Το τζάκι, έργο κι αυτό της λαϊκής τέχνης και αρχιτεκτονικής του λαϊκού σπιτιού, είναι τόσο ποθητό σε όλους μας και τόσο νοσταλγικά το αναζητάμε. Μας φέρνει αναμνήσεις, μας ξετυλίζει αναμνήσεις από το παρελθόν, από τότε που η φαμίλια ήταν όλη συγκεντρωμένη γύρω-γύρω στο αναμμένο τζάκι σαν κλωσσοφωλιά. Έχει επιβληθεί μέσα μας και στη μνήμη μας το τζάκι και δύσκολα ξεχνιέται, γιατί γαλουχηθήκαμε κοντά σ’ αυτό όπως στην κούνια.
Το τζάκι δημιουργούσε μια γαληνεμένη ατμόσφαιρα του σπιτιού και της οικογένειας. Η φωτιά για να μη σβήσει θέλει επαγρύπνηση, γι αυτό εκεί σε κάποια άκρη βρίσκεται πάντα πρόχειρη η μασιά να αναβάλει τη φωτιά και να ακουσθεί ο γνώριμος γδούπος της απάνω στο αναμμένο κούτσουρο.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά και ομορφιά από μια νύχτα του χειμώνα να βρίσκεσαι πλάι σε ένα τζάκι , που στέκει εκεί κολλημένο στον τοίχο με μια λιτή μεγαλοπρέπεια. Σαν ο βοριάς έξω λυσσομανάει το τζάκι επιβάλλεται, γίνεται κυρίαρχος με κείνες τις πύρινες φλόγες και δίπλα του το μαυρισμένο λυχνάρι κολλημένο μ’ ένα καρφί στον τοίχο, στέκει σαν ψηλομύτα μεγάλη κυρία έτοιμο να προσφέρει τις φωτιστικές του υπηρεσίες, που μάλλον περισσότερο καπνό ανέθρωσκε και λιγότερο έφεγγε.
Το τζάκι παίρνει το χειμώνα την πιο τιμητική θέση. Η θέα του δεν είναι μόνο θερμαντική, αλλά και ποιητική με κείνες τις πύρινες γλώσσες, με τη μεθυστική του ζέστη, με το τριζοβόλημα των ξύλων και τον ανάλαφρο βόμβο της φλόγας. Τέτοιες ώρες το τζάκι τραγουδάει, οι φλόγες του γεμίζουν τα φτωχόσπιτα από φως, η ζέστη παχνίζει τα τζάμια, κι απλώνεται μια παραμυθένια θαλπωρή. Και τις ώρες του φαγητού με το σοφρά στη μέση, μια κατανυκτική σιγή επικρατεί.
Και σαν πέσει της νύχτας το σκοτάδι, η γιαγιά στο παραγώνι ξετυλίγει την ανέμη της μνήμης της και λέει παραμύθια για μικρούς και μεγάλους.
Πόσα νυχτέρια κοριτσιών δεν είδε αυτό το τζάκι, πόσα τραγούδια δεν άκουσε και βεγγέρες του χωριού δεν είδε.
Εκεί σ’ αυτό το τζάκι εύρισκε η φαμελιά την πιο μεγάλη θαλπωρή και ευχαρίστηση…………. «Ήθη Έθιμα & Δοξασίες του λαού μας»…….