ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ

Αφιερωμένο σε όλους που είναι μακριά απο τα πατρικά τους σπίτια στο χωριό, και που πάντα το νοσταλγούν όσα χρόνια και να περάσουν, το μυαλό του είναι εκεί.

Το σπίτι στο χωριό – εκεί που πάντα θα επιστρέφουμε.
Το σπίτι στο χωριό βρίσκεται εδώ και χρόνια μέσα μας.
Έχει βρει χώρο μέσα στο σώμα μας και έχει εγκατασταθεί, έχει χτιστεί από την αρχή, με τα κεραμίδια του, τα ξύλινα παραθυρόφυλά του, την αυλή με την κληματαριά, τα σανιδένια πατώματα που τρίζουν κάτω από τα ξυπόλητα πέλματα, τις καμάρες του και τις ασβεστωμένες γωνιές του και τα κεντίδια της γιαγιάς να έχουν κάνει κατάληψη παντού, σε παράθυρα και σοφράδες.
Το σπίτι στο χωριό κατοικεί μέσα μας, και παίρνω όρκο γι’ αυτό.
Τόσο, που έχω την αίσθηση ότι αν κάνεις ακτινογραφία, ο γιατρός θα σου πει, βλέπω λίγο πρησμένο το έντερο σας… α και ένα σπίτι.
Όταν δεν μπορείς να πάς εκεί, βουτάς μέσα σου, ανοίγεις την ξύλινη πόρτα και δραπετεύεις στο καταφύγιο των παιδικών σου χρόνων.
Εκεί, κάθε φορά, είτε βρίσκεσαι με τη βοήθεια του νου, είτε με το πλοίο της γραμμής συναντάς τον εαυτό σου παιδί και νιώθεις όπως νιώθεις όταν συναντάς έναν άνθρωπο που σου έχει λείψει πολύ. Ανάμεσα στις εικόνες του χθες, με τα ψημένα ψωμιά της γιαγιάς στο φούρνο, τη βανίλια υποβρύχιο, τους ήχους του Γκιώνη, τα αστέρια που έχουν αγγίξει το περβάζι, βρίσκεις την ευκαιρία να γίνεις μάνα του εαυτού σου. Παίρνεις αυτό το αθώο και ανυποψίαστο παιδάκι στην αγκαλιά σου και του δίνεις όλες τις αγκαλιές που του χρωστάς.
Το παρηγορείς για όλες τις άδικες αναμονές, για όλα αυτά που ήθελες και δεν έκανες, του λες μπράβο για όσα κατάφερε, του ζητάς συγγνώμη για όλες τις φορές που τον υποτίμησες και του θυμίζεις ξανά και ξανά πόσο τον αγαπάς.
Εδώ, δίπλα από τα παλιά πιθάρια με τις βουκαμβίλιες, κάτω από τις παλιές φωτογραφίες των προγόνων σου ενώνεις τον ομφάλιο λώρο με στιγμές και μνήμες που σε έκαναν αυτό που είσαι σήμερα.
Εδώ, σε αυτό το πλακόστρωτο χτύπησες το γόνατό σου και έτρεχες για ράμματα και ήταν η μόνη φορά που η μάνα σου δεν σε μάλωσε. Εκεί, μέσα στο πρώτο συρτάρι αυτού του παλιού σκρίνιου υπάρχουν ακόμα κοχύλια, κουμπιά και βότσαλα από περιπλανήσεις σου στην παραλία με τον πατέρα σου.
Κάτω από τις κιτρινισμένες γάζες του σιδερένιου κρεβατιού έπλεξες τα πρώτα όνειρά σου και αποφάσισες να τα κυνηγήσεις μέχρι την άκρη του κόσμου.
Στο πεζούλι έξω από το σπίτι έδωσες το πρώτο σου ιδρωμένο φιλί – μάζεψες ένα ψωριασμένο γατί και το υιοθέτησες – και έκλαψες μέχρι να σκάσεις γιατί ακόμα ένα καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του.
Το σπίτι στο χωριό είσαι εσύ.
Τα καλοκαίρια κατοικείς εσύ μέσα του και αδειάζεις το μυαλό σου από μια χρονιά πλημμυρισμένη με αγωνίες και προσπαθείς να συμπυκνώσεις τη ζωή όπως θα έπρεπε να τη ζήσεις, σε 15 μέρες.
Τους χειμώνες, κατοικεί αυτό μέσα σου, σαν ένα τόσο δα μικρό φωτάκι, σαν αυτό που έχουμε πάντα μόνιμα αναμμένο το βράδυ για να βρούμε τον δρόμο, αν ξυπνήσουμε μέσα στη νύχτα.
Για να μην τρομάξουμε.
Σαν φάρος που με το αδιάκοπο άναψε-σβήσε σε καθησυχάζει ότι θα είσαι πάντα εκεί.
Αναμνήσεις έθιμα Φυτειωτών

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *