ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ


Έφυγε και πάει και ο τελευταίος τσοπάνης του χωριού μας…
Μουγγάθηκαν, βουβάθηκαν τα γίδια βούλωσαν τα κουδούνια, σταμάτησε να χτυπά να ακούγεται το κυπρί από μούσκλο τραγί, το γκεσέμι.
Δεν ακούγεται το σαλάχισμα, δεν αντιλαλούν οι ρεματιές, στης Γκούρας το φαράγγι, στην τρανή σπηλιά, από το σφύριγμα, το σαλάχισμα και το τραγούδι του τσοπάνη.
Ρήμαξαν οι ρεματιές, τα λόγγια, τα πλάγια, οι ραχούλες…. Του Γερμάζι, ο Παλιόμυλος του Λαχταρή τα Ήθια, Γκουφόλογγας Γκούρα και Μαλαλάζια.
Οι πέρδικες δεν λαλούν την κονταυγή και οι λαγοί φοβούνται την σιγή, την ερημιά της φύσης, στην λούφα τους λουφάζουν…
Ο αετός και το γεράκι και αυτά δεν φτερούγισαν μέρες τώρα στο βουνό, στον Αρτοζήνο…
Το ροδάμι μαράζωσε, δεν άνθησε ακόμη στην ραχούλα…
Μόνο το θλιβερό πουλί, το κλαψοπούλι, την νύχτα βγαίνει μοναχό, στο δέντρο στο κισσό, μοιρολογάει και κλαίει.
Κλαίει την συμφορά, την ερημιά της φύσης….
Κλαίει και αυτό το τελευταίο σύντροφό του, τον τελευταίο του χωριού μας παραδοσιακό τσοπάνη!…
Τον Μαρίνη τον Σκούρο, που έφυγε και πάει….
Τα γίδια του, αυτός χαιρέτησε με ένα σφύριγμα του, αλλιώτικο από τα άλλα και εκείνα αμέσως κατάλαβαν το τι συμβαίνει…
Σταμάτησαν το βέλασμα και ακίνητα βούλωσαν τα κουδούνια, τα τροκάνια… Ησυχία, σεβασμός, η ψυχή του τσοπάνη μας περνάει….
Τρεις μέρες έμειναν νηστικά και άλλες τρείς ανάρμεγα, δεν βγήκαν τώρα από την στρούγκα, αυτές τις ημέρες για βοσκή, δεν σκάρισαν τις νύχτες του Αυγούστου για το φεγγαρόβοσκο, νερό δεν θέλουνε να πιούνε…

Έφυγε εκείνος…
Εκείνος που τα αγάπαγε, τα χάιδευε, τους μίλαγε με το όνομά τους.
Εκείνος που στο σκάρισμα, στο νυχτόβοσκο, λαγοκοιμότανε σιμά τους.
Εκείνος που τα σαλάχαγε, τους σφύριζε και αυτά ήξεραν τι τα θέλει…
Και τώρα το σκυλί, το τσοπανόσκυλο, νηστικό, το ηλιοβασίλεμα μέχρι το πρωί, εκεί στην ράχη την αγναντερή, σιμά στην καγκελόπορτα με θλιμμένο το βλέμμα του κάθεται και περιμένει…
Περιμένει για να βγει από μέσα την κονταυγή ο τσοπάνης και δύο τρεις φορές την κονταυγή λυπητερά γαβγίζει…
Του μιλά για να ακούσει…
Να σηκωθεί… Χάραξε… Φώτισε… του φωνάζει…
Την στάνη του να βγάλει, να σκαρίσει για βοσκή…
Μα αυτός, απόστασε… βαριοκοιμάται…
Από μικρός έμεινε ορφανός, κατατρεγμένος από την μισαλλοδοξία των τρανών, που θέλουν να διαφεντέψουν την ζωή, τις τύχες των ανθρώπων, των λαών και στο πέρασμά τους αφήνουν ξωπίσω τους τα σύνεργα του διαβόλου…
Ένα τέτοιο σύνεργο από τα πολλά που έσπειραν και άφησαν αυτοί στην Γη μας, για να φυτρώσουν συμφορές.
Ένα από αυτά, παιδί τότε, το βρήκε και έπαιζε με δαύτο και αυτό έσκασε και φύτρωσε στο μάτι του την συμφορά.
Οι μισαλλόδοξοι του πήραν για λάφυρο τους, το παιδικό του μάτι…
Και έμεινε σε όλη την ζωή του με το ένα…
Όμως δεν έσκυψε το κεφάλι, με θάρρος παλικαρίσια πάλεψε την ζωή!… Αγάπησε την φύση, την ζωή, την στάνη του και η φύση τον αγάπησε…
Τίμια ανάθρεψε τα πέντε παιδιά του, παραδοσιακά με τα γιδοπρόβατα του. Αγάπησε τους συγχωριανούς του και τον αγάπησαν!..
Καλοσυνάτος, πρόθυμος, εργατικός, κοινωνικός, συμμετείχε στις χαρές και στις λύπες των συνανθρώπων του.
Έφυγε από το χωριό μας, ο παραδοσιακός, λαϊκός τύπος.
Έφυγε και πάει και ο τελευταίος παραδοσιακός λαϊκός τσοπάνης!….
Στην μνήμη του
Ποιμενικός σκοπός
πηγη http://gortynios-isv.blogspot.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *