ΤΟ ΛΕΣΙΝΙ ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΥΣΟΒΙΤΣΑΝΟΙ


Λεσίνι λέγεται η ακαρνανική λίμνη που βρίσκεται στις εκβολές του Αχελώου, η οποία με τα εγγειοβελτιωτικά έργα, που έγιναν, μεταβλήθηκε ήδη σε πεδιάδα.
Στην αρχαιότητα η λίμνη λεγόταν Κυνία, ονομασία η οποία, προφανώς, οφείλεται στο κυνόμορφο ομώνυμο ακρωτήριο που εισχώρησε στη λίμνη και η οποία στα νεότερα χρόνια μεταβλήθηκε σε Λεσίνι.
Ο πρώτος που διατύπωσε τη γνώμη της σύμπτωσης Λεσινίου–Κυνίας υπήρξε ο Πουκεβίλ και από τους ΄Ελληνες ο λεξικογράφος Σκαρλάτος Βυζάντιος. Τελικά από τη λέξη «Κυνία» επικράτησε γλωσσικά ο Γαλλικός τύπος Λεσίνι (Le Cynie- Λε Σινί – Λεσίνι).
Η βαλτολίμνη Λεσινίου παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο το 1930 με την υπ’ αριθμ. 3201/3.7.1930 σύμβαση, η οποία καταρτίστηκε δυνάμει του αριθμ. 16 του από 16.3.1930 Διατάγματος (ΦΕΚ 214/24.6.1930), στον βιομήχανο Επαμεινώνδα Χαριλάου για αποξήρανση, εκχέρσωση και εκμετάλλευση. Το 1932 ο Επαμεινώνδας Χαριλάου μεταβίβασε τα δικαιώματά του στη συσταθείσα για τον σκοπό αυτό «Γεωργική Εταιρεία Λεσινίου» (ΓΕΛ) η οποία εκτέλεσε σειρά από εκχερσωτικά, στραγγιστικά και καλλιεργητικά έργα. Το 1955 το κτήμα Λεσινίου με σύμβαση περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ίδρυσε το 1959 τον ειδικό κρατικό «Οργανισμό Λεσινίου» (Ο.Λ.) για την πλήρη αξιοποίηση της βαλτολίμνης.
Το 1950 η ΓΕΛ, αφού έλαβε την αποζημίωσή της, παρέμεινε με την όλη σύνθεσή της, ως έμπειρη που ήταν στις εκχερσώσεις εργολάβος, ν’ αποπερατώσει για λογαριασμό του Δημοσίου την όλη ημιτελή εκχέρσωση του κτήματος με δαπάνες, απολογιστικά των δημοσίων επενδύσεων. Πράγματι η εταιρεία, παράλληλα με τον Οργανισμό, που για ένα χρονικό διάστημα συνυπήρχαν, ολοκλήρωσε την εκχέρσωση μέχρι το ακρότατο σημείο του Ιονίου Πελάγους προς το οποίο σήκωσε ανάχωμα σε τρόπο ώστε τα νερά του να εμποδίζονται να κατακλύζουν την λεγόμενη Κάτω Ζώνη του κτήματος με παράλληλη εγκατάσταση μεγάλου ηλεκτροκίνητου αντλιοστασίου στη θέση «Τσέροντα» που στόχο έχει ν’ αντλεί τα όμβρια και πηγαία νερά που μαζεύονται στη ζώνη αυτή, να τα ρίχνει στη θάλασσα κι έτσι να κρατά καλλιεργήσιμη την Κάτω Ζώνη που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από την επιφάνεια της θάλασσας, θυμίζοντας και λίγο Ολλανδία.
Η όλη έκταση του κτήματος ανέρχεται σε 73.000 στρέμματα. Μετά την αξιοποίηση του κτήματος καλλιεργήσιμη έκταση 31.000 στρεμμάτων περίπου διανεμήθηκε το έτος 1977 σε 800 ακτήμονες καλλιεργητές 13 παραλεσίνιων χωριών.
Το 1932 η ΓΕΛ άρχισε να πραγματοποιεί τον στόχο της, αφού εξασφάλισε εξειδικευμένο προσωπικό και τα κατάλληλα μηχανήματα: Ερπηστριοφόρα τρακτέρ μικρά και μεγάλα, εκσκαφείς και μία βυθοκόρο, τη ρουφήχτρα, όπως τη λέγανε.
Ο Επαμεινώνδας Χαριλάου πέτυχε στο δύσκολο έργο που είχε αναλάβει κι οι συμπατριώτες μας τον τίμησαν τοποθετώντας μία στήλη στο Βαλτί, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Ο ίδιος άρχισε την αποστράγγιση και την εκχέρσωση του βάλτου από το βόρειο μέρος την τοποθεσία «Γερομπόρος», που είχε και τη μεγαλύτερη υψομετρική διαφορά. Το πρώτο βήμα του όλου έργου ήταν με τη βυθοκόρο και τους εκσκαφείς να διευρύνουν και να βαθύνουν τα φυσικά αυλάκια απορροής του νερού προς το Ιόνιο Πέλαγος. ΄Ετσι έκανε και το κεντρικότερο και το μεγαλύτερο αυλάκι του βάλτου, τον «Αύλακα», όπως τον αποκαλούν και σήμερα, σωστό ποτάμι, πλωτό για καΐκια σε βάθος, με πλάτος από 4 έως 8 μ. και μήκος 8 έως 10 χλμ από το Ιόνιο Πέλαγος, που εκβάλλει, μέχρι την τοποθεσία «Αγ. Δημήτριος». Το αυλάκι αυτό συγκεντρώνει όχι μόνο τα όμβρια νερά, αλλά και τα πηγαία που αναβλύζουν σήμερα στα ριζά του Αγίου Δημητρίου και της Λάμπρας και στέλνοντας στη θέση Βαλτί, όπου εκβάλλει στο Ιόνιο Πέλαγος.
Το «Βαλτί» ήταν η έδρα της διεύθυνσης της εταιρείας. Είχε εκκοκιστήριο βάμβακος, ξηραντήρια προϊόντων, αποθήκες κι ένα αξιόλογο συνεργείο επισκευής όλων των γεωργικών χωματουργικών μηχανημάτων και αυτοκινήτων. Στο «Φράξο» υπήρχαν αποθήκες κι ήταν η έδρα των γεωτεχνικών υπηρεσιών απ’ όπου οι γεωπόνοι ρυθμίζανε τα συνεργεία της παραγωγικής διαδικασίας για τις επιμέρους εργασίες και τις μεταφορές των προϊόντων στις αποθήκες. Εκτός από τη στράγγιση και την εκχέρσωση ο Επαμεινώνδας Χαριλάου προχώρησε, σύμφωνα με τη σύμβαση αξιοποίησης και στην εκμετάλλευση του κτήματος με οργανωμένες και πολύ προσοδοφόρες καλλιέργειες σε στρεμματικές αποδόσεις και σε ποιότητα, που ευνοούσαν τα πολύ γόνιμα εδάφη.
Πέτυχε και στον τομέα αυτόν, γιατί εργάστηκε μεθοδικά και γιατί είχε καλούς συνεργάτες, που αξίζει να μνημονεύσουμε. Προσέλαβε στην αρχή ως γενικό διευθυντή τον Πολυχρονάκο κι αμέσως μετά για πολλά χρόνια τον Ηλία Βελώνη, μετά τον Δημήτριο Λεμπεντεύ και στο τέλος τον Γουβαλάρη. Ως τεχνικό διευθυντή προσέλαβε τον Δημ. Λεμπεντεύ, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, είχε διαδεχθεί κάποια στιγμή στη γενική διεύθυνση τον Ηλία Βελώνη. Ο τελευταίος μοίρασε την όλη περιοχή του Λεσινίου, που περιλάμβανε τις τοποθεσίες: Σύψα, Γερομπόρο, Γκινιά ή ΄Αγιο Δημήτριο, Δέλτα, Πήγασο, Τρίκαρδο και Κάτω Ζώνη, σε πέντε γεωπόνους τους: Χουλιαρά, Βελέντζα, Μπονάτσο, Γουβαλάρη και Παναγιώτου κι αυτοί με τη σειρά τους ανέθεταν σε επιστάτες συνεργείων την εκτέλεση της παραγωγικής διαδικασίας (σκάλισμα, βοτάνισμα, ράντισμα και συγκομιδή). Την καλλιέργεια του βαμβακιού αναλάμβαναν ιδιώτες με αμοιβή ποσοστό 25% επί του εισοδήματος. Εκτός από το βαμβάκι καλλιεργούνταν καλαμπόκια, σιτάρια, κριθάρια και το ονομαστό «καρπούζι Λεσινίου». Τα καρπούζια αυτά τα χαρακτήριζε το κόκκινο χρώμα, η γλύκα, η γεύση και το άρωμά τους. Πάνω σ’ αυτά κολλούσαν τη στάμπα της εταιρείας, που ήταν χάρτινη και στρογγυλή και μία χωριατοπούλα ζωγραφισμένη με ζωηρά χρώματα και την επωνυμία της εταιρείας.
Το Λεσίνι για τα παραλεσίνια χωριά ήταν μία μεγάλη πηγή εισοδήματος σε δύσκολους καιρούς κι εξελίχθηκε σ’ ένα μεγάλο εργοτάξιο με πάνω από 2.000 εργάτες. Ήταν ο σιτοβολώνας της περιοχής κι ο οικονομικός παράγοντας του Κάτω Ξηρομέρου, της Παραχελωΐτιδας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής, Λευκάδας, Ιθάκης, Κεφαλλονιάς και γενικά της Αιτωλοακαρνανίας. Το κτήμα Λεσινίου τότε έσφυζε από ζωή και κίνηση με λέσχες φαγητού και τροφίμων.
Πολύ μεγάλη ήταν η συμβολή των συγχωριανών μας στην καλή πορεία του Λεσινίου. Μερικοί απ’ αυτούς είχαν καίρια πόστα, όπως ο Γεώργιος Αθ. Κοντής, ο οποίος ήταν γενικός αποθηκάριος στο Φράξο και μέσω των επιστατών των συνεργείων κατάφερνε να εξασφαλίζει δουλειά για πολύ κόσμο. Ο Γιάννης Στέφ. Κοντής το 1963 αντικατέστησε τον Παπαμικρό από το Βασιλόπουλο ως επόπτη συνεργείων και μ’ ένα ψαρή άλογο γύριζε μέσα στο Λεσίνι κι επόπτευε τα συνεργεία. Επίσης απασχολήθηκαν στο Λεσίνι οι εξής συγχωριανοί μας: Ο Θωμάς Ευαγ. Χρόνης στο Λογιστήριο, ο Χρήστος Σωτ. Ζορμπάς, ως τηλεφωνητής, ο Θεόδωρος (Λάκιας) Ταπραντζής διατηρούσε εστιατόριο, ο Θανάσης Μούρκας, ως βοηθός του γεωπόνου Μπονάτσου, ο Γεώργιος Βασ. Σώλος, ο Ανδρέας Γ. Μελεούνης κι ο Στάθης Δημ. Χρόνης, ως επιστάτες συνεργείων, ο Χρήστος Σπ. Χρόνης κι ο Χρήστος Παπαγεωργούσης ως κλητήρες, ο Χρήστος Βασ. Σώλος, ο Πάνος Γ. Μελεούνης κι ο Ηρακλής Γ. Μελεούνης, ως οδηγοί στα ερπηστριοφόρα τρακτέρ, ο Θανάσης Κοντής, ως φύλακας κι ο γιος του ο Χρήστος, ως βοηθός αποθηκάριος, ο Βασίλης Ταπραντζής (Παλαμίδας) διατηρούσε περίπτερο στο Φράξο, ενώ ο Χαράλαμπος κι ο Διονύσιος Χασιώτης ήταν εκχερσωτές στις θέσεις «Λευκούλα» και «Καλόγρια». Επίσης πολλοί άλλοι συγχωριανοί μας απασχολήθηκαν ως εργάτες στα επιμέρους συνεργεία, είτε οι ίδιοι προσωπικά, είτε μαζί με τις οικογένειές τους.
Οι Χρυσοβιτσάνοι είναι δεμένοι με τις δύο εκκλησίες που βρίσκονται στην περιοχή του Λεσινίου. Πρώτα με την Ιερά Μονή της Θεοτόκου (Λεσινιώτισσα) που βρίσκεται δυτικά του κάστρου του χωριού Λεσίνι (Παλαιοκατούνα), χαμηλά στην κοιλάδα του νησιού και η οποία γιορτάζει ιδιαίτερα την 23η Αυγούστου στην απόδοση της Κοίμησης της Θεοτόκου. Δεύτερον με την Παναγία τη Φανερωμένη, η οποία βρίσκεται στον απόκρημνο βράχο της Καλχίτσας και στην οποία γινόταν ο εκκλησιασμός από σύσσωμο το χωριό στην καθορισμένη ημερομηνία της 29 Ιουνίου κάθε χρόνο, οπότε ασκούνταν το λατρευτικό δικαίωμα του χωριού μας. Το προσκύνημα των Χρυσοβιτσάνων στη Φανερωμένη το περιγράφει ο Αθανάσιος Σώλος στα φύλλα 45 και 46 της Εφημερίδας μας «ΧΡΥΣΟΒΙΤΣΑΝΙΚΑ ΝΕΑ».
Μεγάλη, τέλος, ήταν η προσφορά του συγχωριανού μας Νικολού Ζορμπά, ο οποίος συνδέθηκε με το φρούριο του Λεσινίου στο οποίο πολέμησε κατά την επανάσταση του 1821 με αυταπάρνηση και αυτοθυσία. Στο φρούριο ακόμα και σήμερα τα κανόνια που υπάρχουν τα λένε «κανόνια του Ζορμπά». Τον αγωνιστή αυτόν με έγγραφό του στις 29 Σεπτεμβρίου 1825 πρότεινε για χιλίαρχο ο φρούραρχος του Λεσινίου Θοδωρής Μαγγίνας.

Αλέξανδρος Σάββας

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *