%ce%b1%cf%83%cf%84%ce%b1%ce%ba%ce%bf%cf%82
Τα κατοχικά και τα μετακατοχικά χρόνια, το χωριό μας έζησε κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Η πείνα θέριζε, στον Αστακό είχαν κλείσει οι φούρνοι και οι αστακιώτες πουλούσαν στους χωριανούς μας χρυσαφικά, ρούχα και άλλα πολύτιμα είδη για ένα καρβέλι ψωμί. Μια χωριανή μας, πούλησε ψωμί και πήρε ρούχα. Ανάμεσα στα ρούχα υπήρχε και ένα κομπινεζόν, το πέρασε για φόρεμα, το έβαλε και πήγε στην εκκλησία.
Όποια νοικοκυρά είχε λίγο αλεύρι, και τόλμαγε να ψήσει λίγα καρβέλια στον πήλινο φούρνο της, δεν ρισκάριζε να μπει στο σπίτι της για λίγο, γιατί παραμόνευαν και της άρπαζαν τα καρβέλια από το φούρνο μισοψημένα. Τα προΊόντα διατροφής προέρχονταν από τα ζωντανά (γίδια, πρόβατα), τυρί γάλα κ.λπ, από τα δημητριακά (σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι κλπ) που τα άλεθαν στο μύλο και από το αλεύρι γίνονταν πέρα από το ψωμί τα άλλα παράγωγα, όπως τραχανάς, πληγούρι, μπιρπιλόνια, σίβραση, τηγανίτες χυλός μπαζίνα, πίττες και πολλά άλλα, από τα κτήματα στα οποία καλλιεργούσαν τα κηπευτικά και τα όσπρια και από τα δένδρα των ελαιιών (λάδι , ελιές). Η σπορά του σιταριού γινόταν τον Οκτώβριο και ο θερισμός τον Ιούνιο (θεριστής). Μέχρι που βγήκαν οι αλωνιστικές μηχανές στα μετακατοχικά χρόνια, το σιτάρι το έβγαζαν στο αλώνι. Στη μέση του αλωνιού είχαν στερεωμένο ένα πάσσαλο και με το καμουτσίκι χτύπαγαν τα άλογα που είχαν δέσει από τον πάσαλλο και έκαναν γύρα στο αλώνι πατώντας τα στάχια του σιταριού που ήταν ξερά και έβγαινε το σιτάρι. Ύστερα με ένα εργαλείο, το δικριάνι (που ήταν σαν μεγάλο πηρούνι σε μέγεθος φτιαριού, σήκωναν τα πατημένα από τα άλογα στάχια ψηλά και τον μεν σιτάρι σαν βαρύτερο έπεφτε στο αλώνι, τα δε άχυρα τα έπαιρνε ο αέρας πιο πέρα. Έτσι λοιπόν τα προίόντα διατροφής τα οποία σημειωτέον ήταν αυτοπαραγόμενα και μόνο για αυτούς που μπορούσαν, ήταν ψωμί και τα παράγωγα του αλευριού, λάδι , ελιές, κρασί. σταφύλια , κοτόπουλα, αυγά από τις κότες που είχε κάθε οικογένεια, κρέας, τυρί, γάλα και τα παράγωγά του, φασόλια, ρεβύθια, φακές, ντομάτες πατάτες, κρεμμύδια κ.λ.π Όποιοι είχαν και τους περίσσευε κάτι, έδιναν και σε αυτούς που δεν είχαν.
Δεδομένου ότι το χωριό μας από το 1967 είχε δίκτυο νερού και ηλεκτρισμού, μέχρι τότε δεν υπήρχε νεροχύτης, μπάνιο, ψυγείο κλπ,. η δε τουαλέτα ήταν έξω από το σπίτι. Η ύδρευση γινόταν από τη βρύση του παλιού χωριού και τα πηγάδια. Στο σημερινό χωριό θυμάμαι τα πηγάδια ήταν λίγα και από τους κουβάδες που πάλευαν οι νοικοκυρές το καλοκαίρι να βγάλουν νερό, το λιγοστό νερό θόλωνε και περίμεναν να ξεθολώσει. Για να παραχθούν όλα αυτά τα αγαθά επιβίωσης,η όλη οικογένεια δούλευε όλο το χρόνο ως εξής:
Το χειμώνα έβαζαν το σπόρο του καπνού να κλώσει στο τζάκι. Την άνοιξη έσπειραν το σπόρο (φυντάνι) σε βραγιές στον κήπο και τον πότιζαν πρωί βράδυ. Τον Απρίλιο έβγαζαν τα φυτώρια του φυντανιού και τα φύτευαν στα χωράφια. Τον Μάιο σκάλιζαν τον καπνό που είχε εν τω μεταξύ μεγαλώσει. Τον Ιούνιο, θέριζαν το σιτάρι και το αλώνιζαν.. Τον Ιούλιο μάζευαν και βελόνιαζαν τα καπνά. Τον Αύγουστο μάζευαν το βελανίδι. Τον Σεπτέμβριο τρυγούσαν και πάταγαν τα σταφύλια, τον Οκτώβριο όργωναν και έσπειραν το σιτάρι και μάζευαν τις ελιές. Πολλές φορές η οικογένεια μετακόμιζε στην εξοχή (Ιούλιος) για το μάζεμα ,βελόνιασμα και λιάσιμο του καπνού (στις λεγόμενες λιάστρες στα κτήματα) και στο Κεφαλόβρυσο τον Αύγουστο για το μάζεμα του βελανιδιού. Το νερό λιγοστό και από τα πηγάδια, φανταστείτε την εξυπηρέτηση, λουτρό, πλύσιμο ρούχων, πιάτων κ.λ.π Οι τσοπάνηδες κοντά στα ζωντανά τους. Υπήρχαν και πολλές άλλες δευτερεύουσες ασχολίες. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, τηλέφωνα (πλην αργότερα του τηλεγράφου με το χειροκίνητο καβουρδιστήρι που είχε μόνο ο Τζοβόλας, τηλεόραση, ραδιόφωνα( μόνο στα καφενεία με κουμπιά). Τα καφενεία είχαν λάμπες πετρελαίου με αμίαντο. Και όμως στις αντίξοες αυτές συνθήκες το χωριό μας άντεξε και τα κατάφερε.ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΙΩΤΩΝ ΒΕΛΑ

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *