Εδώ και αρκετά χρόνια ο «χαμένος θησαυρός» του Αλή αποτελούσε μια πρόκληση και πολλοί έπλαθαν ιστορίες οι οποίες αναδύονταν μέσα από θρύλους της εποχής εκείνης.
Ο Αλή πασάς είναι γνωστό ότι αποτέλεσε μια ισχυρή προσωπικότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που κυβέρνησε το πασαλίκι των Ιωαννίνων για 33 χρόνια και επηρέασε σημαντικά την περιοχή όντας ο μοναδικός τότε κυρίαρχος. Οι πολιτικές και οι διπλωματικές του κινήσεις διακρίνονταν για την οξυδέρκεια και τη διορατικότητα. Ανέχεται, συμβιώνει και υποβοηθά την εκπαίδευση στην πόλη μας σε τέτοιο βαθμό ώστε ο γιαννιώτικος διαφωτισμός που αναδύθηκε να είναι παράλληλος με τη διοίκηση του Αλή πασά και εξ αυτού του γεγονότος είναι τουλάχιστον ανιστορικό να μιλάμε για «κρυφά σχολειά».
Πρόσφατη έρευνα που έγινε από τον ιστορικό Βασίλη Παναγιωτόπουλο σε συνεργασία με τους Δημήτρη Δημητρακόπουλο και Παναγιώτη Μιχαηλάρη και έφερε στο φως 1469 έγγραφα γραμμένα στην ελληνική γλώσσα που περιλαμβάνονται σε ένα τετράτομο έργο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, αναδεικνύει πολλές πτυχές της νεότερης ιστορίας τόσο της πόλης μας, όσο και της Ελλάδας.
Όσον αφορά την περιουσία του Αλή πασά πιο εμπεριστατωμένες είναι οι εργασίες Τούρκων πανεπιστημιακών που εδράζονται σε ακαδημαϊκές έρευνες που διενεργήθηκαν στο «Οθωμανικό Πρωθυπουργικό Αρχείο» αξιοποιώντας αρχειακό υλικό σε έγγραφα και κατάστιχα. Οι Τούρκοι αυτοί στους οποίους στηρίζεται η παρούσα δημοσίευση και αντλεί τα στοιχεία είναι η Χαμιγιέτ Σεζέρ, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας της Γλώσσας και της Ιστορικής Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, την εργασίας της οποίας μετέφρασε από τα τούρκικα και σχολίασε η Ειρήνη Καλογεροπούλου, διδακτορική φοιτήτρια Οθωμανικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Βοσπόρου και ο Αχμέτ Ουζούν, την εργασία του οποίου μετέφρασε ο Γιώργος Σύρμας, μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το Οθωμανικό κράτος μετά την καταστροφή του Αλή πασά αφού δήμευσε την περιουσία τόσον αυτού όσο και των γιών του, κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να πετύχει την λεπτομερή καταγραφή της. Για τον ειδικό αυτό σκοπό η καταγραφή ανατέθηκε στον ναζίρη (οικονομικός επόπτης) της Σόφιας Χασάν Ταχσίν.
Η οικογενειακή περιουσία του Αλή προέρχονταν από εκμίσθωση τσιφλικιών, από πολύτιμα αντικείμενα και μετρητά και από κατασχέσεις περιουσιών διαφόρων ατόμων λόγω χρεών.
Σύμφωνα με τα έγγραφα των οθωμανικών αρχείων μετά την καταστροφή του Αλή ανακρίθηκαν και έδωσαν πληροφορίες διάφορα άτομα που υπηρετούσαν είτε ως γραμματικοί, είτε βρίσκονταν κοντά στον πασά και τους γιούς του. Έτσι «…για την χρηματική περιουσία του Αλή ρωτήθηκε ο γραμματικός του Μάνθος Γραμματικ(ό)ς, ο κοντινός φίλος του Τανάς Βάγιε (Θανάσης Βάγιας) και ο κουνιάδος του Σίμιος (Ευθύμιος). Για την χρηματική περιουσία του γιου του Μουχτάρ ρωτήθηκε ο γραμματικός Δημήτρης Περμίγκος, ο γιαννιώτης Δημήτρης Ντερόσο και ο γιαννιώτης Αλή Εφέντη, ενώ γι’ αυτήν του Βελή πασά ρωτήθηκε ο γραμματικός του Δημήτρης. Κατά την απόκριση των παραπάνω ατόμων φάνηκε ότι δεν γνωρίζουν τίποτε περισσότερο εκτός από τα στοιχεία τα οποία παρατίθενται κατωτέρω».
Από τις ανακρίσεις διαπιστώθηκε ότι ο Αλή πασάς τρεις μήνες πριν από την πολιορκία είχε θελήσει να στείλει κρυφά στην Κέρκυρα «…20 χιλιάδες κεσέδες άσπρα, ωστόσο ο (γραφέας) υποστήριξε ότι δεν γνώριζε αν πραγματοποιήθηκε το σχέδιο αυτό ή όχι…». Από τις ανακρίσεις προέκυψαν και άλλες πληροφορίες που λένε ότι ο Βελή πασάς μετέφερε μαζί του στην Κιουτάχεια το σύνολο της κινητής του περιουσίας. Επίσης όσο ζούσε ο Αλή είχαν παραδοθεί στον Άγγλο Πρόξενο στην Πρέβεζα και είχαν μεταφερθεί στην Αγία Μαύρα της Λευκάδας δύο σεντούκια μαζί με μία επιστολή του Βελή πασά.
Η ιστορία των δύο σεντουκιών έχει ως εξής: κατά τη διάρκεια της πολιορκίας των Ιωαννίνων ο Βελή πασάς που βρισκόταν στην Πρέβεζα προσπάθησε να μεταπείσει τον πατέρα του Αλή πασά να παραιτηθεί από τον αγώνα του εναντίον των οθωμανικών στρατευμάτων. Όταν συνάντησε τον πατέρα του με σκοπό να φέρει την οικογένειά του στην Πρέβεζα, παρέδωσε για περισσότερη ασφάλεια τα παραπάνω σεντούκια στον Άγγλο πρόξενο με τη συμφωνία να επιστραφούν σ’ αυτόν ή στα παιδιά του σε περίπτωση που του συνέβαινε κάτι. Όταν ο Βελή πασάς υποχρεώθηκε να μείνει στην Κιουτάχεια έστειλε στην Αγία Μαύρα Λευκάδας δύο άτομα με τα ονόματα Χουσεΐν και Κώστας με σκοπό να παραλάβουν τα σεντούκια. Μετά τον θάνατο του Βελή πασά το Οθωμανικό κράτος επικοινώνησε με τον Άγγλο πρεσβευτή για να επιτύχει την επιστροφή τους, πλην όμως δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα.
Το περιεχόμενο των δύο σεντουκιών καταγράφηκε λεπτομερώς και αποτελείτο από τιμαλφή, κοσμήματα, χρυσαφικά και νομίσματα.
Όσον αφορά τον άλλο γιο του Αλή πασά, τον Μουχτάρ πασά, σε έγγραφο που είναι γραμμένο στα ελληνικά και κατασχέθηκε μετά την εκτέλεσή του στην Άγκυρα, καταχωρείται ένας κατάλογος με τα αντικείμενα που βρίσκονται στο υπόγειο του σαραγιού στα Γιάννενα.
Μετά από την κατάπνιξη της εξέγερσης τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας του Αλή πασά, καθώς και των υποστηρικτών της, κατασχέθηκαν από το κράτος και αμέσως μετά απεστάλησαν εντεταλμένοι υπάλληλοι για την καταγραφή και την σύνταξη καταστίχων. Η μεν κινητή περιουσία υπήχθηκε στη διαχείριση του Αυτοκρατορικού Νομισματοκοπείου, τα δε τσιφλίκια θα αναδιοργανώνονταν για την καλύτερη αξιοποίησή τους. Επειδή η περιουσία του Αλή πασά αναμένονταν να είναι μεγάλη, στάλθηκε για την καταγραφή της ο ναζίρης (οικονομικός επόπτης) της Σόφιας Χασάν Ταχσίν, ως ειδικός εντεταλμένος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Στα κατασχεθέντα έγγραφα του Αλή, που ήταν γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, αναφέρονταν η καταγραφή του περιεχομένου του θησαυροφυλακίου του που ήταν μέσα στο κάστρο των Ιωαννίνων. Στον σχετικό κατάλογο περιλαμβάνονταν ποικίλα χρυσά νομίσματα, όπως: 350.718 νομίσματα Γιαλντίζ, που μετατρέπονται σε 4.559.334 γρόσια, 10.546 ισπανικά χρυσά, 547 γενοβέζικα, 8.489 Τσιφτελί μπέγιογλου χρυσά, 118.684 φιντίχ χρυσά που μετατρέπονται σε 1.658.056 γρόσια, 207257 κωνσταντινοπολίτικα χρυσά, 104659 αιγυπτιακά χρυσά, 569.141 Φιντίχ ρουμπιγιεσί, 10.288 Γιρμπιμπεσλίκ, 305 Τζεζαϊρι χρυσά, 2.786.124 ποικίλα είδη γροσίων και άλλου είδους νομίσματα και χρήματα.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 1815 ένα γρόσι ισοδυναμούσε με 100 παράδες, μια οκά αρνίσιου κρέατος ισοδυναμούσε με 20 παράδες, μια οκά βοδινού κρέατος ισοδυναμούσε με 10 παράδες, ένα ημερομίσθιο ενός μάστορα ισοδυναμούσε με 80 παράδες, μία αγελάδα ισοδυναμούσε με 35 γρόσια, ένα άλογο ισοδυναμούσε με 80 γρόσια, ένα σπίτι μεσαίου μεγέθους ισοδυναμούσε με 400-800 γρόσια. Αποδεικνύεται έτσι ότι ο Αλή ήταν ένας από τους πλέον πλούσιους ανθρώπους της εποχής.
Επίσης ο Αλή είχε από το 1820 ομόλογα και συναλλαγματικές στον σαράφη (αργυραμοιβό) Σεμπατάϊ από τη Λάρισα, στον οποίο το ποσό ανερχόταν σε 1.086.143 γρόσια, καθώς και μία πίστωση από τον σαράφη Ρεφαϊλ ύψους 86.164 γρόσια. Υπήρχαν και άλλες πιστώσεις ύψους 486.000 νομισμάτων σε κεσέδες και ρεάλια, καθώς και κοσμήματα προς πώληση που βρίσκονταν σε κοσμηματοπώλες που ανέρχονταν σε 3.171 τεμάχια.
Μετά από την εκτέλεση του Αλή εντοπίστηκε μέσα στο κάστρο των Ιωαννίνων ένα σεντούκι που περιείχε νομίσματα συνολικής αξίας 51.019,50 γροσίων, τα οποία στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.
Σε κατάστιχο που κατασχέθηκε αναφέρεται ότι μέσα στο κάστρο των Ιωαννίνων εντοπίστηκε χρυσός αξίας 23.275.288 γροσίων. Επίσης κατασχέθηκαν 181.675 μπεσλί χρυσά νομίσματα, 115.615 ποικίλα ειδών γρόσια, καθώς και χρήματα αξίας 2.630.500 γρόσια.
Δηλαδή στο θησαυροφυλάκιο του Αλή πασά στο κάστρο υπήρχαν περίπου 27.000.000 γρόσια.
Στο κατάστιχο που κατασχέθηκε στο κάστρο των Ιωαννίνων δεν είναι σαφές αν τα ποσά και τα κοσμήματα που αναφέρονταν στις καταχωρήσεις των ετών 1818-1820 κατασχέθηκαν ή όχι.
Όσον αφορά το θέμα των τσιφλικιών οι έρευνες αναφέρουν ότι ο Αλή ήταν κάτοχος 900 τσιφλικιών στα Ιωάννινα, στα Τρίκαλα, στο Δέλβινο, στην Αυλώνα, στο Αργυρόκαστρο, στο Μοναστήρι, στη Φλώρινα, στο Σαρί-Γκιόλ, στα Σέρβια, στο Πρίλεπ και στην Κατράνιτζα, τα οποία απέφεραν ετησίως γύρω στα 2.000.000 γρόσια.
Εκτός από την κινητή και την ακίνητη περιουσία ο Αλή είχε και 9 ιδιόκτητα πλοία.
Το σύνολο της περιουσίας του Αλή και της οικογένειάς του καταγράφηκε από εντεταλμένους υπαλλήλους του οθωμανικού κράτους μετά από την ανταρσία του. Όσα από τα περιουσιακά του στοιχεία ήταν δυνατόν να πουληθούν πουλήθηκαν και τα έσοδα χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες του στρατού, ενώ ένα άλλο μέρος εκχωρήθηκε στο οθωμανικό θησαυροφυλάκιο.
Δεν γνωρίζω αν οι εργολάβοι των ανασκαφών στη Βασιλική Τρικάλων είχαν προηγουμένως ερευνήσει διάφορα επίσημα επιστημονικά δεδομένα και προέβησαν στην προσπάθεια ανακάλυψης του θησαυρού του Αλή πασά, αλλά καλό είναι πάντα ν’ ανατρέχει κανείς στις πηγές που αναβλύζουν χρυσάφι και όχι σκέτο νερό..agon.gr/

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *