Ποιος θα τον ξεχάσει σαν τον καπάτσο παπά στη «Μανταλένα», σαν γραφικό βουλευτή στο «Ζητείται Ψεύτης», σαν εκδικητικό χωριάτη θείο στο «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» ή σαν χωριάτη ξάδελφο στο «Η κυρά μας η μαμή»;
Ποιος θα τον ξεχάσει σαν ματαιοπονούντα αυστηρό πατέρα του Ηλιόπουλου και της Λάσκαρη στην ταινία του Δαλιανίδη ο «Ατσίδας»;
Ποιος θα ξεχάσει αυτόν τον τρυφερό και συγκινητικό τύπο Έλληνα που περνούσε ανεπαισθήτως και τόσο άνετα από την κωμωδία στο δράμα;
Ο Παντελής Ζερβός γεννήθηκε το 1908, στην Περαχώρα Λουτρακίου, μια πατρίδα που αγάπησε πολύ, που δέθηκε μαζί της και με τους ανθρώπους της αναπόσπαστα, μέχρι το τέλος της ζωής του. Αλλά αυτό ας το αφήσουμε για το τέλος.
Ας ξεκινήσουμε το παραμύθι της ζωής του από τη μέση, λίγο μετά τον πόλεμο.
«Τα πράγματα ήταν πάρα πολύ δύσκολα, για όλους και για κείνον», θυμάται η κόρη του Ξένια. «Δεν υπήρχαν δουλειές, δεν υπήρχε τίποτα. Ήταν πολύ απογοητευμένος, γιατί είχε μια οικογένεια. Δυο παιδιά. Εμένα και την αδελφή μου. Δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Δεν υπήρχαν τα οικονομικά μέσα.
»Και αποφάσισε να αυτοκτονήσει.
»Όπως μάθαμε εκ των υστέρων ήθελε να πέσει από τη γέφυρα του Θησείου. Προσευχήθηκε στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας.
»Θέλησε να μας χαιρετήσει, να μας μιλήσει για τελευταία φορά.
»Τότε δεν υπήρχαν τηλέφωνα σε όλα τα σπίτια ούτε φυσικά και στο δικό μας.
»Πήρε τηλέφωνο στον μπακάλη της γειτονιάς και του είπε:
»Φώναξέ μου τη Μαρία και τα παιδιά.
»Πήγε η μάνα μου στο τηλέφωνο και του είπε: Αμάν, βρε Παντελή, πού ήσουνα; Από το πρωί παίρνει τηλέφωνο η Κοτοπούλη για να πάτε περιοδεία στην Αμερική.



»Αυτό τον έσωσε.
»Όταν γύρισε από την Αμερική και τι δεν έφερε. Εσείς θα πάρετε τα καλύτερα, μας έλεγε. Νοιώθοντας ίσως τύψεις γιατί κι εμείς ως παιδιά είχαμε στερηθεί πολλά».
Στην Κατοχή τράβηξε πολλά, όπως η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων που τους θέριζε η πείνα. Ο συνάδελφος και κουμπάρος του (τον είχαν παντρέψει μαζί με τον Κουν και τον Καλλέργη) Αδαμάντιος Λεμός, αφηγείται την παρακάτω χαρακτηριστική ιστορία από εκείνα τα σκοτεινά χρόνια…
«Ο Κάρολος Κουν, που παρέμενε άνεργος και έξω από θεατρική δραστηριότητα αυτόν τον καιρό, δέχτηκε τη θέση του σκηνοθέτη στον «Θίασο Κατερίνας» στο θέατρο «Κεντρικό» (στην πλατεία Κολοκοτρώνη). Μαζί του χωθήκαμε ο Παντελής Ζερβός, ο Λυκούργος Καλλέργης κι εγώ (…)
»Από δω κι εμπρός όμως, τα πράγματα σκούρυναν. Το καθημερινό πρόβλημα όλων μας ήτανε πού θα βρούμε τρόφιμα.
»Ούτε ζάχαρη ούτε λάδι ούτε τίποτα. Αυτά, μαζί με το κρέας, ανήκαν πια στη σφαίρα της φαντασίας και του ονείρου. Μονάχα όσπρια και χορταρικά, καμιά πατάτα, αλλά κι αυτά δυσεύρετα.
»Πα να προμηθευτείς λάδι, τυρί, βούτυρο, έπρεπε να ψάξεις να ανακαλύψεις -μέσω διακλαδώσεων- κάποιον μαυραγορίτη και βέβαια να διαθέτεις λίρες ή χρυσά αντικείμενα.
»Ποιός τρελός δεχόταν συναλλαγή με χαρτονομίσματα, αφού από μέρα σε μέρα εκμηδενιζόταν η ονομαστική τους αξία;
»Και το θέατρο αναγκαστικά πήγαινε κατά διαόλου… Ποιος να ενδιαφερθεί και με ποια όρεξη να πάει κανείς στο θέατρο; (…)
»Είχαμε μπει για τα καλά στην τραγική εκείνη περίοδο, που η Αθήνα, ο Πειραιάς κι οι γύρω συνοικίες λιμοκτονούσαν κυριολεκτικά.

»Στο κορύφωμα του εφιαλτικού εκείνου χειμώνα ’41-’42, με τα σκελετωμένα παιδάκια στους δρόμους ν’ αναζητούν, σαν τις ψωριασμένες γάτες, λίγη τροφή στους σκουπιδοτενεκέδες και στα απορρίμματα των εστιατορίων. Με τις ατέλειωτες ουρές στα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού για μια κούπα ζεστή σούπα.
»Θυμάμαι και το δικό μας «συσσίτιο» των ηθοποιών, σ’ ένα διώροφο κτίριο του «Εθνικού Θεάτρου», γωνία Αγίου Κωνσταντίνου και Μενάνδρου και τον ίδιο τον Βεάκη στην επιτροπή να προσέχει τη δίκαια μοιρασιά, ώστε να πηγαίνει η κουτάλα στον πάτο, για να πιάνει και λίγα σπόρια φασόλια ή φακές για τον καθένα και όχι σκέτο νερόπλυμα. (…)
»Στο θέατρο ωστόσο συνεχίζαμε τα πρωινά πρόβες και μετά παραστάσεις απογευματινές και βραδινές με μετρημένους θεατές και αδειανά τα στομάχια μας.
»Και διασκεδάζαμε την πείνα και την κακομοιριά μας με φανταστικές ιστορίες των παλιών καλών καιρών, όταν μπορούσες να μπεις σ’ έναν φούρνο και να πάρεις μια ζεστή φραντζόλα και να τη φας ολόκληρη!…
»Ν’ αγοράσεις μια φούχτα ξανθιές σταφίδες, στραγάλια, αμύγδαλα και να τα τρως… Μια ωραία γευστική πάστα ή να καθίσεις σ’ ένα κεντράκι και να παραγγείλεις μια ποικιλία από μεζέδες και μπίρα!… και… Θεέ μου, υπήρχε κάποτε μια τέτοια εποχή που μπορούσες να σηκωθείς χορτάτος από ένα πλούσιο γεύμα με όλα τα καλά του Θεού;
»Ήτανε τόσο μακρινές και θολές αυτές οι θύμησες… Σαν να μην τις ζήσαμε ποτέ και να ‘ναι μονάχα ονειρικές φαντασιώσεις…
»Και, μια μέρα, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα του καμαρινιού -ντυνόμασταν στο ίδιο καμαρίνι με τον Γιώργο Δήμου και τον Λυκούργο Καλλέργη- και μπαίνει ο πάντα πληθωρικός Παντελής Ζερβός και φωνάζει θριαμβευτικά:
-Να ρε, φάτε! …Και μας αφήνει πάνω στον πάγκο με τα μακιγιάζ ένα μεγάλο καλοψημένο χωριάτικο καρβέλι…
»Βγήκαν τα μάτια μας έξω από την έκπληξη. Μείναμε άφωνοι και αμήχανοι…
-Ναι, ρε, δικό σας είναι, μοιραστείτε το! Επιμένει με την αγριοφωνάρα του ο Παντελής.
»Σαν αστραπή γίνεται η μοιρασιά στα τρία και δαγκώνω με λαιμαργία το δικό μου κομμάτι. Παναγία μου! Τι ήταν αυτό; Σαν να ‘βαλα στο στόμα μου μια μπουκιά ακαθαρσίες! Το ‘φτυσα αμέσως. Σιχάθηκα κι αηδίασα κι έτρεξα να βρω νερό για να ξεπλύνω στο στόμα μου.

-Μα δηλαδή, είναι αστεία αυτά, να παίζεις με τη δυστυχία και τον πόνο μας, ρε Παντελή; Του λέει αυστηρά ο Γώργος ο Δήμου.
»Και μας εξήγησε τι έγινε.
»Βγάλανε, λέει, από το βυθό ένα βουλιαγμένο φορτηγό γεμάτο με τσουβάλια αλεύρια, που είχανε μουχλιάσει και κάποιος θέλησε να κάνει ένα πείραμα. Το ζύμωσε, το έψησε και να το αποτέλεσμα…»
Ο Παντελής δεν άντεχε να στερούνται τα παιδιά, να μην έχουν ό,τι επιθυμούσαν. Η εγγονή του, Μαρία Ζερβού, κόρη της Ξένιας και του Άλκη, έχει να το λέει.
«Τον έζησα μόνο οχτώ χρόνια. Θυμάμαι όταν έμενα σπίτι του κάθε πρωί ξυπνούσε, με φιλούσε, με χαιρετούσε κι έφευγε για τη δουλειά του.
» Ένα πρωί, αφού με φίλησε με ρώτησε:
-Μαρία τι θέλεις να σου φέρω το βράδυ που θα γυρίσω;
»Κι εγώ του λέω:
-Θέλω ένα παγωτό, ένα παγωτό φιστίκι, φράουλα, σοκολάτα. Κι έπεσα και ξανακοιμήθηκα.
»Μετά ο παππούς είχε πρόβα, είχε γύρισμα, παράσταση και γύρισε μία η ώρα το βράδυ. Εγώ κοιμόμουνα.
»Με ξύπνησε και μου είπε:
– Έλα εδώ εσύ και μου βγάζει ένα παγωτό φιστίκι, φράουλα, σοκολάτα, όπως το είχα ζητήσει.
»Ακόμα απορώ πού το βρήκε τέτοια ώρα και πώς το θυμήθηκε με όλα αυτά, που είχε στο κεφάλι του».
Οι επιθυμίες των νέων ανθρώπων ήταν γι’ αυτόν ιερές. Αυτή του η γενναιοδωρία σημάδεψε για πάντα τον γαμπρό του, τον Άλκη. « Όταν του είπα πως θέλω να αλλάξω το Παπαδόπουλος, το επώνυμό μου, μου απάντησε: Εγώ γιο δεν έχω. Θέλω να πάρεις το δικό μου όνομα. Έτσι με βάφτισε Άλκη Ζερβό. Αυτό το ονοματεπώνυμο κρατάω μέχρι σήμερα».
Κι όλα αυτά, ίσως, γιατί ο ίδιος ο Παντελής Ζερβός ήξερε καλά τι σημαίνει να μεγαλώνεις χωρίς στηρίγματα, τι σημαίνει σκληρή ζωή στις τρυφερές ηλικίες…
«Τεσσάρων ετών έχασε τη μητέρα του, οχτώ τον πατέρα του», λέει συγκινημένη η Ξένια. «Οι συγγενείς του τον έστειλαν στο Τζάνειο Ορφανοτροφείο. Εκεί έμεινε για λίγο διάστημα. Παιδάκι ακόμα έπιασε δουλειά στον κινηματογράφο. Το βράδυ πορτοκαλάδες, λεμονάδες και το πρωί σε καφενείο του Πειραιά.
»Δούλευε και πήγαινε σχολείο. Έτσι τέλειωσε το σχολαρχείο.
» Έπειτα πήγε στο Βασιλικό Ναυτικό κι έγινε αρχινοσοκόμος.
»Όμως γεννήθηκε καλλιτέχνης, τραγουδούσε, ήταν βαρύτονος.
»Έτσι, όταν έμαθε ότι στη Λυρική Σκηνή αναζητούσαν νέες φωνές μέσω ενός διαγωνισμού, έλαβε μέρος.
»Πέτυχε και προσελήφθη».
Η Ξένια επικαλείται τη μαρτυρία του Κάρολου Κουν για να περιγράψει το ξεκίνημα του πατέρα της στο θέατρο.
«Ο Κουν δημιούργησε την πρώτη του σχολή.
»Μέσα εξέταζε μαθητές.
»Ξαφνικά ακούει ένα ηχηρό γέλιο να έρχεται από έξω.
»Βγαίνει και βλέπει έναν ναύτη. Και τον ρωτάει έτσι απλά:
»Θέλεις να παίξεις στο θέατρο;
»Βεβαίως, απάντησε ο πατέρας μου.
»Έτσι άφησε τη Λυρική σκηνή κι έγινε ηθοποιός της πρόζας. Τον κέρδισε το θέατρο».
Το να είσαι εκείνα τα χρόνια θεατρίνος δεν ήταν και το ευκολότερο επάγγελμα του κόσμου.
Ούτε και οι φέροντες τον τίτλο εθεωρούντο ό,τι το αξιοπρεπέστερον ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας.
Για του λόγου το αληθές, παραθέτω μια ιστορία την οποία καταγράφει ο προσφάτως εκδημήσας, στις 23 Φεβρουάριου 2003, Τίτος Βανδής στο βιβλίο «Κουβέντα με τους φίλους μου» με πρωταγωνιστές, μεταξύ άλλων, τον ίδιο και τον Παντελή Ζερβό, στην οποία περιγράφεται εξ απαλών ονύχων η πορεία της σταδιοδρομίας και των δύο:
«Το καλοκαίρι του 1938, ο Μιχάλης Κουνελάκης κάλεσε μερικούς νέους ηθοποιούς, και κάναμε έναν συνεταιρικό θίασο, όπως συνηθίζονταν τότε.
»Το Σωματείο έδινε λίγα λεφτά, και ξεκινούσαμε. Ο Κουνελάκης ήταν δάσκαλος υποκριτικής. Είχε τότε μεταφράσει ένα ρομαντικό έργο που δε θυμάμαι το όνομα του συγγραφέα του. Θυμάμαι ότι ήταν μια κοινωνική σάτιρα με τίτλο “Τιτάνικ βαλς”. Ίσως το έργο αυτό να ήτανε και ένας από τους λόγους που ήθελε να κάνει την τουρνέ.
»Το έργο άρεσε πολύ αλλά κάλυπτε μόνο μια βραδιά. Δεν υπήρχε τότε κοινό για δυο βραδιές, εκτός από τη Θεσσαλονίκη. Έπρεπε να έχουμε τουλάχιστον άλλα πέντε. Και η δυσκολία ήταν ότι έπρεπε να είναι άπαιχτα στις πόλεις όπου θα πηγαίναμε. Και πού να τα βρεις.
»Οι κανονικοί περιοδεύοντες θίασοι είχαν τριάντα και σαράντα έργα κι έτσι, αν στο μέρος που πήγαιναν είχε προηγηθεί κάποιος άλλος θίασος που έπαιξε πρόσφατα τα πέντε από τα έργα που είχαν προγραμματίσει, αμέσως ανασέρνανε από το μπαούλο τους πέντε άλλα. Ο θίασος καταρτίστηκε κατά τα κλασικά πρότυπα. Εκείνον τον καιρό πρώτα κάνανε τον θίασο και μετά, όντας πανέτοιμοι, ψάχνανε για το έργο.
»Θ καθένας είχε τη θέση του. Όπως οι ομάδες ποδοσφαίρου ή μπάσκετ. Ο κυνηγός, ο τερματοφύλακας, ο επιθετικός, ο αμυντικός, κτλ.
»Έτσι λοιπόν, στον θίασο αυτόν πρώτος ρολίστας ήταν ο Θοδωρής Καμενίδης, και στις κωμωδίες ήταν πρώτος κωμικός ο Ζερβός, με δεύτερο τον Καμενίδη. Ο γκραν ρολίστας ή σοβαρός εραστής ήταν ο Θοδωρής Καμενίδης. Ζεν πρεμιέ ο Τάκης Μακρίδης και τρίτος καρατερίστας σε κωμωδία και σε δράμα εγώ. Για να το πούμε πιο καθαρά, έπαιζα ό,τι περίσσευε.
»Ο Ηλίας ο Κουρίστης, που ήταν οδηγός σκηνής και φροντιστής, έπαιζε μόνο τους υπηρέτες. Η Άννα Εμμανουήλ ήταν η απόλυτη πρωταγωνίστρια. Η Εύα Ευαγγελίδου ήταν η καρατερίστα, η Μαλαίνα η Ανουσάκη συμπρωταγωνίστρια και η Μίνα Σημηριώτη μαϊντανός.
»Είχαμε βέβαια και υποβολέα. Χωρίς υποβολέα, δε γινόταν. Καλύτερα να έλειπε ένας ηθοποιός, παρά ο υποβολέας. Η Τασία ήταν ταλαντούχα υποβολέας και εξαιρετική γυναίκα. Ανάμεσα στα έργα που βρήκαμε, πέρα από τον “Τιτανικό”, ήταν και το “Κοτέτσι” του Τριστάν Μπερνάρ.
» Ένας νέος που δε σκεφτόταν τίποτε άλλο από σεξ, βρισκόταν ανάμεσα σε θηλυκά και πάθαινε αμόκ. Ο Ζερβός ήταν πολύ ρεαλιστής. Για να δείξει τον πόθο του, λύγιζε τα γόνατά του και καμπούριαζε και βογγούσε σαν γουρούνι που το σφάζουν.
»Το αποτέλεσμα ήταν να μας μποϊκοτάρουν. Αυτό έγινε στο Άργος. Είχαμε φτάσει μεσημέρι. Ο τόπος έβραζε.
»Τα ένα δύο ξενοδοχεία που πήγαμε δεν είχαν δωμάτιο. Έτσι μας είπε ο ρεσεψιονίστ που το γραφείο του ήταν ένα τραπέζι και δυο καρέκλες: η μια για να κάθεται και η άλλη για να ακουμπάει τα πόδια του. Και ήταν ακόμα γραμματέας, θυρωρός, συντηρητής και ιδιοκτήτης.
»Είχα πάει με τον Παντελή. Ήμασταν παρέα. Μόνο δυο σημεία μας ενώνανε· τρώγαμε πολύ και πίναμε πολύ. Πήραμε, λοιπόν, τις βαλίτσες μας κι αρχίσαμε να χτυπάμε πόρτες για να νοικιάσουμε κανένα δωμάτιο.
»Παντού άρνηση…
»Ύστερα από ώρες ταλαιπωρίας να ’μαστε μπροστά σε ένα παλιό σπίτι, και σε ένα από τα ετοιμόρροπα μπαλκόνια του στέκονταν μια κοπελίτσα και μας κοίταζε. Τη ρωτήσαμε αν νοικιάζει κανένα δωμάτιο. Μας είπε ναι. Ανασάναμε και προχωρήσαμε, αλλά να που εμφανίζεται ο πατέρας της πίσω της να μας κοιτάει καχύποπτα και να ρωτάει:
»Τι δουλειά κάνετε; Εμείς απαντήσαμε ταυτόχρονα, αλλά… διαφορετικά.
»Παραγγελιοδόχοι φώναξε ο Ζερβός για να με καλύψει, αλλά ήταν αργά· το Ηθοποιοί που είπα, ακούστηκε καθαρά.
»Το βράδυ εκείνο και μόνο, με την επέμβαση της Αστυνομίας κοιμηθήκαμε, όλος ο θίασος, στο ξενοδοχείο. Την άλλη μέρα φύγαμε.
»Ο θεατρώνης μας έδιωξε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ειδοποίησε τους θεατρώνες όλης της περιοχής να μη μας δώσουν το θέατρό τους.
»Έτσι βρεθήκαμε πίσω στην Αθήνα. Ναυαγισμένοι. Ναυάγιο ήταν η λέξη της εποχής για τις αποτυχημένες τουρνέ, που αναγκάζουν τους θιάσους να διαλυθούν και να γυρίσουν στην Αθήνα, συνήθως καταχρεωμένοι.
»Περιμέναμε απελπισμένοι μερικές μέρες, και τελικά ο προπομπός μας μάς έφερε τα καλά νέα. Είχε κλείσει τρία νησιά: Σύρο, Χίο και Μυτιλήνη. Όμως δεν είχαμε λεφτά. Τα λίγα λεφτά που μας είχε δώσει το Σωματείο, τα είχαμε ξοδέψει σε προετοιμασίες, και οι εισπράξεις που θα κάναμε στην Πελοπόννησο δε γίνανε ποτέ. Μετρήσαμε τα λεφτά που μας είχαν μείνει. Εβδομήντα δραχμές δε μας φτάνανε ούτε για τα εισιτήρια. Ο προπομπός μας, ο κύριος Πομόνης, μας έλυσε το πρόβλημα…
»Εδώ πρέπει να πω δυο λόγια γι’ αυτόν τον προπομπό. Τον λέγανε Κύριο Πομόνη. Ποτέ δεν άκουσα το μικρό του όνομα και ποτέ δεν άκουσα κανέναν από εμάς να του μιλάει στον ενικό. Ήταν Έλληνας από τη Ρωσία και είχε μια θαυμάσια φωνή βαρυτόνου που, λίγα χρόνια πριν, τη χρησιμοποιούσε σε καλά νυχτερινά κέντρα. Ήταν πάντα καλοντυμένος, και το μονόκλ δεν αποχωριζόταν ποτέ το μάτι του. Ένας θαυμαστής λοιπόν της φωνής του ή του μονόκλ του, καπετάνιος ενός μικρού φορτηγού, μας πρόσφερε δωρεάν ταξίδι στο κατάστρωμα.
»Μόνο που το βαπόρι θα σταματούσε και σε άλλα δύο μέρη, Κέα και Κύθνο μου φαίνεται, και το ταξίδι θα κρατούσε περισσότερο από ένα εικοσιτετράωρο. Το φαγητό ήταν δικό μας. Με τις εβδομήντα δύο δραχμές που είχαμε, ψωνίσαμε τυρί, ελιές, ντομάτες και ψωμί.
»Ο Ζερβός έκανε τον σιτιστή. Είχε, βλέπεις, υπηρετήσει στο ναυτικό κι έκανε τις συνεννοήσεις με τον καπετάνιο, τάχα σαν πιο ειδικός.
»Του έδειξε, λοιπόν, ο καπετάνιος κάτι κασόνια κάτω από μια γυριστή σκάλα δέκα σκαλοπατιών. Κατέβηκε ο Ζερβός, πήρε ένα μεγάλο κασόνι και το ’κάνε τραπέζι, ένα μικρό και το ’κάνε καρέκλα, άνοιξε τα πακέτα, κι άρχισε η διανομή. Το καράβι άρχισε να κουνιέται γιατί είχε φοβερή θάλασσα που κράτησε ως το τέλος του ταξιδιού. Τα πρόσωπα γύρω χλωμά. Εμένα δε με πειράζει η θάλασσα, και κατέβηκα πρώτος για φαγητό…
»Ο Παντελής άρχισε τη διανομή. Ένα κομματάκι τυρί εσύ, ένα εγώ, μια ντομάτα εσύ, μία εγώ, πέντε ελιές εσύ, πέντε εγώ, δύο φέτες ψωμί εσύ, δύο εγώ.
»Πήρα το μερίδιό μου κι ανέβηκα επάνω. Πήγα σε μια γωνιά να φάω και σκεφτόμουν τον Παντελή…
»Μου φάνηκε εξαιρετικά χαρούμενος για την περίσταση. Όταν τελείωσα το φαγητό μου, άναψα ένα τσιγάρο και στάθηκα να το καπνίσω στη σκάλα, ακριβώς πάνω από τον Παντελή.
»Εκείνη την ώρα είχε κατέβει να πάρει το μερίδιό της η Μαλαίνα η Ανουσάκη. Καθώς κάπνιζα και ονειρευόμουν επιτυχίες, γεμάτα θέατρα, ωραία εστιατόρια, πουπουλένια κρεβάτια, γουρουνόπουλα με πατάτες κι ό,τι άλλο μου έλειπε, ακούω τον Παντελή να λέει της Μαλαίνας: Ένα κομμάτι τυρί εσύ, ένα εγώ, μια ντομάτα εσύ, μια εγώ.
»Στην ίδια τουρνέ στη Μυτιλήνη· οι δυο μας πάλι. Ο θίασος είχε αρχίσει να δουλεύει, και βγάζαμε πολλά λεφτά για την εποχή εκείνη. Μπήκαμε σε μια ψαροταβέρνα. Κάθισα, κι ο Παντελής μπήκε στην κουζίνα να παραγγείλει το ψάρι σαν ειδικός που ήτανε. Γύρισε και κάθισε δίπλα μου με ένα χαμόγελο που έφτανε ως τα αυτιά του. Όταν ήρθε το γκαρσόνι με την παραγγελία, δεν πίστευα στα μάτια μου.
»Ποιος θα τα φάει αυτά, ρε Παντελή;
» Εμείς.
»Είχε δίκιο. Τα φάγαμε. Μόνο που χρειάστηκε τουλάχιστον μισή ώρα μετά την τελευταία μας μπουκιά, πριν να καταφέρουμε να σηκωθούμε.
»Η τουρνέ συνεχίστηκε με μεγάλη επιτυχία. Αλλάξαμε το ρεπερτόριο, μόνο το “Τιτάνικ βαλς” έμεινε. Βάλαμε τη “Σκιά” του Νικοντέμι κι όλα τα άλλα ελληνικά: “Φυντανάκι” του Χορν, “Κόκκινο πουκάμισο” του Μελά, “Δράκαινα” του Μπόγρη. Η “Σκιά” ήταν μια προσωπική επιτυχία της Εμμανουήλ.
»Ένας άλλος λόγος της καταπληκτικής επιτυχίας μας ήταν ότι ήμασταν όλοι από σχολές και ξέραμε και τα λόγια μας. Δηλαδή δεν ακουγόταν υποβολέας. Θαύμα για εκείνη την εποχή.
»Με την αλλαγή του ρεπερτορίου, πρωταγωνιστούσα σε όλα τα έργα, κι αυτό ήταν μια καθημερινή και σπουδαία άσκηση. Τα γεμάτα θέατρα στη Χίο, τη Μυτιλήνη, τη Δράμα και τις Σέρρες με γέμιζαν με ικανοποίηση και αυτοπεποίθηση.
»Πολλά θέατρα δεν είχαν αρκετές καρέκλες, και πολλοί από τους θεατές έφερναν και τις καρέκλες τους. Ερχόντουσαν κι από τα γειτονικά χωριά με φορτηγά, νιώθαμε πλούσιοι. Ο Ζερβός κι εγώ τρώγαμε όσο θέλαμε».
Σύμφωνα πάντως με το βιβλίο του Θεόδωρου Έξαρχου «Έλληνες ηθοποιοί: Αναζητώντας τις ρίζες», ο Παντελής Ζερβός πρωτοβγήκε επίσημα στο θέατρο το 1935 στη Λαϊκή Σκηνή του δάσκαλου του, Κάρολου Κουν.
Ηθοποιός της πρόζας έπαιξε ρόλους του κλασικού, αλλά και του σύγχρονου ρεπερτορίου.
Η μόνη του επαφή με τη μουσική σκηνή ήταν το καλοκαίρι του 1950, όταν περιόδευσε με τον θίασο της Λέλας Σκορδούλη και του Κώστα Κάση.
Συνεργάστηκε με τον θίασο Κοτοπούλη όταν σε αυτόν πρωταγωνιστούσαν ο Ντίνος Ηλιόπουλος και η Άννα Συνοδινού.
Συνεργάστηκε επίσης με το Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, με την Ελληνική σκηνή του Δημήτρη Ροντήρη, αλλά κυρίως με το Εθνικό Θέατρο, του οποίου ήταν βασικό στέλεχος από το 1954 και σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του.
«Οι ρόλοι του τον απασχολούσαν νυχθημερόν», καταθέτει ο Άλκης.
«Πολλές φορές, ακόμη κι όταν πήγαινε στην τουαλέτα, έκανε πρόβα. Εγώ απ’ έξω νόμιζα ότι μου μιλάει.
-Τι θέλεις, πατέρα; τον ρωτούσα.
-Τίποτα, τίποτα, γιε μου. Τα λόγια μου λέω, απαντούσε εκείνος.
»Δε θα ξεχάσω όταν κάποτε νέος ηθοποιός εγώ, τον ρώτησα:
-Πατέρα, αυτό πώς παίζεται;
-Γιε μου, μου είπε, να το πιστέψεις. Αν το πιστέψεις θα είναι καλό.
»Αυτό αποδεικνύει πόσο γνήσιος ηθοποιός ήταν».
Στο θέατρο είχε καλύψει όλο τον Αριστοφάνη.
Δεν υπάρχει έργο του Αριστοφάνη που να μην έχει παίξει. Όπως και τα περισσότερα του κλασικού ρεπερτορίου.
Έμεινε στον χώρο περίπου πενήντα χρόνια.
Το θέατρο ήταν η μεγάλη του αγάπη, μια αγάπη που ήθελε να τη μεταλαμπαδεύσει, όπως επιβεβαιώνει η κόρη του:
«Εγώ στη σκηνή δεν ήθελα να βγω, ντρεπόμουνα. Ακούω άλλους ηθοποιούς που λένε ότι δε θέλουν τα παιδιά τους να γίνουν ηθοποιοί.
»Εμένα με παρακαλούσε. Και κάποια στιγμή μού λέει:
-Βρε παιδί μου, δεν πας στη Σχολή του Κουν να έχουμε και τον ίδιο δάσκαλο;
»Κι έτσι βρέθηκα κι εγώ στο θέατρο».
Στο θέατρο βρέθηκε και η εγγονή του Μαρία. Ο παππούς τής έμαθε πολλά:
« Όταν άρχισα να πηγαίνω σχολείο και έμαθα να διαβάζω, με έβαζε να του κρατάω υποβολείο στην κουζίνα. Με διόρθωνε κιόλας. Με δίδασκε πώς να το λέω σωστά, να μη βάζω τα καλά μου, όταν μιλάω, όταν παίζω δηλαδή ».
Με αφορμή την ερμηνεία του σε κάποια παράσταση η συνήθως αυστηρή κριτικός Αλκής Θρύλος (αυτό ήταν ψευδώνυμο της Ελένης Ουράνη) γράφει:
«Ο κ. Ζερβός σε ένα μικρό σχετικά ρόλο έδειξε ότι είναι πλάστης ανθρώπων».
Ο Παντελής Ζερβός συγκαταλέγεται σίγουρα, από πλευράς συμμετοχών σε ταινίες, μέσα στους πέντε πρώτους μαραθωνοδρόμους του Ελληνικού Κινηματογράφου.
Το ξεκίνημά του έγινε το 1943 στη «Φωνή της Καρδιάς» του Δημήτρη Ιωαννόπουλου.
Στην τηλεόραση οι παλαιότεροι θα τον θυμούνται σε ασπρόμαυρα σίριαλ από τα πρώτα της Ελληνικής Τηλεόρασης, όπως «Η Ταβέρνα», «Ο Φάρος», και το «Ιστορίες χωρίς δάκρυα».
Στο ραδιόφωνο αξέχαστες έχουν μείνει στους παλαιότερους οι εκπομπές του «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού» και τα «Λόγια της ταβέρνας» από το Δεύτερο Πρόγραμμα.
Στην πρώτη του ταινία είχε ένα πλάνο μόνο, σε μια πλατεία.
Μετά ακολούθησε το «Πικρό ψωμί» και «Τα ματωμένα Χριστούγεννα».
Η επιτυχία ήρθε το 1960 με τη «Μανταλένα», όπου πήρε και βραβείο Β’ ανδρικού ρόλου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
«Πολλοί λένε», εξηγεί η Ξένια, «ότι ίσως η επιτυχία στον ρόλο εκείνο οφείλεται στα βιώματα που είχε από τον πατέρα του, που ήταν παπάς.
»Το ζούσε.
»Εκείνη την ώρα, ναι, ήτανε παπάς».
Ο σκηνοθέτης και παραγωγός Απόστολος Τεγόπουλος (ο δημιουργός της περίφημης «ΚΛΑΚ ΦΙΛΜΣ: Ταινίες για όλη την οικογένεια») καταθέτει:
«Φρόντιζα πάντα οι δεύτεροι ρόλοι στα έργα μου να είναι μεγάλοι και με ουσία. Γι’ αυτό και επέλεγα πάντα ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου. Ανάμεσα στους πρώτους που επέλεγα πάντα ήταν ο Παντελής Ζερβός.
»Είχε κάποια χαρακτηριστικά που τον κάνανε πιο λαμπρό ηθοποιό.
» Έπαιζε τόσο καλά είτε έκανε τον εισαγγελέα είτε τον καφετζή της γειτονιάς.
»Σε έπειθε και ως εισαγγελέας και ως καφετζής της γειτονιάς με το ίδιο γκρι κοστούμι».
«Επηρεάζονταν πολύ από τους ρόλους του», λέει η Ξένια. «Θυμάμαι, όταν γύριζε τον “Κατήφορο”, εγώ ήμουν μικρή, δεκατεσσάρων χρονών. Είχαμε αλλάξει σπίτι. Είχαμε πάει Παλαιό Φάληρο. Όμως πήγαινα ακόμη στο 17ο Γυμνάσιο Θηλέων της Αθήνας. Τελείωνα έξι η ώρα. Εκείνος ήθελε επτά και μισή να είμαι στο σπίτι. Τα κατάφερνα να είμαι στην ώρα μου.
»Τη μέρα που έδωσε λοιπόν το σκαμπίλι στη Λάσκαρη, στο αστυνομικό τμήμα, γύρισε στο σπίτι και μου είπε:
»Παιδί μου, την ώρα που χτυπούσα τη Λάσκαρη, έβλεπα εσένα.
»Γιατί, ρε μπαμπά. Τι σου έκανα εγώ;
»Τίποτα, αλλά πρέπει να προσέχεις».
« Ό,τι έκανε σαν ηθοποιός επιδρούσε πάνω του», επιβεβαιώνει ο Αλκής.
«Είχε επηρεαστεί τόσο από το σενάριο του Δαλιανίδη στον “Κατήφορο”, που χρόνια μετά κι ενώ τα κορίτσια του ήταν μεγάλα, επέβαλε αυστηρούς κανόνες, ακόμη και στο τι ώρα θα επέστρεφαν στο σπίτι, εννέα ή ώρα το αργότερο.
»Έτσι όταν γνώρισα κι εγώ την Ξένια, και πήγαμε μια φορά εννιά και πέντε, μου έκανε παρατήρηση: Παιδί μου, να σέβεσαι αυτό το ωράριο που εμείς χρειαζόμαστε για να νιώθουμε ότι η οικογένεια είναι ενωμένη και αγαπημένη.
»Εδώ να αναφέρω ότι το στοιχείο που τον έκανε να διαφέρει από τους άλλους ήταν η βαθιά του πίστη στον Θεό. Δεν ήταν θρησκόληπτος. Ήταν ένας άνθρωπος που πίστευε πως είχε προορισμό στην κοινωνία να δώσει τον καλύτερό του εαυτό».
Γενικά ήταν συντηρητικός στις πεποιθήσεις του. Ακόμη και τις πολιτικές. Καλοπροαίρετος και ευαίσθητος όμως.
Το 1968 -επί χούντας- μπαίνει ως επικεφαλής στο σωματείο ηθοποιών. Ο Αδαμάντιος Λεμός στο βιβλίο του «Η ουτοπία του Θέσπη » αναφέρει για το γεγονός:
«Όταν πληροφορήθηκα πως στο ΣΕΗ (Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών) , που οι εθνοσωτήρες το μετονόμασαν σε ΕΣΕΗ (Εθνικό Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών), διορίστηκε πρόεδρος ο παλιός μου φίλος και κουμπάρος Παντελής Ζερβός, ο καλόκαρδος, ευχάριστος και ταλαντούχος αυτός ηθοποιός, αναστατώθηκα.
»Ήξερα, βέβαια, πως ο Παντελής ήτανε πολύ συντηρητικός και αρνητικός σε κάθε προοδευτικό άνοιγμα. Ακόμα και στην Κατοχή προσπάθησε να παραμείνει έξω από την Αντίσταση.
»Αντίθετος στο ΕΑΜ, δεξιός, φιλοβασιλικός και αργότερα -τον καιρό του ανένδοτου- Καραμανλικός μέχρι το κόκαλο…
»Θυμωμένος, λοιπόν, τώρα με την καινούργια απερισκεψία του, αποφάσισα να του κάνω «καψόνι» και να τον τρομοκρατήσω με ένα «μπαράζ» από τέτοια έντυπα, στα οποία είχε προστεθεί και μια διαφορετική χειρόγραφη αποδοκιμασία για τη βλακεία του να δεχτεί από τη χούντα το αξίωμα του «προέδρου», που τα μοίρασα σε αντιστασιακούς που επρόκειτο να ταξιδέψουν για να του τα ταχυδρομήσουν.
»Τρελάθηκε ο Παντελής όταν έφτασε σπίτι του και στο σωματείο ένας σωρός τέτοιες πανταχούσες, προέλευσης Αμερικής, Καναδά, Λονδίνου, Παρισιού, Στοκχόλμης.
»Τόσο πολύ πανικοβλήθηκε ο φουκαράς που υπέβαλε αμέσως την παραίτησή του…»
Στο σημείο αυτό ας κάνουμε μια παρένθεση:
« Όταν ο Παντελής έπαιζε», αφηγείται χαμογελώντας ο Απόστολος Τεγόπουλος, «οι λοιποί ηθοποιοί στο γύρισμα (η Μάρθα Βούρτση, ο Νίκος Ξανθόπουλος μερικές φορές, η Ζαφειριού) αγανακτούσαν.
»Είχε μια κακιά συνήθεια. Κάπνιζε πολύ και μάλιστα Κιρέτσιλερ Ξάνθης, μια μάρκα πολύ βαριά που, όποιος έμενε στον ίδιο χώρο δεν μπορούσε να αντέξει.
»Θυμάμαι πολύ καλά ότι μόνο δύο με τρία περίπτερα στην Ομόνοια πουλούσαν αυτή τη μάρκα, κι έστελνε τα παιδιά από το γύρισμα να του πάρουν μια κούτα, για να μην ξεμείνει από τσιγάρα».
Ο ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος Διονύσης Καλός έχει κι αυτός να θυμηθεί κάτι από τα παρασκήνια.
«Παίξαμε μαζί στις “Όρνιθες” του Αριστοφάνη. Τότε η σκηνή του Κρατικού Θεάτρου, προτού επεκταθεί η παραλία της Θεσσαλονίκης, ακουμπούσε στη θάλασσα.
»Ο Ζερβός άπλωνε τις πετονιές του πριν από την παράσταση. Κάθε τόσο πήγαινε, έκανε κι έναν έλεγχο να δει αν τσίμπησε κανένα ψάρι. Συνέβαινε καμιά φορά ο οδηγός της σκηνής να φωνάζει: Κύριε Παντελή, βγαίνετε και η απάντηση που ερχόταν -σχεδόν ψιθυριστά: Μισό λεπτό… Τσιμπάει…»
Ο Παντελής Ζερβός δεν ήταν απλώς μανιώδης ψαράς.
Η σχέση του με το ψάρεμα ήταν σχεδόν ευλαβική.
«Κάθε Κυριακή», θυμάται ο Αλκής, «γινόταν μια τελετουργία για το φαγητό. Μαζευόμασταν όλοι γύρω από το τραπέζι, έκανε την προσευχή του και δόξαζε τον Θεό, όχι μόνο για το φαγητό που είχε εκείνη την ημέρα και το ότι ήμασταν όλοι γεροί, αλλά και για την περίοδο της Κατοχής, όταν ο Θεός, όπως έλεγε, του έστελνε καλές ψαριές και είχε η οικογένειά του να τρώει».
Στο Λουτράκι ψάρευε κυρίως ο Παντελής Ζερβός.
«Η μανία του ήταν γνωστή στους κατοίκους της πόλης, αφού περνούσε ώρες ατέλειωτες στην παραλία», λέει η Ξένια.
«Κι όταν η ψαριά του ήταν καλή, τότε τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν. Μετά στο ταβερνάκι του Γιάννη, για χταποδάκι στα κάρβουνα, ουζάκι και κουβέντα…
»Αγάπησε πολύ αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του», συνεχίζει η Ξένια.
«Αλλά κι αυτός ο τόπος τον αγάπησε πολύ.
»Γι’ αυτό και ο δήμαρχος Λουτρακίου, Παύλος Παύλου, έδωσε το όνομά του στο θέατρο της πόλης…»
«…Όταν περπάταγες μαζί του στην παραλία», θυμάται με συγκίνηση ο Άλκης, «ένιωθες ότι ήταν ένας άρχοντας, ένας άρχοντας του παραμυθιού και οι άλλοι άνθρωποι που συναντούσε στον δρόμο ήταν οι υπήκοοί του, οι αγαπημένοι του υπήκοοι.
»Τους ήξερε με τα μικρά τους ονόματα όλους. Ήξερε τα προβλήματά τους κι είχε για όλους έναν καλό λόγο.
» Ένιωθα πολλές φορές σαν υπασπιστής του, όταν περπατούσα δίπλα του».
«Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, στην Περαχώρα», λέει η Ξένια, «βρίσκονταν το πατρικό του, το σπίτι που γεννήθηκε.
»Όμως δυστυχώς έπεσε με τους σεισμούς, όπως έπεσε από τους σεισμούς και η εκκλησία που ιερουργούσε ο πατέρας του με τις υπέροχες τοιχογραφίες».
Αυτό τον συγκλόνισε.
«Μετά τους σεισμούς αισθάνθηκε πάρα πολύ άσχημα», θυμάται ο Άλκης.
«Ένιωθε ότι οι άνθρωποι του χωριού του δεν είχαν πού να μείνουν, πώς να περιποιηθούν τον εαυτό τους, κι αυτή η αγωνία ουσιαστικά τον οδήγησε στην καρδιοπάθεια…»
Έφυγε το Γενάρη του 1982.
Την προηγούμενη χρονιά (μεσολάβησαν οι σεισμοί και δεν το είδε ολοκληρωμένο) είχε αγοράσει ένα ρετιρέ στο Λουτράκι.
Για να βλέπει τη θάλασσα… [Αντώνη Μιχ. Πρέκα: Σαν παλιό σινεμά / Εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής» / Αθήνα 2006]
anemourion.blogspot

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *