Ένα πολλά υποσχόμενο φυτό για την ελληνική αλλά και παγκόσμια γεωργία είναι το γαϊδουράγκαθο ή πιο επιστημονικά η αγριαγκινάρα (Cynara cardunculus). Η διαδικασία της καλλιέργειας του γαϊδουράγκαθου είναι εύκολη και γίνεται ακόμη και στο πιο ακατάλληλο και ξερό χωράφι. Ως πολυετές φυτό, η σπορά γίνεται μία φορά κάθε δώδεκα χρόνια. Φυτεύεται στη καρδιά του φθινοπώρου τον Οκτώβριο, μεγαλώνει με τις βροχές του χειμώνα και μαζεύεται από τα μέσα του καλοκαιριού μέχρι και τις αρχές φθινοπώρου, δηλαδή από τον Ιούλιο μέχρι το Σεπτέμβριο. Το σημαντικότατο πλεονέκτημα είναι ότι δε χρειάζεται καθόλου λίπασμα και νερό, και, φυσικά, ως ανθεκτικότατο και επικρατέστερο ζιζάνιο επιβιώνει χωρίς να χρειάζονται ζιζανιοκτόνα.
Η απόδοση του χωραφιού κυμαίνεται γύρω στα 1400 κιλά σε ξηρή ουσία ανά στρέμμα, ενώ φτάνει περίπου και τα 2800 κιλά με 2 – 3 αρδεύσεις τους μήνες της άνοιξης. Η καλλιέργεια δεν είναι μόνο απλή, αλλά δίνει και πολλά έσοδα. Οι καλλιεργητές μπορούν να βγάλουν γύρω στα 110 ευρώ ανά στρέμμα αλλά αυτός ο αριθμός είναι μονάχα αντιπροσωπευτικός και μπορεί τα έσοδα να είναι λιγότερα ή περισσότερα αναλόγως με το συμβόλαιο που έχουν υπογράψει με την εταιρεία αγοράς. Ακόμη λαμβάνουν μια ελάχιστη επιδότηση των 4 με 5 ευρώ ανά στρέμμα. Απίστευτα ελάχιστα είναι και τα έξοδα εγκατάστασης που κυμαίνονται στα 20 με 30 ευρώ ανά στρέμμα για το πρώτο χρόνο και μετά το πρώτο χρόνο δεν υπάρχουν πλέον καθόλου έξοδα εγκατάστασης! Πάντως η αγριαγκινάρα συνίσταται και για ατομική καλλιέργεια λόγω των ελάχιστων εξόδων που έχει. Στη Θεσσαλία, τη Κοζάνη και τη Ξάνθη καλλιεργούνται περίπου 30.000 στρέμματα.
Μόλις ολοκληρωθεί το μάζεμα της αγριαγκινάρας, μετά αυτές οι αγριαγκινάρες πηγαίνουνε υπο μορφή κυκλική κατευθείαν στο εργοστάσιο παραγωγής πέλετς στο Βελεστίνο κοντά στο Βόλο όπου και μετατρέπονται σε πέλετς. Η ζήτηση αγριαγκινάρας στην Ευρώπη, από μηδενικά επίπεδα που ήταν το 2000, έφτασε τους 10 τόνους το 2009 και προβλέπεται να φτάσει τους 100 τόνους μέχρι το 2017. Το αρνητικό είναι ότι λόγω της οικονομικής δυσχέρειας που επικρατεί στην Ελλάδα η επέκταση της παραγωγής αγριαγκινάρας συναντά μεγάλες δυσκολίες παρά το γεγονός ότι υπάρχουν όλες οι κλιματικές και εδαφικές προϋποθέσεις για την επέκταση της παραγωγής της. Σήμερα, στην Ελλάδα υπάρχει ένα ακόμη εργοστάσιο παραγωγής πέλετς από αγριαγκινάρα στη Καρδίτσα. Οι μονάδες παραγωγής πέλετς στη Κομοτηνή και στο νομό Λαρίσης παράγουν κυρίως πέλετς από ξύλο αλλά όχι από αγριαγκινάρα.
Τα στερεά καύσιμα πέλετς χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα αντί για το πετρέλαιο θέρμανσης τόσο σε σπίτια όσο και σε βιομηχανίες, ενώ στο κοντινό μέλλον θα ξεκινήσει και η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος σε μονάδες μικρής εγκατεστημένης ισχύος κάτω των 5MW. Επιπλέον, η καλλιέργεια αγριαγκινάρας μπορεί να αναπτύξει τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας έως 20% μέχρι το 2020 ακόμη και στα νησιά. Συνολικά η αγριαγκινάρα είναι σε θέση να προσφέρει νέες θέσεις εργασίας και διάδοση της παραγωγικής μεθόδου της σε χώρες εκτός Ελλάδος, μείωση του διοξειδίου του άνθρακα, κέρδος το λιγότερο 50 ευρώ ανά στρέμμα για το καλλιεργητή που παρήγαγε βαμβάκι ή σιτάρι, και μείωση στο 25% των εξόδων πετρελαίου με την αντικατάστασή του από καύσιμα πέλετς.
.ecotimes.gr

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *