Η αιτωλική γη έχει ταυτιστεί µε τις έννοιες της ευφορίας και την αφθονίας. Η Αρχαία Ελληνική Μυθολογία τη συνέδεσε µε έναν από τους βασικότερους µύθους της, το µύθο της πάλης του Ηρακλή µε τον ποταµόθεο Αχελώο. Το «κέρας της Αµάλθειας», που αποσπάστηκε θριαµβευτικά από το θεό Αχελώο, είναι το αιώνιο σύµβολο της αφθονίας που χαρίστηκε ως δώρο στους κατοίκους της Αιτωλίας, συµβολίζοντας τις γονιµοποιές ιδιότητες του ποταµού.
Το γεγονός ότι ηττήθηκε θεός στην πάλη του µε άνθρωπο δείχνει το µέγεθος του πλούτου που χαρίστηκε: «παν αγαθόν εχορηγείτο τω χρήζοντι», (Ευστάθιος Θεσ.)
«…ανθών παντοίων ευωδών και οπωρών πληρουσι, και ούτως η πολύπλουτος των δώρων αφθονία τω κέρατί µου έγκειται τω καθιερωθέντι», Οβίδιος). Η κοίτη του Αχελώου µετατοπίστηκε προς τα δυτικά, αφήνοντας «πολλήν και πάµφορον χώραν», γόνιµη γη, κατάφυτη από πληθώρα οπωρικών: µήλων, ροδιών και σταφυλιών (∆ιόδωρος Σικελιώτης, ∆΄ 35).
Η κυριαρχία της αµπέλου και του κρασιού στη Ν. Αιτωλία µπορεί να θεωρείται απολύτως επιβεβαιωµένη. Αυτό τεκµηριώνεται κατ’ αρχήν από τα πολλά τοπωνύµια της περιοχής που έλκουν την καταγωγή τους από τον οίνο και την άµπελο. Οινιάδες ήταν µια από τις πιο σηµαντικές πόλεις της αρχαίας Αιτωλοακαρνανίας, ακριβώς δίπλα στον Αχελώο. Η ονοµασία της υποδηλώνει τόπο ή περιοχή παραγωγής οίνου. Η ετυµολογία της, που µπορεί να ανάγεται στη ριζική λέξη «η οίνη» (= άµπελος), επιβεβαιώνεται τόσο από τη συσχέτισή της µε την ήµερη άµπελο, αφού όπως αναφέρθηκε η περιοχή ήταν γνωστή από την αρχαιότητα σαν «αγαθή γη» για την εφορία της (Παυσανίας, Μεσσηνιακά 25), όσο και από τις άγριες αµπέλους και τις αυτοφυείς κληµαταριές που ως πρόσφατα αφθονούσαν στα µέρη, κλαρωµένες συνήθως σε πολλά λιµναία και παραλιµναία δέντρα, και το φθινόπωρο ήταν κατάφορτες µε στυφά µαυροστάφυλλα, τα λεγόµενα γρέτζελα (Μιτάκης, 1986:21).
Εξίσου πιθανή είναι η ετυµολογία των Οινιαδών και από τη ριζική λέξη «ο οίνος» (= κρασί), καθώς η περιφέρεια ήταν ανέκαθεν γνωστή για την πολλή και εκλεκτή της οινοπαραγωγή, ενώ µέχρι και πριν λίγα χρόνια υπήρχαν στο Μεσολόγγι και στο Αγρίνιο οινοπωλεία και εστιατόρια που διαφήµιζαν πως είχαν γνήσιο κρασί Κατοχής, πόλης της Αιτωλίας δίπλα στους Οινιάδες (Μιτάκης, 1986:21).
Μία τρίτη επίσης ετυµολογική προσέγγιση αποδίδει την ονοµασία της πόλης στο όνοµα ενός πληθυσµού αµπελουργών που είχαν εισάγει αυτό το φυτό, άγνωστο ακόµα στην υπόλοιπη περιοχή, ερµηνεία που βρίσκει απόλυτη αντιστοιχία σε έναν ακόµα µύθο που αναφέρεται στην Αιτωλία και σχετίζεται µε την εµφάνιση της πρώτης αµπέλου στη χώρα (∆ηµητρίου, 1961). Σύµφωνα µε τον Εκαταίο το Μιλήσιο, το περιστατικό έλαβε χώρα λίγο µετά τον κατακλυσµό του ∆ευκαλίωνα, όταν ο ένας του γιος, ο Ορεσθέας, εγκαταστάθηκε στην Αιτωλία ως πρώτος βασιλιάς της. Στην Αιτωλία η σκύλα του γέννησε ένα κοµµάτι ξύλου, το οποίο όταν ο Ορεσθέας έθαψε, εκείνο βλάστησε ένα κλήµα αµπέλου φορτωµένο σταφύλια. Σε ανάµνηση του γεγονότος αυτού ο Ορεσθέας ονόµασε Φύτιο το γιο που απέκτησε στη συνέχεια. Γιος του Φύτιου ήταν ο Οινέας, το όνοµα του οποίου προέρχεται από τη λέξη «οίνη», όπως αποκαλούσαν τότε οι Έλληνες την άµπελο (Ρίσπεν, 1953:461-462).
Από τον Οινέα ονοµάστηκε οίνος το κρασί. Σύµφωνα πάλι µε τη Μυθολογία, όταν ο θεός ∆ιόνυσος σε µια από τις ατέλειωτες περιπλανήσεις του βρέθηκε στην Αιτωλία, φιλοξενήθηκε από τον Οινέα, βασιλιά της Καλυδώνας. Ευχαριστηµένος ο θεός από την υποδοχή και τη φιλοξενία που βρήκε, παρέδωσε στον Οινέα εις ανταπόδοση το πρώτο κλήµα για να το φυτέψει. Του έµαθε την τέχνη της καλλιέργειας της αµπέλου και για να τον τιµήσει έδωσε το όνοµά του στο χυµό των καρπών της (Ελληνική Μυθολογία, τοµ.2:202 & τοµ. 3:153). Έτσι, από τον Οινέα το κρασί ονοµάστηκε οίνος.
Εκτός από τη λέξη οίνος κι άλλες ονοµασίες συναφείς µε το κρασί και την άµπελο έλκουν την καταγωγή τους από την Αιτωλία. Σύµφωνα µε άλλο µύθο, ο Οινέας είχε ένα βοσκό ονοµαζόµενο Στάφυλο. Ο βοσκός αυτός παρατήρησε κάποτε πως µια από τις κατσίκες του κοπαδιού δεν έβοσκε µαζί µε τις άλλες και ότι κάθε µέρα γινόταν παχύτερη, ενώ ήταν πάντα και πιο ζωηρή από τα άλλα ζώα. Την παρακολούθησε και είδε ότι έτρωγε σταφύλια. Έφαγε και αυτός και επειδή τα βρήκε νόστιµα µάζεψε
µερικά και τα πήγε στον κύριό του. Ο Οινέας τα έστυψε, πήρε το χυµό και έφτιαξε ένα ποτό που το ονόµασε οίνο. Από ευγνωµοσύνη στο βοσκό, έδωσε στον καρπό το όνοµα «σταφυλή» (Στάφυλος – σταφύλι), (Ρίσπεν, 1953:461-462), και στο χυµό το δικό του όνοµα (Οινέας – οίνος), (Ελληνική Μυθολογία, τοµ. 3:153).
Το ότι η Νότια Αιτωλία ευθύς εξ αρχής είχε σχετιστεί µε την καλλιέργεια της αµπέλου επιβεβαιώνεται και από πολλά ακόµα τοπωνύµια που αναφέρονται κι
ανάγουν την ονοµασία τους στην αµπελοοινική παράδοση της περιοχής. Εκτός από τους Οινιάδες – ονοµασία που διατηρείται έως σήµερα – υπάρχουν τα Αµπέλια στο ανατολικό τµήµα της πεδιάδας της Κατοχής, µια έκταση χιλίων περίπου στρεµµάτων άλλοτε (Μιτάκης, 1986:601), κατάφυτη από αµπέλια που παρήγαγαν πολύ και εκλεκτό κρασί, βραβευµένο στην έκθεση Θεσσαλονίκης το 1936 και φηµισµένο από παλιά (Μιτάκης, 1986:503). Στην Κατοχή επίσης υπήρχαν τρεις ονοµαστές περιοχές:
«Η Σταφίδα του Βάλβη», 3χλµ. Β∆ του χωριού, «Η Σταφίδα του Μπαρµπέρη», 1300
µέτρα Β∆ του χωριού και «Η Σταφίδα Νέου» ένα χιλιόµετρο Β∆ του χωριού, συνέχεια της «Σταφίδας του Μπαρµπέρη», τοπωνύµια που όφειλαν την ονοµασία τους στην καλλιέργεια της σταφιδαµπέλου που ήταν διαδεδοµένη άλλοτε στην περιοχή (Μιτάκης, 1986:637). Επίσης υπάρχουν τα Πάνω Αµπέλια στη Γουριά Μεσολογγίου, κοιλάδα έκτασης εβδοµήντα κάποτε στρεµµάτων, καλυµµένη από αµπελώνες που παρήγαγαν τον περίφηµο µαύρο οίνο της Γουριάς, και τα Κάτω Αµπέλια νότια της Γουριάς, όπου επίσης βρίσκονταν συγκεντρωµένοι πολλοί αµπελώνες. Κάτω Αµπέλια και Απάνω Αµπέλια υπάρχουν και στους πρόποδες του Αρακύνθου, στην περιφέρεια του Μεσολογγίου, ενώ µαρτυρείται πως κάθε χωριό της Παραχελωίτιδας είχε Απάνω Αµπέλια και Κάτω Αµπέλια, ακριβώς λόγω των πολλών αµπελιών που καλλιεργούσαν.
Θα πρέπει να θεωρήσουµε την αµπελουργία από τις πρώτες γεωργικές ασχολίες που αναπτύχθηκαν στη Νότια Αιτωλία, κατέχοντας µάλιστα εξάρχουσα θέση στη ζωή των κατοίκων της. Ο Καλυδώνιος Κάπρος, το θηρίο που κατέστρεφε τα αµπέλια και τις καλλιέργειες της περιοχής ήρθε ως τιµωρία της θεάς Αρτέµιδος, όταν ο Μελέαγρος αγνόησε την υποχρέωσή του να θυσιάσει την πρώτη εσοδεία στη θεά, που ως προστάτιδα της φύσης και της γεωργίας σε αυτήν αποδιδόταν η ωρίµανση των οπωρικών (Ρίσπεν, 1953:198-199).
Μια ακόµα επιβεβαίωση, έρχεται από το Ι της Ιλιάδας, όπου αναφέρεται πως όταν χρειάστηκε να πείσουν το Μελέαγρο να υπερασπιστεί την πόλη του στην εχθρική επίθεση που ξεσηκώθηκε ύστερα από τη µήνη της θεάς, ως πιο µεγάλο δώρο του έταζαν στον πιο παχύ κάµπο της όµορφης Καλυδώνας να διαλέξει ένα χτήµα από πενήντα στρέµµατα, το µισό µε αµπέλι («οινοπέδοιο»), (Ιλιάδα Ι, στ.575-580).
Η ίδια εικόνα οινόφυτης γης για την περιοχή της Καλυδώνας µεταφέρεται και από τις περιγραφές περιηγητών τα νεώτερα χρόνια, ξεχωρίζοντας τις πλαγιές της Καλυδώνας για το καλό κρασί που έδιναν (Depping, 1821 στο Πριόβολος, 2004:152).
Υπάρχει µνεία για µια ποικιλία µαύρων σταφυλιών χωρίς κουκούτσια που ευδοκιµούσαν στο Ευηνοχώρι, νότια της αρχαίας Καλυδώνας, τα οποία ονόµαζαν
«σταφύλια του πουλιού» και τα οποία ξεραίνοντάς τα σε µορφή σταφίδας τα φόρτωναν σε καράβια και τα έστελναν στη Γαλλία (Τσελεµπί, 1668).
Η άγρια και η ήµερη άµπελος ευδοκιµούσαν στα περισσότερα διαµερίσµατα της Αιτωλοακαρνανίας και καλλιεργούνταν αδιάλειπτα µέχρι τα τελευταία χρόνια. Η οινοπαραγωγός ήµερη άµπελος, που φαίνεται ότι αναζητούσε στεγνό και ελαφρό έδαφος µε χαλίκια και δόση αργίλου, ευδοκιµούσε στους λόφους µε νοτιοανατολικό προσανατολισµό και όχι στις πεδιάδες. Κάλυπτε αρκετές εκτάσεις σε υπώρειες βουνών, σε λόφους, στις πλαγιές του Ζυγού και στα χωριά της Ναυπακτίας. Αντίθετα η κορινθιακή σταφίδα, που καλλιεργήθηκε κατά κόρον στη Νότια Αιτωλία, ευδοκιµούσε στα πεδινά µε δυτικό προσανατολισµό, απέφευγε τα βουνά και αναζητούσε τη συντροφιά της λιµνοθάλασσας. Καλλιεργούνταν στην κοιλάδα του Μεσολογγίου, του Αιτωλικού και της Παραχελωίτιδας, την πιο γόνιµη περιοχή της Αιτωλίας λόγω των προσχώσεων του Αχελώου.
Tην περίοδο µάλιστα του 17ου-18ου αιώνα οι κάτοικοι των περιοχών αυτών
καταγίνονταν αποκλειστικά µε την καλλιέργεια της σταφίδας, ενώ υπήρξε περίοδος που η σταφιδοκαλλιέργεια αποτέλεσε µονοκαλλιέργεια τα έτη 1742-1770 λόγω της
µεγάλης ζήτησης από τις ξένες αγορές (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, ∆ανία). Αυτό ευνοήθηκε τόσο από συγκεκριµένες οικονοµικές και ιστορικοπολιτικές συγκυρίες της περιόδου – κατάρρευση σταφιδοπαραγωγής στα Επτάνησα το β΄µισό του 17ου αιώνα και οικονοµική εξασθένιση της Βενετίας που µέχρι τότε έλεγχε το εµπόριο (Καλαφάτης, 1986) – όσο και από τις διευκολύνσεις που φαίνεται ότι παρείχαν οι έµποροι στους καλλιεργητές, αλλά και από τη µεγάλη ανάπτυξη που
γνώρισε το ναυτικό τα χρόνια αυτά στο Μεσολόγγι, το οποίο χαρακτηρίζεται ως το πρώτο εφοπλιστικό κέντρο της νεώτερης Ελλάδας (Ευαγγελάτος, 2007:29, Στασινόπουλος, 1926:90-91, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τοµ. ΙΑ:206).
Αντίθετα, η απόδοση της οινοπαραγωγού αµπέλου την ίδια περίοδο κάλυπτε µόνο την αυτοκατανάλωση, αφού η φορολογία ήταν αρκετά σύνθετη και υψηλή, αφήνοντας ελάχιστο πλεόνασµα για εµπορευµατοποίηση της παραγωγής (Ασδραχάς,
1978:35-36). Η κορινθιακή σταφίδα όµως είχε αµιγώς εµπορευµατικό χαρακτήρα.
Ήταν µάλιστα κατά την εκτίµηση περιηγητών της εποχής «ωραία σε εµφάνιση, καλή
σε ποιότητα και δυο φορές πιο χοντρή από τη σταφίδα της Ζακύνθου», που φηµιζόταν για τη σταφίδα της (Spon & Wheler, 1678, τ. Ι:144).
Οι Άγγλοι έµποροι δάνειζαν άτοκα τους Αιτωλούς παραγωγούς και µάλιστα άτοκα σε οµάδες των 5-10 καλλιεργητών, χωρίς να προσδιορίζεται η εξόφληση την εποχή της συγκοµιδής ούτε να υποδηλώνεται στη δικαιοπραξία το δάνειο ως είδος προαγοράς. Οπωσδήποτε όµως η άτοκη δανειοδότηση αποτελούσε δέσµευση για τους παραγωγούς που επιβαλλόταν από το µονοπωλιακό τρόπο διενέργειας του σταφιδεµπορίου και άφηνε περιθώρια κερδοσκοπίας κατά την αγορά του προϊόντος. Με αυτό τον τρόπο χρηµατοδοτούνταν εµφυτεύσεις σταφιδοφυτειών ή παρέχονταν διευκολύνσεις ενόψει της συγκοµιδής (Γιαννακοπούλου, 1991).
Το Αιτωλικό θεωρείται το λίκνο της σταφιδοκαλλιέργειας (Γιαννακοπούλου,
1991). Το 17ο αιώνα η καλύτερης ποιότητας σταφίδα περιοχής Αιτωλικού και
Μεσολογγίου αναφέρεται ότι εξαγόταν στη Γαλλία και την Αγγλία, ενώ στα µέσα του
18ου αιώνα η παραγωγή της περιοχής – µεγαλύτερη στο Αιτωλικό – είχε τριπλασιαστεί. Το 1742 ο Μεσολογγίτης Αθανάσιος Τζάλας άνοιξε πρώτος και την αγορά της Τεργέστης για το προϊόν, ενώ σύντοµα τον ακολούθησαν και άλλοι συµπατριώτες του. Η σταφίδα από την Αιτωλοακαρνανία πωλείται πλέον σε εµπορικούς οίκους της Τεργέστης, του Λιβόρνου και της Μασσαλίας ή εξάγεται κατευθείαν στην Αγγλία, την Ολλανδία και τη ∆ανία. Η παραγωγή στο Μεσολόγγι κυµαινόταν από 75.000 κιλά τα έτη αφθονίας έως 30.000 κιλά τα έτη ξηρασίας, ενώ στο Αιτωλικό οι τιµές αυτές κυµαίνονταν αντίστοιχα από 400.000 το χρόνο έως
200.000 κιλά (Γιαννακοπούλου, 1991).
Η πώληση της σταφίδας γινόταν συλλογικά από όλους τους σταφιδοπαραγωγούς
µε επικεφαλή το Βοεβόδα (διοικητής περιφέρειας) Μεσολογγίου και Αιτωλικού, γεγονός που υποδηλώνει προηγµένη διαµόρφωση συλλογικής δράσης. Η σταφίδα εκτίθετο σε παζάρι στην πλατεία του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού παρουσία όλων των σταφιδοπαραγωγών και µέσω του Βοεβόδα γινόταν η διαπραγµάτευση σχετικά µε την τιµή, τους όρους παράδοσης, την ποσότητα εξαγωγής, τις πιθανές ζηµιές και το νόµισµα πληρωµής. Οι παραγωγοί ήταν υποχρεωµένοι να µεταφέρουν τη σταφίδα από την πόλη µε µονόξυλα στο αγκυροβόλιο του Άη Σώστη και να τη ζυγιάζουν. Από κει φορτωνόταν σε µεγάλα καράβια και έφευγε για τους διάφορους προορισµούς (Γιαννακοπούλου, 1991).
Υπήρξε περίοδος που ολόκληρη η Αιτωλία καλυπτόταν από εκτεταµένους αµπελώνες. Τα έτη 1742-1770 το σταφιδεµπόριο έφτασε στο απόγειο της ακµής του, εποχή κατά την οποία ο στόλος του Μεσολογγίου είχε κατακτήσει τις µεσογειακές ναυτιλιακές γραµµές. Σταφιδεµπόριο και ναυτιλία είναι αλληλένδετα, σε µια εποχή που η σταφίδα είχε αρχίσει να γνωρίζει ευρεία διάδοση ως πρώτη ύλη της οικιακής ζαχαροπλαστικής, ενώ χρησιµοποιούνταν επίσης στη βιοµηχανία για το καθάρισµα των µαλλιών, των υφασµάτων και του µεταξιού, στη φαρµακευτική, στα εργαστήρια του ρακιού, αλλά και για καρυκεύµατα στην Ιταλία (Γιαννακοπούλου, 1991).
Επόµενο ήταν η αύξηση της ζήτησης να µετατρέψει την Αιτωλοακαρνανία σε πόλο έλξης εργατικών χεριών. Έτσι, εκτός από τους εποχιακούς επτανήσιους εργάτες
– ενδηµικό φαινόµενο στην περιοχή ως τις αρχές του εικοστού αιώνα – µαρτυρείται
µετοικεσία Κεφαλλήνων και Ζακυνθινών στο Μεσολόγγι, που επιδίδονταν συστηµατικά στη σταφιδοκαλλιέργεια. Κι εκτός από την ντόπια παραγωγή, το Μεσολόγγι, ως εξαγωγικό κέντρο λόγω της ναυτιλίας του συγκέντρωνε και την παραγωγή της ενδοχώρας από την κοιλάδα του Βραχωριού ως τη Ναύπακτο, όπου είχε επίσης αρχίσει να διαδίδεται η σταφιδοκαλλιέργεια.
Η άνθηση ωστόσο της σταφιδοκαλλιέργειας θα διακοπεί απότοµα εξαιτίας των Ορλωφικών, που θα αποτελέσουν οριακό σηµείο για το σταφιδεµπόριο. Αφενός η πυρπόληση του Μεσολογγίτικου στόλου που θα στερήσει τη δυνατότητα εξαγωγικού εµπορίου, αφετέρου οι πυρπολήσεις των αγρών που θα καταστρέψουν τις φυτείες και θα µειώσουν την παραγωγή, θα αλλάξουν το τοπίο και θα προκαλέσουν στην κυριολεξία ανακοπή του σταφιδεµπορίου, το οποίο θα αρχίσει να βρίσκει διέξοδο στις απέναντι ακτές της Πελοποννήσου (Γιαννακοπούλου, 1991). Το ξερίζωµα της σταφίδας και η προοδευτική αντικατάστασή της από την ελιά κατά τη διάρκεια του
19ου αιώνα και ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου θα σηµάνουν το τέλος µιας εποχής
για τη Νότια Αιτωλία µε απόλυτη κυρίαρχο την άµπελο.
Έκτοτε, οι όποιες αναφορές περιηγητών κάνουν λόγο για παραγωγή σταφίδας που προερχόταν κυρίως από το Βραχώρι (Αγρίνιο) (Leake, 1830:105, Pouqueville,
1826:544), ενώ ήδη από τις παραµονές της Ελληνικής Επανάστασης αναφέρεται καλλιέργεια κυρίως καλαµποκιού (Dodwell, 1819:95) καπνού, βαµβακιού και σουσαµιού για την περιοχή του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Αναφορές στα αποµνηµονεύµατα αγωνιστών της επανάστασης και της πολιορκίας του Μεσολογγίου
κάνουν λόγο για ύπαρξη αρκετού λαδιού στα σπίτια των πολιορκούµενων αγωνιστών, γεγονός που επιβεβαιώνει τη συστηµατική καλλιέργεια της ελιάς στην περιοχή, που ούτως ή άλλως ήταν κατάφυτη από αγριελιές (Κουτσαλέξης, 258), σε µια παράλληλη όµως ακόµα συνύπαρξη µε την αµπελοκαλλιέργεια. Μνηµονεύονται αµπέλια επώνυµων αγωνιστών όπως του αρχηγού της φρουράς των εξοδιτών Αθανασίου Ραζικότσικα, µιάµιση ώρα βόρεια της πόλης στο δρόµο προς το µοναστήρι του Αη- Συµιού (Κασοµούλης, τοµ. Β΄:279), και πολλά ακόµα αµπέλια και σταφιδαµπέλια, σε
µια ζώνη ανάµεσα από τους βάλτους που έζωναν τη λιµνοθάλασσα παντού ένα γύρω έως τα ριζά του όρους Αρακύνθου (Κουτσαλέξης, 258) δηµιουργώντας της εικόνα
µιας καταπράσινης πεδιάδας. Μάλιστα, οι σταφίδες αποτέλεσαν τροφή για τους αγωνιστές. «Εφθάσαµεν εις Μεσολόγγιον κατά την ωρίµανσιν των σταφίδων… Πιστοποιώ ότι έφαγον ωρίµους σταφίδας, και ότι οι αγροφύλακες αφθόνως µας εχορήγουν άνευ τινός πληρωµής καθ’ όλην την διάρκειαν της εν υπαίθρω διαµονής µας και µετά ταύτα, αφού εισήλθοµεν εις την πόλιν» (Κουτσαλέξης, 259).
Τα αµπέλια ήταν περιστοιχισµένα µε αύλακες (χαρακώµατα), που απ’ ό,τι φαίνεται θα πρέπει να είχαν αρκετό βάθος. Μάλιστα, τα πλησιέστερα προς τη λιµνοθάλασσα πιθανόν να λειτουργούσαν και ως αποστραγγιστικά δίκτυα της πεδιάδας, διότι αναφέρεται ότι κρατούσαν αρκετό νερό στο οποίο µούσκευαν οι πολιορκούµενοι την ώρα της πορείας προς την έξοδο (Απρίλιος 1826), γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι τα αµπέλια περιβάλλονταν επίσης από ψηλά αναχώµατα (όχτους), (Κασοµούλης, τοµ. Β΄:274, 279).
Έκτοτε, η πορεία της αµπελοκαλλιέργειας στη Νότια Αιτωλία φαίνεται ότι δεν ξέφυγε από την κοινή µοίρα που έπληξε την αµπελοκαλλιέργεια σε όλη τη χώρα. Τόσο η χρησιµοποίηση ακατάλληλων ποικιλιών σε πολλές περιοχές µετά τις καταστροφές των αµπελιών από τη φυλλοξήρα, όσο και η έντονη αστυφιλία που εκδηλώθηκε µετά το δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο, αλλά και η ίδια η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης µε κίνητρα για ξερίζωµα των αµπελιών (Κούσουλας, 2002:20) άλλαξαν το αµπελοοινικό τοπίο της περιοχής µας.
Παρ’ όλα αυτά, µέχρι και προπολεµικά ο κάµπος του Μεσολογγίου φιλοξενούσε ακόµα πολλά αµπέλια µε κρασοστάφυλα και σταφύλια τραπεζιού. Οι «φιλενάδες» µε τα γαϊδουράκια τους κουβαλούσαν στην πόλη σταφύλια γορτσάνια (κοριτσάνος), ενώ τον Αύγουστο η πόλη γέµιζε πατητήρια. Σε όλες τις γειτονιές πατούσαν σταφύλια,
έξω από τις σαράντα και πλέον ταβέρνες που ήταν σκορπισµένες στην πόλη, στις οποίες οι ψαράδες «ξεροσφύρι» έπιναν το πρώτο κρασί πριν πάνε για το σπίτι, αφού φυσικά πρώτα γέµιζαν και µια µπουκάλα για κοντά τους. Και ήταν µεγάλη η χαρά πολλών όταν αφαιρούσαν τα ξύλινα παραπέτα από το τρόκαλο (πιεστήριο) και σχηµάτιζαν σωρό στο δρόµο τα στέµφυλα, να ρίχνονται για να µαζέψουν απάτητες ρόγες. Και εξίσου µεγάλη χαρά ήταν στ΄ αµπέλια, µετά τον τρύγο, µε το µάζεµα των
«κοτριδιών» που ήταν αραιόρογα – και γι’ αυτό περισσότερο νόστιµα – και επιτρεπόταν η συλλογή τους. Ο κοινωνικός βίος όλης της πόλης σφραγίστηκε από την παρουσία της αµπέλου στους αγρούς της και ένα κοµµάτι της ιστορίας της γράφτηκε µέσα σε αυτές τις ταβέρνες που λειτουργούσαν µέχρι πρόσφατα, ενώ σήµερα ελάχιστες µόνο αποµένουν ως απόδειξη ή ως δεσµός συνέχειας της αµπελουργικής και οινικής παράδοσης του τόπου.
Σηµαντικός σταθµός στην ιστορία της αµπελουργίας στη Νότια Αιτωλία στάθηκε η δηµιουργία µιας µεγάλης µητρικής φυτείας αµπέλου ακριβώς δίπλα στο δάσος του Φράξου, στο επονοµαζόµενο ∆ηµόσιο Κτήµα Λεσινίου που δηµιουργήθηκε µετά τα έργα εγγείων βελτιώσεων και αποξήρανσης του έλους Λεσινίου. Επρόκειτο για µια έκταση πεντακοσίων και πλέον στρεµµάτων, µε αντιφυλλοξηρικά κλήµατα τύπου R110, φυτεµένα σε γραµµική καλλιέργεια, τα οποία προµήθευαν µε υποκείµενα αµπελουργούς σε όλη τη χώρα. Αναφέρεται µάλιστα από κατοίκους της περιοχής ότι θεωρούνταν τυχερός όποιος κατόρθωνε να εξασφαλίσει βέργες από το Κτήµα Λεσινίου. Στο φυτώριο αυτό απασχολούνταν εποχιακά (από Γενάρη µέχρι τέλη Απριλίου) έως και διακόσοι µε τρακόσοι εργάτες, ενώ σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και οι περίπου δεκαπέντε µόνιµοι εργάτες. Η λειτουργία του ως προµηθευτή άγριων ριζωµάτων αναφέρεται µέχρι πριν εφτά – οχτώ χρόνια σε πλήρη ακµή, ενώ από τότε άρχισε να φθείνει, για να φτάσει µέχρι πριν τρία µόλις χρόνια να απασχολεί ελάχιστους εργάτες και τώρα να έχει εκλείψει εντελώς, χωρίς κανένα απολύτως ρίζωµα να θυµίζει την παλιά αίγλη της φυτείας, αφού στην κυριολεξία τα τελευταία χρόνια το φυτώριο αφέθηκε σε λεηλασία. Οι εκτάσεις, ανήκοντας πάντα στο Ελληνικό ∆ηµόσιο, δίνονται πλέον µε πλειστηριασµό κάθε χρόνο για άλλες καλλιέργειες, ενώ στην περιοχή αποµένει µόνο το κτήριο όπου κόβονταν και πωλούνταν οι βέργες, ως ανάµνηση του παρελθόντος.
Το ισχυρό πλήγµα στον αµπελουργικό χάρτη της Νότιας Αιτωλίας όπως και όλου του νοµού ήρθε γύρω στη δεκαετία του ΄80. Έτσι, ενώ µέχρι και τη δεκαετία του ΄70 η περιοχή υποστήριζε ακόµα πολλά αµπέλια, έκτοτε µε την αναδιάρθρωση των αµπελώνων στα πλαίσια της κοινοτικής αναπτυξιακής πολιτικής, πολλά αµπέλια ξεριζώθηκαν, χωρίς όµως σε δεύτερο στάδιο να αναµπελωθούν, όπως προβλεπόταν, και κυρίως χωρίς οι αγρότες να δηλώνουν στο αµπελουργικό µητρώο τα χωράφια τους ως αµπέλια, αφού επέλεγαν άλλες καλλιέργειες που επιδοτούνταν περισσότερο. Η τακτική αυτή είχε ως αποτέλεσµα από έναν αµπελώνα 8.500 περίπου στρεµµάτων ο νοµός πλέον να κατοχυρώνει µόνο γύρω στα 700 στρέµµατα, και αυτά µόνο από το
µεράκι λιγοστών αµπελουργών. Ανάµεσά τους, στη Νότια Αιτωλία, ο ∆ηµήτρης
Σωτηρίου στο Λεσίνι, µε 110 στρέµµατα αµπελώνα σήµερα (60 στρεµ. µαλαγουζιά,
15 στρεµ. γουστολίδι, 35 στρεµ. µαυρούδια), συνεχίζοντας αποκλειστικά µε ντόπιες ποικιλίες και δίνοντας όλη του την αγάπη, τη φροντίδα και τη γνώση σε αυτό που αποτέλεσε παράδοση για την οικογένειά του και για τον τόπο του.
Ενώ η Νότια Αιτωλία δυνητικά θα µπορούσε να φιλοξενεί έναν από τους
µεγαλύτερους αµπελώνες της χώρας λόγω του γεωφυσικού της δυναµικού, του
µικροκλίµατος και των εδαφών της, λόγω της αµπελοοινικής εµπειρικής της γνώσης από µια παράδοση που χάνεται ως την αρχαιότητα αλλά και λόγω της ύπαρξης ντόπιων ποικιλιών που θα µπορούσαν να κατοχυρωθούν ως ποικιλίες µε ονοµασία προέλευσης, προς το παρόν κάτι τέτοιο συναντά πολλές δυσκολίες.
Η υφιστάµενη κατάσταση για το νοµό, που δεν αφήνει περιθώρια για επέκταση των αµπελιών, θα µπορούσε να αλλάξει στην προοπτική της απελευθέρωσης των καλλιεργειών, που θα δηµιουργούσαν προϋποθέσεις νοµιµοποίησης πολλών υπαρχόντων αµπελιών και δηµιουργίας νέων. Ήδη το εθνικό θεσµικό πλαίσιο ενθαρρύνει την αµπελοκαλλιέργεια, άµεσα µε την επιδότηση βιολογικών καλλιεργειών που προϋποθέτουν µικρές παραδοσιακές µονάδες και έµµεσα µε την επιδότηση των παραδοσιακών προϊόντων της αµπέλου (τσίπουρο, ρακόµελο, ούζο, πετιµέζι), µέσα από την ίδρυση νέων ή τον εκσυγχρονισµό παλαιότερων µονάδων παραγωγής παραδοσιακών προϊόντων αµπελιού, µε σκοπό τη διατήρηση και προώθηση παραδοσιακών και βιολογικών προϊόντων, τη δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας ειδικότερα στις αγροτικές περιοχές, την αξιοποίηση πρώτων υλών γεωργικής προέλευσης, τη βελτίωση του εισοδήµατος του αγροτικού κόσµου και την
ανάπτυξη νέων προϊόντων µε υψηλή προστιθέµενη αξία στη λογική της αειφόρου ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος (1.6 Πρόγραµµα Αγροτικής Ανάπτυξης για την περίοδο 2007– 2013).
Στην περιοχή µας τέτοιες µονάδες θα µπορούσαν να περιλαµβάνουν εκτός των άλλων ιδιαιτέρως καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών (αυγουστολίδι, ξηρή µαυροδάφνη,
µυγδάλι, κολοκύθι, στιψό), µε προεξάρχουσα τη λευκή µαλαγουζιά, που θεωρείται
«…η ξεχασµένη βασίλισσα των ελληνικών κρασοστάφυλων» (Σταυρούλα Κουράκου –
∆ραγώνα, Καθηµερινή, 22/7/2001). Είναι από τις πλέον αρωµατικές γηγενείς ποικιλίες. ∆ίνει ξηρά κρασιά µε έντονα και σύνθετα αρώµατα που θυµίζουν λουλούδια, κίτρο, βασιλικό, µήλο, ροδάκινο κ.ά. Έχουν πλούσια γεύση µε σχετικά χαµηλή οξύτητα, υψηλή περιεκτικότητα αλκοόλ, καλή επίγευση και δυνατότητες ωρίµανσης σε βαρέλι.
Η ποικιλία ήταν εντοπισµένη στην περιοχή του Μεσολογγίου από πολύ παλιά, ενώ αρκετά χρόνια µετά το Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο εξακολουθούσε να καλλιεργείται στη δυτική Ναυπακτία, στα πεδινά των περιοχών Μεσολογγίου – Αιτωλικού, καθώς και στα πεδινά της Παραχελωίτιδας (Νεοχώρι, Κατοχή) µεταξύ Αχελώου και λιµνοθάλασσας Μεσολογγίου. Οι αµπελουργοί την εκτιµούσαν για την παραγωγικότητά της, την πρωιµότητα και τα υψηλόβαθµα κρασιά που έδινε (περί τους 16 αλκοολικούς βαθµούς). Με την οικοπεδοποίηση όµως της πεδιάδας της Ναυπάκτου και την ανάπτυξη των αρδευοµένων καλλιεργειών στο Μεσολόγγι και την Παραχελωίτιδα, η αµπελοκαλλιέργεια µειώθηκε δραστικά, µε αποτέλεσµα η ποικιλία σχεδόν να εξαφανισθεί.
«Η παλιννόστησή της στον προαιώνιο θρόνο της» όπως λέγεται χαρακτηριστικά για τη µαλαγουζιά (Φλωρόπουλος) φαίνεται πως συνάδει απόλυτα µε την εξίσου ενδιαφέρουσα ιστορία της διάσωσής της ως ντόπιας ποικιλίας, σύµφωνα µε την οποία αναφέρεται πως διασώθηκε χάρη στην εξαιρετική φροντίδα ενός γεωπόνου, ειδικού σε θέµατα αµπελουργίας, του κ. Χαράλαµπου Κοτίνη. Ο κ. Κοτίνης πρόφθασε και διέσωσε το 1970 εµβολιοκληµατίδες, γιατί όταν την αναζήτησε και πάλι το 1993, εντόπισε µόνο µικρό αριθµό πρέµνων σε κληµαταριές γύρω από το Μεσολόγγι, καθώς και σε παλιά αυτόρριζα αµπέλια στη Ναύπακτο.
Το 1970, το Ινστιτούτο Αµπέλου, το οποίο διέθετε συλλογή ποικιλιών στη
Λυκόβρυση της Αττικής, ενδιαφέρθηκε να συµπεριλάβει και τη Μαλαγουζιά. Ο
Κοτίνης του προµήθευσε εµβολιοκληµατίδες από τα λίγα κλήµατα που είχε ο αµπελουργός Βαλανδρέας στο Νεοχώρι, κοινότητα της επαρχίας Μεσολογγίου, στην πεδιάδα ανατολικά του Αχελώου. Μερικές απ´ αυτές τις κληµατίδες, το Ινστιτούτο Οίνου – αδελφό Ίδρυµα του Ινστιτούτου Αµπέλου – έστειλε στη Σιθωνία της Χαλκιδικής, στην αµπελουργική εκµετάλλευση Πόρτο Καρράς, µε την οποία συνεργαζόταν.
Παλαιότερα στα αµπέλια καλλιεργούσαν πολλές ποικιλίες µαζί. Η µαλαγουζιά στην περιοχή της Νότιας Αιτωλίας συγκαλλιεργούνταν µε το µοσχούδι, διαφόρους ροδίτες, γκορ(ε)τσάνους, τον αυγουστιάτη, το µαυρόστιφο και τη ληµνιώνα, ποικιλία που επίσης τείνει να χαθεί. Έως και εφτά µε οχτώ ποικιλίες καλλιεργούνταν συχνά για να βγει ένα κρασί ντόπιο.
Σηµαντικό κοµµάτι στην αµπελοοινική παράδοση τη Νότιας Αιτωλίας κατέχει η παραγωγή ούζου και αποσταγµάτων. Η επωνυµία «Ούζο Αφών Τρικενέ» στο Μεσολόγγι κατέχει τα σκήπτρα, µε µια παράδοση που ξεκινάει από τα τέλη του 1700, όταν η οικογένεια Τρικενέ µετακόµισε στο Μεσολόγγι από την Κεφαλονιά µε
µοναδική της προίκα µία συνταγή για ούζο. Το πρώτο καζάνι λειτούργησε το 1901 στην παλιά ψαραγορά, βρισκόταν µέσα στο µαγαζί και το ούζο έβγαινε από βραδύς για τις ανάγκες της ηµέρας. Και σαν να µην έχει περάσει ούτε µια µέρα από τότε, το αγαπηµένο στέκι του Κωστή Παλαµά και όλων των Μεσολογγιτών αντέχει σήµερα στο χρόνο, απαράλλαχτο από το 1901, έχοντας διατηρήσει την παλιά του αίγλη, φτιάχνοντας λικέρ, µαστίχα, µπανάνα, µέντα, κονιάκ και κυρίως ούζο, το οποίο
µάλιστα έχει βραβευτεί στη ∆ιεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης δύο φορές, το 1932 και το
1951.
Οι εποχές αφήνουν τη σφραγίδα τους στον τόπο και ο τόπος µεταλλάσσεται ανάλογα µε τις ανθρώπινες επιλογές. Η εποχή µας απ’ ό,τι φαίνεται διεκδικεί εκ νέου
µια ποιότητα που περνάει µέσα από το σεβασµό στο χρόνο, τον τόπο και την παράδοση. Αυτό προτάσσεται ως διακύβευµα τόσο από τις αρχές της Αειφόρου Ανάπτυξης όσο και από την Εκπαίδευση για το Περιβάλλον και την Αειφόρο Ανάπτυξη. Στη Νότια Αιτωλία, η επίστρωση του χρόνου που µετάλλαξε µια προϊούσα παράδοση αιώνων µοιάζει πολύ λεπτή για να µπορέσει να την εξαλείψει, καθώς ακόµα υπάρχουν εν ζωή γενιές που µεγάλωσαν στ’ αµπέλια και προσάρµοσαν τη ζωή τους στους ρυθµούς και τους νόµους του οίνου και της αµπέλου. Η Κατοχή,
το Νεοχώρι, η Γουριά και το Λεσίνι είναι οι ενεργοί πυρήνες που κρατούν ακόµα άσβεστη αυτή την πλούσια αµπελοοινική παράδοση της Νότιας Αιτωλίας. Σε µας αποµένει, ώστε να µας οδηγήσει στη γλυκιά µέθη που τόσο το κρασί όσο και η ενασχόλησή µας µε τη φύση µπορούν να µας χαρίσουν.
Όλγα Γιαννακογεώργου
Εκπαιδευτικός-Φιλόλογος,
µέλος της Π.Ο. του ΚΠΕ Μεσολογγίου & Θέρµου
Βιβλιογραφία
Ασδραχάς, Σπ., (1978). Μηχανισµοί της αγροτικής οικονοµίας στην Τουρκοκρατία
(ΙΕ΄- ΙΣΤ΄αιώνας), Αθήνα
Γιαννακοπούλου, Ε., (1991). «Μια άλλη όψη του σταφιδικού ζητήµατος: Η περίπτωση της Αιτωλοακαρνανίας κατά το 17ο και το 18ο αιώνα». Πρακτικά Α΄ Αρχαιολογικού και Ιστορικού Συνεδρίου Αιτωλοακαρνανίας. Αγρίνιο, 21-22-23
Οκτωβρίου 1988
∆ηµητρίου, Λ., (1961). «Ακαρνανία». Εφ. Το Βήµα, 20-08-1961
Dodwell, E., (1819). A Classical and Topographical Tour through Greece, during the
Years 1801, 1805 and 1806. London
Ελληνική Μυθολογία, (1986). Οι ήρωες – Τοπικές παραδόσεις, τοµ. 3. Αθήνα:
Εκδοτική Αθηνών
Ευαγγελάτος, Χρ., (2007). ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ. Αθήνα: Γκοβόστη
Ευσταθίου Επ. Θεσσαλονίκης, Σχόλια, Παρεκβ. Οµ. Β 626 και Περιήγ. Οικουµ.
∆ιονυσίου, στ. 431
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, εκδ. ΕΚ∆ΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕ, τοµ. ΙΑ΄ Καλαφάτης, Ι., (1986). Όψεις του σταφιδικού ζητήµατος στα Βενετοκρατούµενα
Επτάνησα, «Τα Ιστορικά», τ. 3, τευχ. 5
Κασοµούλης, Ν., (1998). Ενθυµήµατα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων
1821-1833. Τοµ. Β΄. Αθήνα: ∆ηµιουργία
Κουράκου – ∆ραγώνα, Σ., εφηµ. Καθηµερινή, 22/7/2001
Κούσουλας, Κ., (2002). Αµπελουργία. Αθήνα: Εκδοτική Αγροτεχνική ΕΑΕ
Leake, W., (1830). Travels in Northern Greece. London
Μιτάκης ∆ιον., (1986). Οινιάδες – Κατοχή. Έκδ. Κοινότητας Κατοχής: Πάτρα
Οβίδιος, Μεταµορφώσεις, µτφ. Αλ. Κάζδαγλη VIII 547, 589
Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Μεσσηνιακά 25
Pouqueville, F.C.Y.L., (1826). Voyage de la Grèce. Paris
Πριόβολος, Ε., (2004). Η Αιτωλοακαρνανία µε τα µάτια των περιηγητών.
Αιτωλοακαρνανικός Τύπος: Αθήνα
Σικιελιώτης ∆ιόδωρος, Βιβλιοθήκη Ιστορική, ∆΄35
Spon, I. – Wheler, (1678). Voyage d’ Italie, de Dalmatie, de Grèce et du Levant, fait aux années 1675 et 1676, Lyon
Σπυρόπουλος, Απ., (1971). Ετυµολογικά Νεοχωρίου Παραχελωίτιδος. Εκδόσεις
Κοινότητος Νεοχωρίου Παραχελωίτιδος: Αθήνα ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, Κ., (1926 ). Το Μεσολόγγι. Αθήνα Τσελεµπί, Ε., (1991). Ταξίδι στην Ελλάδα. Εκδ. Εκάτη
Φλωρόπουλος Παντολέων, «Μαλαγουζιά: Η παλιννόστηση µιας βασίλισσας στον προαιώνιο θρόνο της». Ανασύρθηκε από την ιστοσελίδα http://www.anaggelia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=184:m alazgia&catid=60:themata
http://www.envitech.org/el/departments/economics/funds-for-action-1-6-agricultural/ Επιδοτήσεις Σχεδίου 1.6 Πρόγραµµα Αγροτικής Ανάπτυξης. «Προστιθέµενη αξία στα γεωργικά και δασοκοµικά προϊόντα. ∆ηµιουργία και Εκσυγχρονισµός Μονάδων Μεταποίησης και Εµπορίας Γεωργικών και ∆ασοκοµικών Προϊόντων»
http://www.paseges.gr/el/news/Apostakthria-me-100-hrhmatodothsh