακτό και το κατάντησαν να μοιάζει περίπου σαν ξύλινο γρανάζι.
Αν και έβλεπε στον ύπνο της η μάνα την μορφή εκείνου του Αγίου, τέτοια μορφή δεν υπήρχε σε καμιά από τις δύο πλευρές του εικονίσματος. Στην μια όψη υπήρχε η εικόνα της Παναγιάς και πάνω έγραφε ΠΑΝΑΓΙΑ η ΑΧΕΡΙΑΤΙΣΣΑ και στην άλλη όψη ήταν ακριβώς η ίδια εικόνα της Παναγίας. Και εδώ ήταν το παράδοξο που δεν μπορούσε να δώσει κανείς καμιά εξήγηση! Δεν αναφέρονταν το όνομα της Παναγίας, όπως στην άλλη πλευρά, αλλά ονόματα άλλων Αγίων και το όνομα άλλαζε κάθε φορά που κάποιος άλλος το διάβαζε. Κάθε φορά που κάποιοι άγνωστοι επισκέπτονταν για πρώτη φορά το χωριό μας και ήξεραν γράμματα το έδειχναν επίτηδες σ’ εκείνους και σε παιδιά ακόμα που πήγαιναν Σχολείο για να είναι απόλυτα βέβαιοι αν έβλεπαν κι εκείνοι να αναγράφονται ονόματα διαφορετικών αγίων σ’ εκείνη την πλευρά του μικρού εικονίσματος και όπως πάντα υπήρχε το ίδιο αποτέλεσμα.
Κάποιο Σάββατο απόγευμα άκουσε ο παππούς μου πως ήρθε στο χωριό μας ένας Ιεροκήρυκας από το Μεσολόγγι στο σπίτι του παππά τότε της Ενορίας μας, του παππά-Περικλή, για να κάνει κήρυγμα την Κυριακή στην Εκκλησία.
Πήρε το εικόνισμα ο παππούς και τράβηξε για το σπίτι του Παππά να το δείξει στον Ιεροκήρυκα. Μορφωμένος άνθρωπος είπε είναι, κάτι θα ξέρει από τέτοια μυστήρια, και του έδειξε το εικόνισμα για να πάρει κάποια εξήγηση για το ιερό εκείνο φαινόμενο.
Το πήρε ο Ιεροκήρυκας το περιεργάστηκε, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και το έριξε στην τσέπη της πουκαμίσας του. Γύρισε τότε την πλάτη του και έπιασε κουβέντα με τις γυναίκες του σπιτιού χωρίς να κάνει άλλη κουβέντα για κείνο το φυλακτό. Ο παππούς αγράμματος άνθρωπος ήταν, μπροστά στην αρχοντιά εκείνου του γραμματιζούμενου και πολύξερου καλοντυμένου ξένου τον πήρε η ντροπή και δεν είπε κουβέντα, τον έπιασε όμως το παράπονο κ’ έφυγε πικραμένος. Το πήρε όμως τόσο κατάκαρδα που κόντεψε να πάθει όπως έλεγε συμφόρηση από τη στεναχώρια του, γιατί το εικονισματάκι του ήταν σημαντικό για κείνον.
Τέτοια πονηριά από άνθρωπο του Θεού δεν την περίμενε, να του πάρει σαν αρπακτικό μέσα από τα χέρια του το εικόνισμα. Προχώρησε λίγα μέτρα και για καλή του τύχη βρήκε τον παππά-Περικλή που πριν από λίγο είχε τελειώσει τον εσπερινό του Σαββάτου και γύριζε νωρίς στο σπίτι του γιατί έμαθε για το μουσαφιρλίκι του ιεροκήρυκα.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που φιλοξενούνταν στο σπίτι του Παππά Περικλή εκείνος ο άνθρωπος, και μ’ εκείνον ο Παππάς μπορούσε να κουβεντιάζει για εκκλησιαστικά και άλλα ανώτερα θέματα. Περνούσαν ώρες πολλές συζητώντας και πίνοντας τα ουζάκια τους, τους καφέδες τους και απολάμβανε όσα σαββατόβραδα πήγαινε σ’ εκείνο το σπίτι ο ιεροκήρυκας την φιλοξενία του παππά-Περικλή και τα τραπεζώματα της παππαδιάς με τα καλομαγειρευμένα χωριάτικα κοτόπουλα, και τις ρόδινες καλοψημένες λαχανόπιτες.
Δεν ήταν όμως συνηθισμένος ο Παππάς από επισκέψεις του παππού μου γιατί ποτέ δεν είχε περάσει το κατώφλι του σπιτιού του. Όταν όμως τον είδε να βγαίνει από το σπίτι του έτσι στενοχωρημένο, απόρησε και τον ρώτησε ανήσυχος. <<Ποιός καλός άνεμος Σπύρο παιδί μου σ’ έφερε στο φτωχικό μου;>> Ο παππούς μίλησε με τον παππά για το πάθημά του με τον Ιεροκήρυκα. <<Την έπαθα Παππά μου, την έπαθα σαν μικρό παιδί που το ξελόγιασαν και μου πήρε το φυλακτό μέσα από τα χέρια μου. Περίμενα να μου δώσει κάποια εξήγηση να καταλάβω κι εγώ πως γίνεται ν’ αλλάζουν τα ονόματα τον Αγίων στο εικόνισμα και να κάνει τόσα θαύματα κι αυτός το βαλε στην τσέπη του και ντράπηκα Παππά μου να το ζητήσω πίσω.>>
Τ’ άκουσε εκείνα ο Παππάς και στεναχωρήθηκε για το φέρσιμο του Ιεροκήρυκα <<Πάμε μέσα Σπύρο>> του είπε. <<Και θα σου το δώσει θέλει δεν θέλει. Αν δεν το δώσει με το καλό, θα του το πάρω με το ζόρι και μη με κάνει να τον στείλω από εκεί που ήρθε βραδιάτικα. >>
Σε λίγο μπήκαν στο σπίτι. Χαιρέτισε τον ξένο μ’ εκείνη την ευγένεια που πάντα διέκρινε τον παππά-Περικλή, ρώτησε την παπαδιά αν φίλεψε τον άνθρωπο και με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση είπε στον Ιεροκήρυκα: <<Δώσε πίσω στον άνθρωπο αυτό που του πήρες, και δεν είναι σωστό να κάνεις τέτοια πράγματα μορφωμένος άνθρωπος.>> Έβγαλε από την τσέπη του ο Ιεροκήρυκας, κατακόκκινος από ντροπή, κι έδωσε ξανά το εικονισματάκι στον παππού μου. <<Ήθελα να το χαρίσω στον Δεσπότη>> δικαιολογήθηκε τότε. Έδωσε τόπο στην οργή ο παππά-Περικλής και πρόσταξε την πρεσβυτέρα του να τους βάλει από ένα ουζάκι που συνήθιζαν να πίνουν κάθε φορά που αντάμωναν. Πήρε ξανά ο παππούς στα χέρια του το εικόνισμα και τράβηξε για το φτωχικό του. Πόσες και πόσες αναμνήσεις πέρασαν από το μυαλό του από τα παιδικά του χρόνια ως εκείνη την στιγμή!
Ήταν σαράντα πέντε χρονών ο παππούς τότε και από μικρό παιδί το είχε συντροφιά του. Τίποτε άλλο δεν του έμεινε μέσα στη φτώχια του παρά μονάχα εκείνο το φυλακτό. Το πως έγινε δικό του, λίγα πράγματα θυμότανε. Κάποιες παιδικές αχνές εικόνες έρχονταν κι’ έσβηναν σαν όνειρο και χάνονταν μέσα στο μυαλό του και πολλά από εκείνα του τα λέγανε οι δικοί του.
Ήταν ένα Κυριακάτικο απόβροχο πρωινό της Άνοιξης μετά το τελείωμα της εκκλησίας όταν ο ανοιξιάτικος ήλιος μετά από ολονύχτια δυνατή βροχόπτωση άρχισε να ζεσταίνει την γη, να καθαρίζει η καταχνιά μέσα από τις ρεματιές κι απ’ τον γύρω τόπο και να γίνεται ένας ολόλαμπρος καταγάλανος ουρανός.
Κάπου τριών με τεσσάρων χρονών ήταν περίπου ο παππούς μου την ημέρα εκείνη που έπαιζε ανέμελα μ’ ένα άλλο γειτονόπουλο σ’ ένα από τα πολλά τρεχούμενα ρυάκια που κατέβαιναν από τις απότομες πλαγιές του Όρους Περγαντί. Εκείνο το μικρό ρυάκι με το κατακάθαρο νερό και το ήρεμο, γλυκό του κελάρυσμα άρεσε στα παιδιά κ’ άρχισαν το παιχνίδι τους μαζί του, πηδούσαν πότε από την μια μεριά του ρυακιού και πότε από την άλλη, έπαιζαν, γελούσαν, και χαίρονταν εκείνο το αθώο ξέγνοιαστο παιχνιδάκι τους.
Το άλλο αγοράκι ήταν ένα μοναχοπαίδι μέχρι δυόμιση χρονών, ορφανό από τον πρόσφατο χαμό της μάνα του, παιδί αρχοντόπουλο, που ζούσε με τον πατέρα του χωρίς άλλους συγγενείς στον κόσμο. Το παιδί εκείνο τις Κυριακές και σε κάθε γιορτή, φορούσε στο λαιμό του ένα καλοδιατηρημένο φυλαχτό που άστραφτε στον ήλιο η χρυσοκέντητη θήκη του. Ο παππούς μου ήταν η μοναδική παρεούλα εκείνου του μικρού παιδιού. Γεννημένα και μεγαλωμένα σαν αδέρφια στην ίδια γειτονιά. Το όμορφο όμως στολίδι που φορούσε εκείνο το μικρό εντυπωσίαζε τον παππού μου και το καλόβλεπε και σαν παιδί ζήλευε, λαχταρούσε η καρδιά του, και πάντα επιθυμούσε να είχε κι εκείνο ένα τέτοιο φανταχτερό στολίδι κρεμασμένο στον λαιμό του.
Την ίδια εκείνη ημέρα μετά το παιχνίδι τους, πρόσεξε ο πατέρας του μικρού την ώρα που το έβαλε για τον μεσημεριανό του ύπνο πως το φυλακτό του παιδιού του έλειπε από πάνω του. Τον έζωσαν τα φίδια τον άνθρωπο, ρωτούσε και ξαναρωτούσε το παιδί <<Πες μου καμάρι μου που είναι το φυλακτό σου; Που το έχεις βάλει; Βρε καλό μου, βρε χρυσό μου, πες μου παιδάκι μου που το παράτησες;>> έσκασε από την στενοχώρια του γιατί κατάλαβε πως το παιδί του τίποτα δε θυμόντανε από όσα το ρωτούσε. Μάταια προσπαθούσε ο άνθρωπος και η μόνη απάντηση που έπαιρνε κάπου κάπου από το παιδί του ήταν <<Δεν ξέρω>>, κι’ έγερνε το κεφαλάκι του νυσταγμένο στο μαξιλάρι του και το ΄παιρνε ο ύπνος. Έψαξε παντού εκείνος ο πατέρας, ανακάτεψε τα πράγματα του σπιτιού, πήγε στο σημείο που έπαιζαν τα παιδιά, ούτε κι εκεί το βρήκε. Πήγε στο σπίτι του παππού με την ελπίδα πως το πήρε εκείνο. Ούτε κι εκείνοι ήξεραν για την τύχη του φυλακτού. Ρωτούσε τους συγχωριανούς του γιατί πίστευε πως κάποιος περαστικός το βρήκε, έκανε ανακοίνωση και στην εκκλησία ακόμα, κι έταζε ο άνθρωπος όποιος έβρισκε το εικονισματάκι και του το έδινε, θα του χάριζε ένα ζευγάρι βόδια.
Η απώλεια του φυλακτού ξεσήκωσε τους κατοίκους του χωριού, έψαξαν παντού σ’ εκείνο τον τόπο, έψαχναν επίμονα για πολύ καιρό γιατί ήξεραν την αξία του και πόσο σημαντικό ήταν για κείνο τον άνθρωπο και για τον τόπο τους ακόμα με τα θαύματα που έκανε. Βέβαια δελεαστική ήταν και η προσφορά που έκανε εκείνος ο άνθρωπος. Ένα ζευγάρι βόδια- ήταν μεγάλη η αξία τους- και κανείς δεν θα ήθελε να χάσει εκείνη την ευκαιρία. Περνούσε ο καιρός και το φυλακτό παρέμεινε άφαντο λες και άνοιξε η γη και το κατάπιε.
Τη χρονιά εκείνη πέθανε το μικρό ορφανό. Τότε που οι εποχές ήταν δύσκολες και το κλίμα τον χειμώνα σ’ εκείνο τον τόπο βαρύ από βροχές, υγρασίες, πλημμύρες, κρύο πολύ ο κόσμος πέθαινε από αρρώστιες, κρυολογήματα και άλλα περιστατικά. Την ίδια ακριβώς χρονιά δεν άντεξε η πατρική καρδιά και πέθανε απ’ τον καημό του για τον χαμό του μονάκριβου παιδιού του και ο άτυχος πατέρας, ο κάτοχος του μικρού θαυματουργού εικονίσματος.
Το μικρό εκείνο εικόνισμα από το πολυκαιρίτικο χρώμα του, έδειχνε πως ήταν από παλιές εποχές. Ποιό Άγιο χέρι το έφτιαξε και πως βρέθηκε στα χέρια εκείνου του Ανθρώπου κανείς δεν ήξερε. Το μόνο που έλεγαν τότε πως ήταν από το τίμιο ξύλο.
Στο τέλος περίπου της επόμενης χρονιάς, ένα πρωινό η μάνα του παππού ξεκρέμασε από τον τοίχο του σπιτιού τους κάποιο σκεύος που λέγεται αρίλαγος και πήγε στο αμπάρι να μαζέψει ότι υπόλοιπο είχε απομείνει από το καλαμπόκι που ήταν μέσα σ’ εκείνο το χώρο. Βάζει τον αρίλαγο στο πορτάκι του αμπαριού το ανοίγει και είδε με μεγάλη της έκπληξη να πέφτει με φόρα μέσα σ’ εκείνο το σκεύος μαζί με το καλαμπόκι το εξαφανισμένο εικόνισμα. Κατάλαβε τότε η μάνα, πως το παιδί της είχε πάρει το φυλακτό από το μικρό την ημέρα που έπαιζαν σ’ εκείνο το ρυάκι και το έριξε μέσα στο αμπάρι.
Εκείνο που δεν ήξερε ήταν με τι τρόπο το πήρε, ούτε και μπόρεσαν ποτέ να μάθουν γιατί στο διάστημα μιας σχεδόν ολόκληρης χρονιάς είχε σβηστεί από την μνήμη του παιδιού της και το είχε τελείως ξεχασμένο. Έβγαλαν όμως το συμπέρασμα πως ίσως η χρυσοκέντητη θήκη, το πουγκί της Παναγίας όπως το έλεγαν εκείνο το στολίδι, να ανάγκασε το μικρό να προβεί τότε σ’ εκείνη την πονηρή παιδική πράξη και όχι το περιεχόμενό της.
Από τότε το ιερό εκείνο κειμήλιο, επειδή δεν υπήρχε κάποιος άλλος κληρονόμος να το διεκδικήσει, παρέμεινε στην κατοχή του παππού μου.
Μετά το περιστατικό με τον ιεροκήρυκα, εκείνο το πνευματικά φωτισμένο ανθρωπάκι του Θεού, που δεν γνώριζε τίποτε άλλο παρά μόνο να περιδρομιάζει στα σπίτια των φτωχών και ταπεινών παπάδων, να μιλάει στις εκκλησιές και να κρατά όρθιο τον κουρασμένο, αγράμματο γυναικόκοσμο και τα σχολιαρόπαιδα της εποχής εκείνης, με τα χριστιανικά του διδάγματα χωρίς να καταλαβαίνουν κουβέντα απ’ όσα τους έλεγε, μιλώντας τότε την ακαταλαβίστικη για εκείνους καθαρεύουσα. Εκείνος ο ¨εκπρόσωπος του θεού¨ που δίδασκε τάχα την αγάπη και την καλοσύνη, εκείνος που άνοιξε τότε τα γαμψά του νύχια, νύχια γερακιού κι άρπαξε το ιερό εκείνο κειμήλιο μέσα από τα χέρια ενός φτωχού και ταλαιπωρημένου φαμελίτη.
Ακριβώς την ίδια εκείνη χρονιά ήταν που σημάδεψε και μακέλεψε η αδυσώπητη μοίρα και τον ίδιο τον παππού μου εκείνο τον βασανισμένο άνθρωπο που τον είχε καταδικασμένο μέσα στην φτώχια και την μιζέρια και τον ξεκλήρισε μαζί με τα τέσσερα παιδιά του όπως έλεγαν τότε τ’ αγόρια, κι έμεινε μέσα στην ορφάνια η δική μου η μάνα. Με παρηγοριά της το θαυματουργό φυλακτό που το κρατούσε για ανάμνηση, ακουμπισμένο με τ’ άλλα τα εικονίσματα στο πίσω μέρος του καντηλιού και το ξεκρεμούσε μόνο όταν το ζητούσαν κάποιοι άνθρωποι για την θεραπεία κάποιου <<δαιμονισμένου>>.)
Για να δώσει όμως η μάνα σε έναν άρρωστο το φυλακτό, θα έπρεπε να είναι και κάποιος γνωστός που θα εγγυόντανε την επιστροφή του ξανά στον τόπο του και να είναι βέβαιη πως πρόκειται να δοθεί σε άτομο <<δαιμονισμένο>>. Για να έχει το εικόνισμα την ενέργεια να θεραπεύει άτομα με δαιμονοπάθεια έπρεπε πρώτα να λειτουργηθεί στην εκκλησία και μετά να δοθεί στον άρρωστο. Εάν δεν λειτουργούνταν καμιά θαυματουργή ενέργεια δεν είχε πάνω του το μικρό εκείνο εικόνισμα.
Όλα ετούτα η μάνα τα γνώριζε από τον πατέρα της γιατί κ’ εκείνος τα ήξερε από τα θαύματα που γίνονταν στον τόπο του πολλά χρόνια πριν, τον καιρό που ζούσε στο χωριό του τα Αχυρά. Μετά το θάνατο του πατέρα της, τα θαύματα συνεχίζονταν και πρέπει να ήταν πολλά για να μας λέει η μάνα πως << μέχρι το Σακαρέτσι(Περδικάκι) έφτασε η χάρη του>>.
Στο χωριό μου δύο άτομα θεράπευσε. Ένα από αυτά τα άτομα έλεγαν ότι ήταν η Λ. Π. Δεν ξέρω σε ποια ηλικία ήταν και τι πρόβλημα είχε εκείνο το άτομο.
Το δεύτερο θαύμα έγινε στο ίδιο το περιβάλλον της μάνας όταν κάποιος πρώτος μπάρμπας – αδερφός της μάνας της – είχε παραστεί σε κάποιο δικαστήριο ως ψευδομάρτυρας και την στιγμή που έβαλε το χέρι του στο ιερό Ευαγγέλιο και έκανε εκείνη την ψευδομαρτυρία, την ίδια ακριβώς στιγμή λες κι έπεσε η κατάρα εκείνης της αδικίας πάνω στον αχρόνιαστο μοναχογιό του. Παιδί ακόμα στην κούνια έχασε την φωνή του (κλάμα) και τα μάτια του γύρισαν ανάποδα κοιτάζοντας το καθένα σε αντίθετη κατεύθυνση και φαίνονταν μόνο το γαλακτερό των ματιών του. Έμεινε σ’ αυτή την κατάσταση τρία ολόκληρα ημερόνυχτα. Χάρη σ’ εκείνο το εικόνισμα το παιδί έγινε καλά, ξαναβρήκε τη φωνή του, επανήλθαν τα μάτια του αλλά παρέμεινε ο στραβισμός του μέχρι τα βαθιά του γεράματά και μ’ εκείνη την κατάσταση έφυγε από την ζωή.
Το τρίτο και το πιο παράξενο θαύμα που έγινε και μας συγκλόνιζε κάθε φορά όταν το ακούγαμε, είχε συμβεί σε μια οικογένεια στο απέναντι χωριό τη Μαχαιρά. Ένα απόγευμα επισκέφτηκε τη μάνα μια παρέα από Μαχαιριώτες και της ζήτησαν να τους δώσει το γνωστό εκείνο φυλακτό(ψυχασθένεια) για την θεραπεία μιας δύστυχης κοπέλας γιατί μπήκε <<ο δαίμονας>> μέσα της (ψυχασθένεια), όπως έλεγαν, και βασάνιζε την ψυχή της. Επειδή τα άτομα εκείνα ήταν άγνωστα στη μάνα αρνήθηκε να τους το δώσει εκείνη την ώρα. Τους πρότεινε όμως πως στο χωριό εκείνο υπήρχε κάποιο άτομο ονόματι Κονιόσης – ξάδερφός της – που είχε σχέση με την οικογένεια του κοριτσιού και θα μπορούσε να εγγυηθεί την επιστροφή του. Έφυγαν οι άνθρωποι και γύρισαν το ίδιο βράδυ φέροντας μαζί τους τον Κονιόση. Σιγουρεύτηκε η μάνα, έδωσε το εικόνισμα και τους ενημέρωσε να το λειτουργήσουν πρώτα στην εκκλησία. Το περιστατικό με το κορίτσι εκείνο συνέβη μια χειμωνιάτικη βραδιά που ο βοριάς λυσσομανούσε αγριεμένος και το χιονόνερο έπεφτε πυκνό και παγωμένο. Έτυχε εκείνο το βράδυ το κορίτσι να υποφέρει από κοιλιακούς πόνους και να βγαίνει συχνά έξω αφήνοντας από την βιασύνη της με το πρόβλημα που είχε την πόρτα του σπιτιού τους ανοιχτή. Έβαλε τότε τις φωνές η μάνα της, γεμάτη αγανάκτηση: <<Tί μπαίνς’ κι βγαίνς’ μωρή, π’ να σο’ μπ’ ο διάολος μέσα ς΄ κι μας πούντιασης απόψε>> της είπε. Λες εκείνη την ώρα περίμενε ο δαίμονας ήταν στην πόρτα του σπιτιού κ’ έκανε το χατίρι εκείνης της μάνας. Έπεσε το κορίτσι την ώρα που ήταν να βγει έξω δίπλα στην πόρτα του σπιτιού κι άρχισε να κυλιέται εκεί κατάχαμα, να σφαδάζει, να βγάζει ρόγχους και αφρούς από το στόμα, με πρόσωπο παραμορφωμένο και έμεινε εκεί ανάσκελα, ακίνητη, σχεδόν πεθαμένη. Όταν συνήλθε δεν ήταν το ίδιο πια κορίτσι. Από τότε άρχισε να το καταλαμβάνει <<ο δαίμονας>> και φώλιαζε για τα καλά μέσα στην ψυχή του και άρχισε να το βασανίζει. Αυτή η κατάσταση επαναλαμβάνονταν συχνά και τότε το κορίτσι αποκτούσε κάθε φορά παράξενες συμπεριφορές άλλαζε φωνές με ασυνάρτητα λόγια, άλλες φορές η φωνή της γίνονταν καθαρά αντρική και όταν μιλούσε τα χείλια του κοριτσιού έμεναν ακίνητα τελείως ασάλευτα, ούρλιαζε γελούσε περίεργα, που τα γέλια εκείνα σου έφερναν ανατριχίλα, και συχνά γίνονταν επικίνδυνη για όσους παρευρίσκονταν σ’ εκείνο τον χώρο.
Κατά την ώρα της κρίσης τραντάζονταν ολόκληρη, προέβαινε σε επιθέσεις, αποκτούσε τρομερή μυϊκή δύναμη και με δυσκολία μπορούσαν να την κάνουν καλά τρεις με τέσσερες δυνατοί άνδρες. Έβγαζε αφρούς από το στόμα και σωριάζονταν όπως κάθε φορά κατάχαμα αναίσθητη. Η κατάσταση της χειροτέρευε ακόμη περισσότερο και ορμούσε αγριεμένη, άρπαζε, πετούσε η ποδοπατούσε όταν της πήγαιναν σταυρό, εικόνες και ότι άλλο είχε σχέση με τα Θεία.
Όταν την επισκέπτονταν Παππάς, τον έβριζε, τον μούντζωνε με τα δυο της τα χέρια, τον έφτυνε, τον περιγελούσε βγάζοντας την γλώσσα της τον αποκαλούσε με διάφορους χαρακτηρισμούς και του έβγαζε ορισμένα άπλυτα, δηλαδή κάποια πράγματα που είχε κάνει ο παππάς στο παρελθόν.
Ο μόνος άνθρωπος που επικοινωνούσε και συνομιλούσε μ’ εκείνο το μοχθηρό πνεύμα και μάθαινε για τα σατανικά του έργα που έκανε εκείνες τις ημέρες ήταν ο Κονιόσης. Μάθαινε πράγματα όπως του τα έλεγε <<ο δαίμονας>> πάντα με αντρική φωνή και είχαν συμβεί στην πραγματικότητα, χωρίς το άρρωστο κορίτσι να είχε βγει από το σπίτι ή να τα είχε ακουστά από κάποιον άλλον άνθρωπο. <<Σήμερα έβαλα τον τάδε και τον τάδε και τσακώθηκαν>>, έλεγε στον Κονιόση. << Έβαλα εκείνον και έκλεψε, έβαλα τον άλλον και έκανε εκείνο και το άλλο>>, και πολλά άλλα. Ακόμη χαριεντίζονταν σε κάποιο ερώτημα που του έκανε ο Κονιόσης και τον αποκαλούσε ‘Φίλε’. <<Που ήσουνα σήμερα;>> του έλεγε όταν άφηνε το κορίτσι στη γαλήνη του για κάποιες ώρες και ξανά επέστρεφε δημιουργώντας του εκείνες τις φρικιαστικές κρίσεις. <<Είχα πάει στα λιβαδάκια μαζί με κοριτσάκια>> του απαντούσε και ξεσπούσε σε δυνατά ανατριχιαστικά γέλια.
Όταν πήγαν στο σπίτι του κοριτσιού, ο Κονιόσης και η παρέα του από την βιασύνη και την αγωνία τους πήγαν να βάλουν επάνω της το εικονισματάκι. H αντίδραση όμως της άρρωστης ήταν τέτοια που ξάφνιασε όλους τους παρευρισκόμενους που ήταν εκεί. Όρμησε με μίσος επάνω στον Κονιόση, του άρπαξε το εικόνισμα από το χέρι του και το έβαλε απότομα στο στόμα της να το θρυμματίσει με τα δόντια της. Έπεσαν επάνω της ο Κονοιόσης και κάποιοι άλλοι της άνοιξαν με δυσκολία τα σαγόνια της, βάζει τότε τους δυο δείκτες των χεριών της η γιαγιά, της άρρωστης αγκαλιάζει και τραβά προς τα έξω και ελευθερώνει με το ένα δάκτυλο του χεριού της το εικόνισμα και πριν να προλάβει να βγάλει το άλλο άφησαν τα σαγόνια, της άρρωστης και με την δύναμη που είχε ακρωτηρίασε και το μισό δάκτυλο εκείνης της γυναίκας έμεινε στο στόμα του κοριτσιού που με δυσκολία το ελευθέρωσαν κι εκείνο με κάποιο χονδρό μεταλλικό αντικείμενο . Την άλλη μέρα φεύγει πρωί πρωί ο Κονιόσης και πήγε ξανά στη μάνα στενοχωρημένος και της διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί εκείνη τη νύχτα, <<και τώρα τι κάνουμε;>> Ρώτησε. <<Λειτουργήσατε παιδί μου το εικόνισμα πριν να το βάλετε στην άρρωστη;>> <<όχι >> της είπε εκείνος <<Καλά μωρέ ξάδερφε τη σας είπα εγώ να κάνετε;>> του είπε η μάνα << κ’ εσύ πήγες κ’ έκανες του κεφαλιού σου;>> μετά απ’ όλα εκείνα πήγαν το μικρό εικονισματάκι στην εκκλησία το διάβασε ο παπάς, και πήγανε ξανά στο σπίτι της άρρωστης με το που μπαίνει μέσα ο Κονιόσης, του λέει ο δαίμονας, <<Ώστε έτσι Κέρατά Κονιόση του είπε πήγες και μου έφερες τον Γιατρό >> Γυρίζει ο Κονιόσης κοιτάζει πίσω του νομίζοντας πως πίσω του ακολουθούσε κάποιος Γιατρός που τον είχαν φέρει οι γονείς της άρρωστης και ρωτά παραξενεμένος <<ποιόν γιατρό σου έφερα;>> του είπε με απορία <<Αυτόν που έχεις στην δεξιά σου τσέπη>> του είπε. Κατάλαβαν τότε πως πρόκειται για θαύμα και με το που πέρασαν το εικόνισμα στο λαιμό της άρρωστης συνέβη το ίδιο ακριβώς περιστατικό όπως και την πρώτη φορά που καταλείφθηκε από τον <<δαίμονα>> με τον ίδιο εκείνο τρόπο το κορίτσι ελευθερώθηκε και έγινε απολύτως καλά. Το περίεργο ήταν με το κορίτσι εκείνο όταν το ρωτούσαν τι έβλεπε η τι ένιωθε κατά την διάρκεια της αρρώστιας της, απαντούσε πως δεν πίστευε σε θαύματα και πως όλα εκείνα που έβλεπε ήταν ανοησίες και κατασκευάσματα του μυαλού της.
Το εικονισματάκι συνέχισε τα θαύματά του, έμεινε αρκετά χρόνια στα χέρια της μάνας μου μέχρι την καταστροφική πλημύρα του χωριού Αχυρά. Τότε ήταν που πήγε ο πατέρας μου να πάρει το φυλακτό από κάποιον άρρωστο σε κάποιο χωριό και στο δρόμο του συνάντησε μια επιτροπή από το χωριό Αχυρά που βγήκε στα γύρο χωριά για έρανο για να βοηθηθούν και να καλυφτούν οι ανάγκες των κατοίκων του χωριού τους. Ο πατέρας την ώρα εκείνη δεν είχε χρήματα η κάτι άλλο να δώσει τον πήρε η ντροπή και πρόσφερε σ’ εκείνους τους ανθρώπους το ανεκτίμητο και χρήσιμο ιερό εκείνο κειμήλιο, που πήρε μια για πάντα το δρόμο της εξαφάνισης.
Η στενοχώρια της μάνας ήταν μεγάλη, δεινοπάθησε όμως κ’ ο πατέρας από την γκρίνια τις αδερφής της μάνας, η οποία ήθελε σώνει και καλά να κάνει μήνυση στον πατέρα μου γιατί το φυλακτό το διεκδικούσε κ’ εκείνη. Ο πατέρας μου δικαιολογήθηκε πως έδωσε το φυλακτό γιατί το θεωρούσε υπεύθυνο για τους τόσους θανάτους που συνέβησαν στις δύο οικογένειες και πως η θέση του έπρεπε να είναι στην Παναγιά την Αχυριάτισσα. Γι’ αυτό ξεκληρίστηκε όπως έλεγε η οικογένεια του πρώτου κατόχου από τα Αχυρά, μετά ο παππούς και τέσσερα αγόρια του, και μετά ο πρώην Άνδρας της μάνας και φοβήθηκε μήπως συνεχιστεί εκείνη η κατάρα όπως νόμιζε και στα δικά του παιδιά. — Θέλω να διευκρινίσω εδώ πως το φυλακτό εκείνο παρέμεινε για πολλά χρόνια μέχρι την εξαφάνιση του στην κατοχή της μάνας και της αδερφής της χωρίς να υπάρξει ποτέ άλλο θύμα στην οικογένεια–
Ο παππούς Από τον καιρό που έφυγε από τον τόπο του και παρ’ όλο την μεγάλη νοσταλγία που ένιωθε για το χωριό του ποτέ δεν ξαναπάτησε το πόδι του σ’ εκείνο το μέρος. Η μάνα γεννημένη στη Σκουρτού του σημερινού χωριού μου αν και είχε
πάντα την επιθυμία να γνωρίσει τα’ Αχυρά χωριό του πατέρα της δυστυχώς η φτώχια και οι δύσκολες καταστάσεις τότε ούτε και κείνης ήταν μπορετό να γνωρίσει το χωριό του πατέρα της. Όμως στης προσευχές της και σε κάποιες δύσκολες στιγμές της ζωής της πάντα επικαλούνταν το όνομα της Παναγίας για να της προσφέρει η Μεγαλόχαρη Παναγιά η Αχυριάτισσα τη βοήθειά της. Λίγες μέρες πριν το τέλος της ζωής της ένιωθε μεγάλη νοσταλγία <<μου πόνεσε για το εικονισματάκι >> μου έλεγε και τα μάτια της μάνας βούρκωναν από παράπονο.
Για το λόγο αυτό σήμερα εγώ ο ΠΕΤΡΟΣ Ο ΠΟΛΎΖΟΣ αν και είμαι βαθιά θρησκευόμενος Χριστιανός ορθόδοξος, την ιστοριούλα αυτή, δεν την εξιστορώ από θρησκοληψία, ιδιοτέλεια, ή από δεισιδαιμονική μανία, αλλά από αγάπη για τους προγόνους και την εποχή τους, και την ανάγκη που νοιώθω ότι πρέπει να γίνει γνωστό στους συμπατριώτες, ότι το εικονισματάκι υπήρξε και ότι υπάρχει ελπίδα να ξαναβρεθεί.
Απόγονος της οικογένειας που κατείχε τότε το ιερό εκείνο κειμήλιο, και επειδή διακατέχομαι από μεγάλη αγάπη, σεβασμό, και υποχρέωση προς εκείνη την υπέροχη μάνα γράφω ετούτα νομίζοντας πως θα αναπαυτεί επιτέλους η ψυχούλα της. Κάνω έκκληση εάν και εφόσον υπάρχει ακόμα, και είναι στην κατοχή κάποιου άλλου απόγονου από εκείνη την επιτροπή που παρέλαβε τότε εκείνο το σημαντικό ιερό εικόνισμα και δεν έχει πέσει στα χέρια κάποιου ιερόσυλου και συμφεροντολόγου Δεσπότη, η Ιεροκήρυκα τιμή του θα είναι να το επιστρέψει, στην ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΑΧΕΡΙΑΤΙΣΣΑ να βγει ξανά στην επιφάνεια και να συνεχίσει τα ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ. Όπως τότε τις παλιές εκείνες εποχές.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *