Αφιέρωμα στο γραφικό χωριό, σε ένα από τα έξι Βλαχοχώρια της Ακαρνανίας με τη μοναδική του ομορφιά, την ιδιαίτερη θέα του κάμπου και την πλούσια ιστορία και παράδοση


Του Γιώργου Π. Μπαμπάνη
Από καιρό τώρα έχω συγκεντρώσει ένα πολύτιμο και άγνωστο, κυρίως στους νεώτερους, υλικό, το οποίο βασίζεται κυρίως  σε ατέλειωτες συζητήσεις με τον παππού μου Χρήστο Μπαμπάνη (αδερφό του παππού μου Γιώργου) και τον παππού μου Δημήτρη Στεργίου. Έτσι, από ιερή παρόρμηση ετοίμασα το παρόν αφιέρωμα  στο γραφικό μας χωριό, το Αγράμπελο, με άγνωστες λεπτομέρειες για την ιστορία του, τη μόνιμη εγκατάσταση των προγόνων μας στην περιοχή και πολλά άλλα στοιχεία.
Το χωριό Αγράμπελο βρίσκεται μέσα στην καρδιά του βελανιδοδάσους της Μάνινας (Ξηρόμερο). Είναι ένα όμορφο χωριό  αμφιθεατρικά χτισμένο στην πλαγιά του βουνού σε υψόμετρο 220 μ. και έχει ως θέα τον απέραντο κάμπο του Αγράμπελου – Χρυσοβίτισας, τα Ακαρνανικά όρη και το Λεσίνι. Είναι ένα από τα έξι Βλαχοχώρια της Ακαρνανίας και οι κάτοικοι ομιλούν τη ριμένικη διάλεχτο και έχω ιδιαίτερη ευαισθησία, διότι είναι το χωριό του παππού μου Γιώργου Μπαμπάνη, είναι το χωριό όπου γεννήθηκε κ αι μεγάλωσε.
O Γερμανός ρωμανιστής βαλκανολόγος, σλαβολόγος, λεξικογράφος και εθνολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, (διετέλεσε και μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας των Επιστημών!!!) Gustav Weigand,  επισκέφτηκε τα βλαχόφωνα  χωριά της Ακαρνανίας το 1890 και μετέφερε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο του υπό τον τίτλο  “Die Aromunen” (Οι Αρωμούνοι), δύο τόμων, το οποίο πρωτοεκδόθηκε  στα γερμανικά το 1895 και στην Ελλάδα στα ελληνικά από τον Φιλολογικό, Ιστορικό και Λογοτεχνικό Σύνδεσμο Τρικάλων το 2001 (Εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη), με εκτενή πρόλογο του καθηγητή Αχιλλέα Λαζάρου και σχόλια του παππού μου Δημήτρη Στεργίου.
Στον Πρώτο Τόμο (σελίδα  229) αναφέρει ότι  μιάμιση ώρα δυτικά από το χωριό «Κατσαρός» (σημερινή Γουριώτισσα) βρίσκεται το χωριό Μπούσια  ή Νταγιάντα  (σημερινό Αγράμπελο) με 50 οικογένειες και μισή ώρα πιο πέρα ο Νούσιας με 30 οικογένειες. Επίσης, στον ίδιο Τόμο (σελίδα  326) αναφέρει, σε πίνακα, ότι το χωριό Μπούσιας έχει  250 κατοίκους και ο Νούσιας που εγκαταλείφθηκε γρήγορα είχε 150 κατοίκους. Δηλαδή, τριάντα περίπου χρόνια μετά τη μόνιμη εγκατάσταση των Ριμένων ποιμένων στο Αγράμπελο, το χωριό αριθμούσε υπερτριπλάσιους σχεδόν κατοίκους  από σήμερα (76 κάτοικοι με βάση την απογραφή του 2011), δηλαδή ύστερα από πάνω από … 158 χρόνια! Είναι μία θλιβερή διαπίστωση, η οποία προοιωνίζεται πολλά δεινά για τη χώρα μας, δηλαδή την εξαφάνισή της, λόγω  του εφιαλτικού δημογραφικού προβλήματος και της απουσίας υπεύθυνης εθνικής στρατηγικής στο μείζον αυτό εθνικό θέμα, διότι θυμίζει τη διαπίστωση του Στράβωνος για την «ερημία» της Ακαρνανίας, η οποία είχε αποτέλεσμα την εγκατάλειψη των γνωστών ισχυρών αρχαίων πόλεων, όπως του Στράτου, της Παλαιομάνινας και άλλων.
Όπως αναφέρει ο Στράβων, μετά τη ναυμαχία του Ακτίου, 31 π.Χ., οι κάτοικοι των ακαρνανικών πόλεων και πολλοί Αιτωλοί μετοικίζονται  στη Νικόπολη.  Η Πλευρών και η Καλυδών, που ήταν άλλοτε «πρόσχημα» της Ελλάδας, έχουν παρακμάσει, όπως και τα περισσότερα άλλα αστικά κέντρα, καθώς και τα κάστρα, τα οποία εν μέρει κατεδαφίζονται. Δημιουργούνται πάλι μικροί διάσπαρτοι ατείχιστοι οικισμοί και μεγάλες ιδιοκτησίες γης. Από το 2ο αιώνα μ.Χ., εποχή άνθησης για όλη την Ελλάδα, παρατηρείται και εδώ ανάπτυξη, αύξηση πληθυσμού και ίσως συγκέντρωση κατοίκων σε μεγαλύτερα κέντρα. Μάρτυρες της νέας αυτής εποχής θα γίνουν οι πολλές παλαιοχριστιανικές βασιλικές στα παλιά αστικά κέντρα ή και μέσα στα μεγάλα αγροκτήματα.
Πιθανόν, όπως επισημαίνει ο Δημήτρης Στεργίου, η άνθηση ή ανάπτυξη αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι κάτοικοι που μετοίκησαν προς την Πάτρα και τη Νικόπουλη, που ήταν στόχος των Ρωμαίων, όπως σήμερα των γνωστών … Σχεδίων Διοικητικής Διαίρεσης της έρημης ελληνικού υπαίθρου, δηλαδή «Καποδίστριας» και «Καλλικράτης», δεν ξέχασαν ποτέ τις ρίζες τους και ότι επί αιώνες κατέβαιναν από τα ηπειρωτικά βουνά (Νικόπουλη) για χειμαδιό στα … «πάτρια»  εδάφη τους. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τη διαπίστωση ότι οι Ριμένοι, υπό τον αρχιτσέλιγκα Γιάγκα είχαν διαλέξει ως μόνιμο τόπο για χειμαδιό την αρχαία  Στράτο, πάνω στα ερείπια της οποία έχτισαν το χωριό Σωροβίγλι (σημερινή Στράτος), οι Ριμένοι (βλαχοποιμένες) υπό τον αρχιτσέλιγκα Κουτσομπίνα είχαν διαλέξει μόνιμα επί αιώνες για χειμαδιό την Παλαιομάνινα (που σημαίνει Παλιό κάστρο, φρούριο, αρχαία πόλη), πάνω στα ερείπια της οποίας έχτισαν το χωριό τους Κουτσομπίνα ή Μάνια και σήμερα Παλαιομάνινα κλπ..
Η ίδια διαπίστωση ισχύει και για το Αγράμπελο και την εγκατάστασή τους το 1857 υπό τον αρχιτσέλιγκα Λάμπρο Νταγιάντα ή Μπούσια στην περιοχή  Φοντάνα, όπως μού έχει διηγηθεί ο παππούς μου Χρήστος Μπαμπάνης.  Ο παππούς μου Δημήτρης Στεργίου μού είπε  ότι η λέξη «Φοντάνα» έχει τις ρίζες της στη λατινική ( fous-fountis), και στη συνέχεια έγινε  ιταλική  «φοντάνα» =νερό πηγής, πηγή, βρύση. Οι Ριμένοι της Ακαρνανίας μεταφορικά χρησιμοποιούν τη λέξη αυτή για το σφοδρό … κατούρημα με το ρήμα «Μ΄ αφοντάου» = σκάω από … τσίσια!!!). Άλλωστε, όπως πληροφορήθηκα, η συγκεκριμένη περιοχή βρισκόταν  στον κάμπο και υπήρχε και μία λίμνη, η οποία προφανώς σχηματιζόταν από την πηγή αυτή. Όπως επισημαίνει ο παππούς μου Χρήστος Μπαμπάνης, οι πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν ήταν εκείνη  του αρχιτσέλιγκα Λάμπρου Νταγιάντα ( Λάμπρος – Λαμπρούσιας = Μπούσιας ),  του Φέρρα και του Νασίκα. Η κάθε οικογένεια είχε τουλάχιστον 20 άτομα. Τα πρώτα σπίτια ήταν καλύβες (κονάκια, όπως και στην Παλαιομάνινα, όπου υπάρχει το τοπωνύμιο Παλιοκάλυβα ή Παλιοκούνακα).
Στο συγκεκριμένο χώρο , ωστόσο, είχε πολλά κουνούπια και έτσι ο αρχιτσέλιγκας αντάλλαξε την περιοχή με κάποιον Παπαγιάννη, ο οποίος βρισκόταν στη σημερινή περιοχή του χωριού, όπως μού διηγήθηκε ο Χρήστος Μπαμπάνης.   Στη συνέχεια, μετά τη μετακίνηση και εγκατάσταση  των νομάδων η  σημερινή περιοχή του Αγραμπέλου πήρε στην αρχή την ονομασία της Φοντάνας και του ιδιοκτήτης της, δηλαδή  «Λα Φουντάνα έστι Παπαγιάννη». Πάντως, είναι άγνωστο πώς έγινε η ανταλλαγή των περιοχών, αλλά δεν θα ήταν τότε και μεγάλη η διαδικασία, αφού ο καθένας πήγαινε όπου ήθελε!

Οι πολύτιμες πληροφορίες  του συνεχίζονται  με την επισήμανση ότι η πρώτη ιστορική αναφορά γίνεται στους πρώτους χρόνους της τουρκοκρατίας περίπου το 1521 μέχρι το 1684. Τότε υπήρχε το παλιό χωριό Αγράμπελο με αυτή την ονομασία και το είχε νοικιάσει ο Μήτρος Νταγιάντας, πατέρας του Λάμπρου Νταγιάντα, από την Αλή Πασά. Ο οικισμός περιείχε πολύ λίγες οικογένειες ( περίπου 10)και διέμεναν εκεί σίγουρα μόνο όταν κατέβαιναν στην ίδια πάντα περιοχή, χωρισμένοι κατά τσελιγκάτα, στα αρχαία «πάτρια εδάφη»  για χειμαδιό από τα ηπειρωτικά βουνά!  Στα τέλη του 17ου αιώνα αρχές 18ου για άγνωστους λόγους το χωριό εγκαταλείφθηκε.
Το σημερινό χωριό δημιουργήθηκε το 1857 από τους ίδιους νομάδες κτηνοτρόφους Βλάχους που κατέβαιναν επί αιώνες  στην περιοχή αυτή για χειμαδιό  και αποφάσισαν να εγκατασταθούν   εκεί μόνιμα με επικεφαλής τον αρχιτσέλιγκα Νταγιάντα, από το όνομα του οποίου έφερε αρχικά  την ονομασία τοχωριό στην ριμένικη διάλεκτο.
Η πληροφορία για μόνιμη εγκατάσταση των  όλων των Ριμένων  στην περιοχή της Ακαρνανίας γύρω στο 1860 ενισχύεται από το γεγονός ότι νωρίτερα  το Ελληνικό Κράτος με το Νόμο  (ΦΕΚ 12/2 Μαΐου 1858 και ΦΕΚ 14/9 Απριλίου 1859), υποχρέωνε τους νομάδες που πηγαινοέρχονταν μεταξύ ελληνικού και τουρκικού κράτους ή να εγκατασταθούν μόνιμα δημιουργώντας χωριά ή να μην ξαναπεράσουν τα σύνορα. Οι νομάδες αυτοί αποφάσισαν να εγκατασταθούν οριστικά και μόνιμα πια στο Ξηρόμερο αφήνοντας για πάντα τον νομαδικό βίο και να ασχοληθούν και με την καλλιέργεια της γης. Ήδη όμως προϋπήρξε έγγραφο  προς τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια με ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου 1829, όπου είχε δηλωθεί η επιθυμία “ποιμένων και γεωργών” οι οποίοι καταδυναστευόμενοι από τον τουρκικό ζυγό ζητούσαν άδεια για τη μόνιμη εγκατάστασή τους στην περιοχή Μάνινα Ξηρομέρου. Η μόνιμη εγκατάσταση τελικά ξεκίνησε το 1840 μετά από ληστρικές επιθέσεις Τουρκαλβανών. Επίσης, η πληροφορία αυτή ενισχύεται και  από τον  πολύ παρατηρητικό περιηγητή του 19 ου αιώνα Gustav Weigand, ο οποίος , όπως αναφέρει σε όλα τα βιβλία του ο Δημήτρης Στεργίου, επισημαίνει ότι οι Ελληνόβλαχοι αυτοί είναι απόγονοι του μεσαιωνικού πληθυσμού, αφού η Ακαρνανία ήταν γνωστή κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους ως Μικρή Βλαχία, σε αντίθεση με τη Μεγάλη Βλαχία, που ήταν η Θεσσαλία.

Υπενθυμίζεται ότι το έγγραφο αυτό προς τον Καποδίστρια, το οποίο αποκάλυψε ο αείμνηστος Ντίνος Μπίτας από την Παλαιομάνινα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στη δεκαετία του 1970 και το οποίο εστάλη από τη Ναύπακτο και υπογράφεται από τον Αθανάσιο Δημ. Κραψίτη, έχει ως εξής:
«Αριθμός τις ποιμένων και γεωργών, οίτινες βιασμένοι από τας βαρβαρικάς τυραννίας των Τούρκων και βλέποντες αντίκρυ των την ελευθερίαν και ευδαιμονίαν του ελληνικού κράτους, ελευθερίαν και αυτοί ποθούμενοι, προστρέχουσι παρακαλούντες να ήθελε δεχθή και να τους δώσει τόπον διορισμένον εις τον οποίον να μετακομίσωσι τα φαμελίας, πρόβατα και λοιπά ζώα των, όσα με πολλούς κόπους και μεγάλους κινδύνους ηδυνήθησαν να διατηρήσωσι δια σπόρον.
Λοιπόν, ως πληρεξούσιον και τοποτηρητήν του εξοχωτάτου κυβερνήτου αναφέροντας εις την εκλαμπρότητά της θερμώς παρακαλούντας ει δυνατόν να ήθελε τους δοθή μιαν γνωστήν των θέσις, η οποία ονομάζεται Μάνινα και Ποδολοβίτζα επί Θέματος Ξηρομέρου, ην και άλλοτε εβάσταξεν ο ίδιος Σκουτέρης και παρακαλείται να ήθελε μας εφοδιάσει με τα προσηκούσας διαταγάς της προς τας εκεί πολιτικάς και πολεμικάς αρχάς, να τους γνωρίσουν Έλληνας και να τους υπερασπίζωνται κατά τα ιερά θεσπίσματα της Κυβερνήσεως. Μάλιστα, αν κρίνη εύλογον να ήθελε διατάξει τους εις την είσοδόν των καπεταναίους να μην τύχη και τους εμποδίσουν εις την Γράντζιαν, διότι τους προξενείτε μεγάλη δυστυχίαν.
Δια τούτο, παρακαλούμεν να γίνουν σφοδραί και τακτικόταται διαταγαί ώστε να λάβη το αίσιον και ευτυχές τέλος η αίτησίς μας. Θέλουν επακαλουθήσει και άλλοι πολλοί. Από εκείνα τα μέρη να φέρουν αρκετόν αριθμόν ζώων μόνον αποβλέπουσιν εις τον ίδιον Σκουτέρην, όστις είναι εις την πρώτην θέσιν, πώς και την γρηγοράτζαν θα απολαύση.
Επί τούτο, έστειλε εμέ τον ελάχιστον δούλον σας καθώς μοι δώσετε διαταγάς αμέσως να υπάγω να κινήσουν τα πρόβατα, διότι είναι ο καιρός των και μένω».
Προσέξτε τη φράση «…να τους δοθή μιαν γνωστή θέσιν», η οποία επιβεβαιώνει  την επίμονη άποψη ότι οι Ελληνόβλαχοι της Ακαρνανίας κατέβαιναν επί αιώνες στην «ίδιαν γνωστήν θέσιν»  στην Ακαρνανία και ότι ήρθε πια ο καιρός να εγκατασταθούν μόνιμα στη γη των «αρχαίων προγόνων τους», την οποία εγκατέλειψαν μετά «την «ερημίαν» της Ακαρνανίας εξαιτίας της ίδρυσης της Νικόπολης στην Ήπειρο!
Έτσι, μετά την αίσια έκβαση της επιστολής αυτής προς τον Καποδίστρια, οι αρχιποιμένες, επικεφαλής των άλλων Ελληνόβλαχων ποιμένων που κατέβαιναν επί αιώνες στα χειμαδιά της Μάνινας Ακαρνανίας αποφάσισαν να εγκατασταθούν σιγά – σιγά, σταδιακά στην περιοχή. Ο Κουτσομπίνας στην περιοχή της Παλαιομάνινας (ονομαζόταν αρχικά Κουτσομπίνα), ο Γιάγκας στο Σουροβίγλι (σημερινή Στράτος), ο Πάγκιος στο Όχθου (σημερινά Όχθια), ο Κατσαρός στην Κατσαρού (σημερινή Γουριώρισσα), ο Μπούσιας Νταγιάντας στο σημερινό Αγράμπελο, ο Γάκιας Παππάς στα Γακέϊκα,  στο σημερινό Στρογγυλοβούνι, και ο Νούσιας στα Νουσέϊκα (εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους πολύ νωρίς).
Το πρώτο σπίτι στο σημερινό χωριό έγινε το 1870 από τον αρχιτσέλιγκα Λάμπρο Νταγιάντα.  Ο αρχιτσέλιγκας  είχε έναν μεγάλο γιό τον Μήτσο Νταγιάντα . Το σπίτι του ήταν πραγματικό  ανάκτορο . Ήταν ένα ωραίο σπίτι  για εκείνη την εποχή με χαμοκέλα (= το παράσπιτο). Για να φτάσεις στη λωντά δηλαδή από το έδαφος μέχρι στο πάνω σκαλοπάτι έπρεπε να ανέβεις 50 σκαλοπάτια .Ωστόσο το σπίτι κάηκε το 1943 από τους Ιταλούς.
Στη θέση που είναι το σημερινό χωριό υπήρχε το εκκλησάκι της Αγίας Άννας το οποίο δεν υπάρχει και σύμφωνα με τους παλιούς υπήρχε μάλλον  και ένας καλόγερος. .
Το 1888 χτίστηκε η σημερινή εκκλησία των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ και γιορτάζει στις 8 Νοεμβρίου. Υπάρχουν μέχρι στιγμής δύο εκδοχές για το πώς πήρε την ονομασία της η εκκλησία.
Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή,  αναφέρετε ότι γράψανε όσους αγίους γνώριζαν και  τράβηξαν κλήρο και βγήκε λευκό. Τότε  αφού ανοίξανε τους κλήρους παρατήρησαν ότι δεν είχαν γράψει το όνομα των   Ταξιαρχών.
Σύμφωνα  με τη δεύτερη εκδοχή, λέγεται ότι   βάλανε πάλι κλήρο και τράβηξαν τους  Ταξιάρχες. Όμως ο προστάτης των Ριμένων είναι η αγία Παρασκευή ή Παναγία και περίμεναν να βγει αυτός ο κλήρος. Έτσι έβαλαν ξανά κλήρο και ξαναβγήκαν οι Ταξιάρχες.
Δίπλα ακριβώς υπάρχει το όμορφο δημοτικό σχολείο το οποίο σήμερα λειτουργεί ως Λαογραφικό Μουσείο με φωτογραφίες,  βλάχικη ριμένικη ενδυμασία και άλλα παραδοσιακά εκθέματα.
Στις 22/5/1919 αναγνωρίστηκε ως κοινότητα με πρώτο πρόεδρο κοινότητας τον Αχιλλέα Νταγιάντα από το 1925 – 1928
Ο παππούς μου Δημήτρης Στεργίου μού έχει πει ότι η λέξη Νταγιάντας, όπως προκύπτει από τη «Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων» του Γ. Χρ. Χασιώτου», το  οποίο πρωτοκυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1866 και το έχει στην απέραντη βιβλιοθήκη του, προέρχεται από το  ρήμα «νταγιαντώ» που σημαίνει στηρίζω και μεταφορικώς  εγκαρτερώ, υπομένω, αντέχω, δηλαδή σημασία που προσιδιάζει στον σκληρό και  αδάμαστο χαρακτήρα των Ριμένων νομάδων. Επίσης, μού είπε ότι ο Βάϊγκαντ στον Δεύτερο Τόμο του βιβλίου που προαναφέρθηκε (σελίδα 134) παραθέτει ένα βλάχικο τραγούδι (στα βλάχικα και στα ελληνικά) υπό τον τίτλο «Μοιρολόι  για τον Μπούσια», το οποίο εντόπισε στο βλαχοχώρι Περιβόλι Γρεβενών, που αφορά ένα εξέχοντα προφανώς ήρωα Αρμάνο αγωνιστή ή αρχιτσέλιγκα που τον σκότωσαν στο δρόμο  πηγαίνοντας  στη Σκόδρα της βορειοδυτικής Αλβανίας, η οποία, σύμφωνα με το μοιρολόι, απείχε επτά ημέρες από το Περιβόλι προφανώς . Το  όνομα της πόλης απαντάται για πρώτη φορά στην αρχαιότητα στα Αρχαία Ελληνικά και στη γενική “Σκοδρινών”, που βρίσκουμε σε νομίσματα του 2ου αιώνα π.Χ. Η απώτερη προέλευσή του από την Ιλλυρική είναι άγνωστη. Το όνομα υιοθετήθηκε στα Ιταλικά ως Scutari και με αυτή τη μορφή ήταν επίσης σε ευρεία χρήση στα Αγγλικά μέχρι τον 20ό αιώνα. Στα Σερβικά η Σκόδρα ήταν γνωστή ως Скадар (Σκαντάρ). Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης «Μπούσιας» ο Δημήτρης Στεργίου πιθανολογεί ότι το όνομα είναι πατρωνυμικό, δηλαδή προέρχεται από το όνομα «Λάμπρος – Λαμπρούσιας» και, κατά την συνήθη τακτική των Ριμένων έλεγαν  μόνο την τελευταία συλλαβή, δηλαδή ο Λεωνίδας = Νίδας, Αθανάσιος = Νάσος, Αναστάσιος = Τάσος κλπ.

Το χωριό κάηκε στις 8 Μαιου το 1943 Πρώτα κάηκε η Χρυσοβίτσα στη συνέχεια το Αγράμπελο, ο Πρόδρομος και στις  9 Μαίου η Μαχαιρά . Όλα τα χωριά είχαν θύματα, εκτός  μόνο από το  Αγράμπελο. Κάψανε μέχρι και το τελευταίο σπίτι και στη συνέχεια με τη αμερικάνικη βοήθεια, τη γνωστή ΟΥΝΤΡΑ,  έγινε η αποκατάσταση των ζημιών του χωριού.
Μέχρι το 1978 το δημοτικό σχολείο του χωριού ήταν διθέσιο και αριθμούσε περίπου 50 μαθητές. Το 1980 έγινε μονοθέσιο και το 1989 έκλεισε οριστικά.
Στην τελευταία απογραφή του 2011 είχε 76 μόνιμους κατοίκους, δηλαδή το ένα τρίτο περίπου  εκείνων του 1890!
Οι κάτοικοι του χωριού ήταν  γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Η σχέση των κατοίκων του χωριού με το βελανιδοδάσος είναι ιδιαίτερη. Είναι το στολίδι του χωριού. Τα παλιά δύσκολα χρόνια οι κάτοικοι ζούσαν πουλώντας τον καρπό της βελανιδιάς. Σήμερα, λόγω περιορισμένης κτηνοτροφίας το δάσος είναι γεμάτο με νέα μικρά δέντρα και έντονη πανίδα και προστατεύεται απ’ όλους τους κατοίκους.
https://stroggyloboyni.blogspot.com
Πηγή φωτογραφιών: Αgrampelonews, 
                                   Αγράμπελο χωριό

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *