Στις 23 Απριλίου του 1944 οι Γερμανοί και ντόπιοι συνεργάτες τους από παρακείμενο χωριό αφάνισαν τους Πύργους Πτολεμαΐδας, σκοτώνοντας ή καίγοντας ζωντανούς τριακόσιους πενήντα (350)1 ανθρώπους, στην πλειονότητά τους γυναικόπαιδα, ακόμα και αβάφτιστα μωρά.
Συμπληρώθηκαν ήδη 73 χρόνια από την αποφράδα εκείνη μέρα. Και φέτος, όπως και κάθε χρόνο, οι απόγονοι των τριακοσίων πενήντα θυμάτων της γερμανικής θηριωδίας θα συγκεντρωθούν στους Πύργους μια Κυριακή του Απρίλη για να αποτίσουν τον ελάχιστο φόρο τιμής στους προσφιλείς νεκρούς των, πραγματοποιώντας το ετήσιο καθιερωμένο Μνημόσυνό τους.
Οι τριακόσιοι πενήντα νεκροί των Πύργων υπήρξαν θύματα εγκληματικής ενέργειας και έμειναν αγνοημένοι από την επίσημη ελληνική ιστορία, που άλλωστε παρουσιάζει λευκές σελίδες σε πολλά της σημεία. Ο άδικος χαμός των δεν συγκλόνισε κανέναν καλλιτέχνη όπως η Γκουέρνικα τον Αραμπάλ και τον Πικάσο.
Συγκλόνισε όμως και συγκλονίζει όλους τους συγχωριανούς τους που με δάκρυα στα μάτια παρακολουθούν κάθε χρόνο την επιμνημόσυνη τελετή. Και τα δάκρια μετατρέπονται σε γοερό θρήνο στο άκουσμα του ονόματος κάποιου προσφιλούς προσώπου: του πατέρα, του θείου, του μικρού αδελφού που ήταν αβάφτιστος ακόμα.
Και είναι τα δάκρια αυτά και ο γοερός θρήνος των μεγαλύτερων τη μυστηριακή εκείνη ώρα, που ενσταλάζουν στην ψυχή των νεότερων την ιστορική μνήμη.

Πραγματικά τη μυσταγωγική εκείνη ώρα δεν θα θέλαμε να την κάνουμε ατραξιόν και θέαμα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά είναι που μας πειράζει που αγνοείται συστηματικά η θυσία των προγόνων μας2
Κι αν δεν σας κάναμε αιώνιο τραγούδι.
δεν φταίμε εμείς.
Σε τούτο τον τόπο είναι πολλά από αυτά που
το ύψος τους φαίνεται δύσκολα.
Περιβλημένες από ένα πλατύγυρο φως
καμωμένο από διάφανο αίμα
Οι μορφές σας στέκουν πάνω από την ποίηση3
Ξημέρωνε στο χωριό η 23η Απριλίου του 1944, Κυριακή του Θωμά, όταν την ησυχία διατάραξαν ομοβροντίες οβίδων και κροταλίσματα πολυβόλων. Τρομαγμένοι οι κάτοικοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους για να δουν τι συμβαίνει. Φωνές, πολλές φωνές ακούγονται από παντού:
«Οι Γερμανοί! Έρχονται οι Γερμανοί!»
Ανάστατοι όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους παίρνοντας μαζί τους ό,τι προλάβαιναν με κατεύθυνση το βουνό, για να σωθούν.
Οι Γερμανοί από το Αμύνταιο, με επικεφαλής αξιωματικούς της Γκεστάπο και καθοδηγούμενοι από ομάδα ντόπιων συνεργατών τους από παρακείμενο χωριό, μπήκαν στην Κάτω Συνοικία, ενώ άλλη ομάδα Γερμανών από την Πτολεμαΐδα είχε ήδη εισβάλλει, ταυτόχρονα με την πρώτη, στην Μεσαία και την Άνω Συνοικία.

Το τι επακολούθησε είναι αδύνατο να περιγραφεί. Αδύνατο να το χωρέσει ανθρώπου νους το τι έκανε «άνθρωπος» σε άνθρωπο. Οι ζοφερές σκηνές της Κόλασης ωχριούν μπροστά στη φρίκη που εκτυλίσσεται σε κάθε γωνιά του χωριού!!!
Η μεσαία συνοικία δοκίμασε ανείπωτη συμφορά. Μέσα στους αχυρώνες της έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς εκατόν ογδόντα άνθρωποι. Διακόσια μέτρα από εδώ ξεσκίζουν την κοιλιά της Σοφίας Γκέσιου, που γέννησε μόλις την προηγούμενη μέρα, αφού πρώτα σκότωσαν μπροστά στα μάτια της τα δίδυμα μωρά και τον άντρα της.
Οι Γερμανοί χτενίζουν τις υπερκείμενες πλαγιές του Βερμίου, ξετρυπώνοντας από τις σπηλιές, τις λόχμες και τα λαγούμια, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν, 95 ανθρώπους από την Άνω Συνοικία. Τους συγκέντρωσαν κάτω από τη Μεγάλη Πέτρα και εν ψυχρώ τους εκτέλεσαν.
Στη συνοικία των Σεβαστιανών σκοτώνουν τριάντα γυναικόπαιδα, ξεκληρίζοντας την οικογένεια Φωτιάδη. Η Άννα Κοσμίδου προσπαθεί μάταια να προστατέψει τα πέντε παιδιά της μέσα στα φορέματά της. Η ίδια ημιθανής, σώζεται με εννέα τραύματα από το σωρό των νεκρών.
Ο Περικλής Μελκόπουλος είχε χωθεί με τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του σε μια κρυψώνα. Το κλάμα του μικρότερου παιδιού, τους πρόδωσε. Ο γερμανός στρατιώτης που τους βρήκε δεν τους εκτέλεσε και με νοήματα τους έδωσε να καταλάβουν πως πρέπει να σκοτώσουν το μικρό για να μην τους εντοπίσουν τα Ες-Ες. Οι γονείς αρνήθηκαν και η οικογένεια σώθηκε. Μέσα στη βαρβαρότητα και μια χριστιανική πράξη, μια εξαίρεση από τον κανόνα, ευτυχώς…
Εν τω μεταξύ στην Κάτω Συνοικία, πυροβολώντας αδιάκριτα όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει, έμπαιναν μέσα στα σπίτια και οδηγούσαν τους ανθρώπους στο χώρο κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, όπου βρισκόταν το νεκροταφείο της Συνοικίας. Αφού συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους, τους έβαλαν στη σειρά και έστησαν τα πολυβόλα. Τρόπος να το σκάσει κανείς δεν υπήρχε μήτε δυνατότητα καμιά. Ωστόσο δεν έλειψαν και εκείνοι που αρνήθηκαν να δεχτούν το θάνατο με σταυρωμένα χέρια, όσο κι αν οι πιθανότητες σωτηρίας ήταν περιορισμένες. Ξεχύθηκαν στο ρέμα σε μια απέλπιδα προσπάθεια με μάταιο αποτέλεσμα. Το παρακείμενο ρέμα και οι κοντινές πλαγιές γέμισαν με νεκρούς. Οι υπόλοιποι μπροστά στα στημένα πολυβόλα περίμεναν ανήμποροι το θάνατο.
Ξαφνικά και ενώ όλα ήταν έτοιμα για την ολοκλήρωση της απάνθρωπης πράξης ένας γερμανός μοτοσικλετιστής έφερε τη διαταγή για τη μεταφορά των επιζώντων στα Χάνια της Πτολεμαΐδας. Εδώ σκοτώνουν τη δασκάλα Αναστασία Σιούλη, το νεαρό Κώστα Βερβέρη καθώς και άλλα μέλη των εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων, αφού πρώτα τους βασάνισαν φρικτά και τους υποχρέωσαν να σκάψουν τους τάφους τους.
Το χωριό παραδόθηκε στις φλόγες. Καταστράφηκε… Ερειπώθηκε… Δεν έμεινε πέτρα πάνω σε πέτρα. Δεν απόμεινε ούτε ένα δείγμα από τα μακεδονικού τύπου αρχοντικά με το σαχνισί που διέθετε. Λίγο προτού πυρποληθεί, οι συνεργάτες των Γερμανών λαφυραγώγησαν τις περιουσίες των κατοίκων του, μεταφέροντας στο χωριό τους ακόμα και τις προίκες των ανύπαντρων κοριτσιών.
Η ύβρις όμως-με την αρχαιοελληνική της σημασία-δεν ολοκληρώθηκε, αφού οι νεκροί μας έμειναν άταφοι, βορά στα άγρια θηρία. Μετά από 10 μέρες και πλέον, εκλιπαρώντας την άδεια από τον κατακτητή, δειλά-δειλά επέστρεψαν επιζήσαντες για να επιτελέσουν το θλιβερό καθήκον.
Σύμφωνα με μαρτυρία της Κατίνας Τουφεξή, που συνόδεψε τον πατέρα της για το σκοπό αυτό, «η μυρωδιά καμένης ανθρώπινης σάρκας ήταν έντονη μέσα στα ερείπια και τα αποκαΐδια». Η εικόνα αυτή χαράχτηκε έντονα στη μνήμη της νεαρής κοπέλας, που τραυματισμένη ψυχικά δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο χωριό. Όσοι νεκροί βρέθηκαν-πολλοί από αυτούς χωρίς να αναγνωριστούν-θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους.
Ο τελικός απολογισμός του ολοκαυτώματος καταμετρά 341 νεκρούς. Ο αριθμός αυτός εκτιμάται ότι είναι ακόμα μεγαλύτερος. Η ολοσχερής καταστροφή των αρχείων της κοινότητας και η μη επιστροφή έκτοτε στο χωριό κάποιων οικογενειών καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξακρίβωση του τελικού αριθμού των θυμάτων.
Ο πόλεμος τελείωσε, οι κάτοικοι σιγά-σιγά επέστρεψαν στο χωριό-όχι όλοι αφού πολλοί τραυματισμένοι ψυχικά δε θέλησαν να ξαναγυρίσουν. Το 1951 που μετρήθηκαν βρέθηκαν μόνον 978, πολλοί λίγοι, αφού οι μισοί …έλειπαν. Ακολούθησαν και άλλα δεινά, αυτά που επιφύλαξε στον τόπο Εμφύλιος.
Προϊόντος του χρόνου η ζωή άρχισε να βρίσκει τους κανονικούς της ρυθμούς μα «τίποτε δεν ήταν όπως και πρώτα, τίποτε δεν ήταν όπως παλιά».
Οι κάτοικοι του χωριού ανασκουμπώθηκαν. Σήκωσαν αποφασιστικά τα μανίκια τους και δούλεψαν απαράμιλλα. Τα παιδιά που σώθηκαν έπρεπε να ζήσουν. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης, κατά κύριο λόγο, ήταν αυτό που τους έκανε να αντέξουν τον πρώτο καιρό. Αδάμαστη κι ακατάβλητη η ψυχή τους δεν το βάζει κάτω. Δεν παραδέχεται καμία ήττα. Γιατί η ήττα δεν αποτελεί εξωτερικό γεγονός. Αποτελεί, κατ’ εξοχήν, εσωτερικό ψυχικό γεγονός. Και δεν υπάρχει όταν δεν γίνεται αποδεκτή από την ψυχή4.
Κι έγινε η απόγνωσή τους ελπίδα κι απαντοχή, ο πόνος και το δάκρυ τους παρηγοριά και προσμονή, η πίκρα τους δύναμη και κουράγιο, το μοιρολόγι τους τραγούδι. Και τραγούδησαν μαζί Πόντιοι και Ντόπιοι τα τραγούδια και τους σκοπούς τους. Τη μια φορά το «Μήλο μου κόκκινο», την άλλη το «Σεράντα μήλα κόκκινα σ’ έναν μαντήλ’ δεμένα». Τραγούδησαν, γιατί ο ιδρώτας τους που πότισε τη αιματοβαμμένη τους γη, την έκανε να βλαστήσει και να καρπίσει. Έδωσε πλούσιους καρπούς. Μήλα ολοκόκκινα, μήλα πράσινα, κάθε λογής και ποικιλίας, εκλεκτής ποιότητας μήλα, από τα καλύτερα της χώρας μας, επιβραβεύοντας έτσι τους κόπους των κατοίκων. Το σπουδαιότερο όμως είναι που βλάστησαν και θαλερά κλαδιά στο δέντρο της ζωής. Γεννήθηκαν παιδιά και ξαναγέμισε το σχολείο και οι δρόμοι του χωριού με χαρούμενες παιδικές φωνές και οι ψυχές των χαροκαμένων με ελπίδα για ζωή.
Σήμερα, εξήντα πέντε χρόνια μετά το τραγικό τραγικό αυτό γεγονός που σημάδεψε τον τόπο, οι Πύργοι αποτελούν μια οικονομικά ευημερούσα κοινότητα χιλίων κατοίκων. Η δυναμική και εκτεταμένη μηλοκαλλιέργεια, τα στάνταρτ παραγωγής5 της οποίας αγγίζουν τα αντίστοιχα ιταλικά, και οι εργαζόμενοι κάτοικοί της στα εργοστάσια της ΔΕΗ, συγκράτησαν τον πληθυσμό στον τόπο, ανεβάζοντας το βιοτικό του επίπεδο.
Όμως ο άνθρωπος «ου μόνον επ’ άρτον ζήσεται» και χρέος ιερό επιτάσσει στους απογόνους των θυμάτων του ολοκαυτώματος των Πύργων τη γνωστοποίηση του στο πανελλήνιο, τη μεταλαμπάδευση της μνήμης του στις επερχόμενες γενιές. Γιατί κατά πως λέει ο ποιητής Κωστής Παλαμάς:
Χρωστάμε σε όλους όσους ήρθαν, πέρασαν
θα έρθουν, θα περάσουν
κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί.
Η μνήμη του παρελθόντος είναι αυτή που δίνει νόημα, συνοχή και περιεχόμενο στη ζωή και την ύπαρξη μας. Γιατί η μνήμη δεν είναι μόνο ο χρονικογράφος των περασμένων βιωμάτων μας, αλλά και ο προσωπικός μας χρόνος όπου αγκυροβολούν οι εμπειρίες μας6.
Δεν συντρέχει όμως κανένας λόγος να στηθεί μια λατρεία της μνήμης για τη μνήμη. Γιατί η ιεροποίηση της μνήμης είναι ένας από τους τρόπους που την καθιστούν στείρα7 και επικίνδυνη. Η μνήμη, λοιπόν, ας καταστεί οδηγός μας στον αγώνα ενάντια στον νεοναζισμό, στον ολοκληρωτισμό, στην παγκοσμιοποίηση, στην αφομοίωση. Είναι απαραίτητη η μνήμη στον αγώνα για την αποφυγή τραγικών γεγονότων. Για να μην ξαναγνωρίσει η ανθρωπότητα καταστροφικούς πολέμους, γενοκτονίες, σφαγές, ολοκαυτώματα, ολοκληρωτισμούς, πρέπει να θυμάται τις γενεσιουργούς τους αιτίες. Να θυμάται και να αγωνίζεται για να τις αποφεύγει…
Του Στάθη Ταξίδη
Δάσκαλου – δημοσιογράφου
mnimes.org/

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *