Καταβύθιση στην μνήμη,ξεχορταριασμα μονοπατιών που σε πάνε σ’ άλλο χωροχρόνο, σε τόπο πέτρινο,σκληρό,τραχυ -κι όμως τόσο όμορφο-και σε ιδρωμένες δύσκολες εποχές με αλμυρό ακόμα το ψωμί.
Καταχείμωνο …Αρχοντοχωρι ορεινή Ακαρνανία,με το ψηλό βουνό απο πάνω -αν και ντυμένο στα λευκά- παντα να’ναι αγριεμένο, ήλιος με δόντια, χιόνια στα αποσκια μέρη και σε τούτη την αυλή ο εξαχρονος μικρούλης με τα κοντά παντελόνια ,τα αδύνατα ποδαράκια και τα πεταχτά αυτιά, βοηθάει όπως μπορεί,την κουρασμένη -ισχνή αλλά και τόσο ακούραστη και ανθεκτική -Μάνα του, με άρωμα από αλευρι και προζύμι, να φουρνισει και να ψήσει τα πολλά καρβέλια της εβδομάδας.
Εκεί μπροστά στην ζεστασιά του φούρνου, λέει ο μικρός ..Μάνα άκουσα μια κότα μας, στον πανω κήπο να κακαρίζει..
Γιε μου, δεν γεννάνε οι κότες τον Χειμώνα, αλλά άμα κανει,κατά λάθος κάνα αυγό,θα’ναι μονο δικό σου, . Να προσέχεις όμως μήπως ξενογεννησει και το χάσεις.
Καταχαρηκε ο πιτσιρίκος, τον ευτυχουσε η σκέψη απ την νοστιμιά του τηγανητου αυγού κι είχε τοσο πολύ χρόνο να απολαύσει.
Έτσι διακριτικά, να μην την φοβίσει κιόλας- παρακολουθούσε αυτή την όμορφη πουλαδα,για δει που θα φωλιάσει για να πάρει τον θησαυρό που λαχταρούσε.
Εκείνη,ανέβηκε την μάνδρα πέρασε στον κήπο του μπάρμπα Πάνου, ανέβηκε στου Κωνσταντουλα την αυλή,βοσκουσε με τις φίλες της αμέριμνη, αλλά αργούσε απελπιστικά να κάνει τ’αυγό.
Επιτέλους αφού ξεποδαριασε
-τον μικρό να την ακολουθεί απο ξερικους κήπους, στα πρανή του λόφου με τις ασφακιες και παλι πισω, ήρθε και φωλιασε στην κουφάλα της μεγάλης γερικης αμυγδαλιάς.
Πέρασε πολύ ώρα, πάει το μεσημέρι, ήρθε το απόγευμα, κι ο μικρός με το κρύο να τον περονιαζει, τα δόντια του να τρίζουν,τα γυμνά χέρια, γονατα και πρόσωπο ναχουν κοκαλωσει, περιμένει και προσμένει του πόθου του το γέννημα.
Καθόταν ξυλιασμενος σ’ ενα λιθάρι στη μέση του πανου κήπου,παρατηρώντας την όμορφη κότα, με μοναδική του έγνοια πότε θα ρθει η ώρα της νοστιμιά του.
Κοίταζε απο τα ψηλα ορεινά μεχρι πέρα στο πέλαγος κι έβλεπε τα βουνά της Ιθάκης ναχουν σκοτεινιάσει,αλλά δεν ήξερε μήτε και τον ένοιαζε ο παλιοκαιρος που κατεφτανε.
Εδώ η ζωη συγκροτείται στις ανάγκες,στις αισθήσεις και τα συναισθήματα.
Δεν υπάρχουν λιμπερτινοι, παρα μόνο αναγκεμενες καλές ψυχές. Ποιά ειναι η ουσία του κόσμου και πώς νοηματοδοτείται η ζωή, ειναι ψιλά γράμματα γι’αυτον ακόμη,δεν τον αφορούν, εκείνος μια προσμονή,ενα πάθος και μια ταπεινή λαχτάρα έχει.. ποτε θα ρθει τ’αυγο.
Κι ήρθε η ώρα,που πήρε προσεκτικά σαν εύθραυστο διαμάντι, στην φούχτα του το ζεστό ακομη αυγό, έτρεξε στο σπίτι.. φωνάζοντας.. Μάνα βάλε το τηγάνι!!!!
Εκεί στο τζάκι, το τηγάνι με το λάδι ελιάς, πανω στην πυροστια, τις φλόγες να το αγκαλιαζουν αγαπητικά, το ασπράδι του αυγού σαν νυφικό παρθένας νύφης,τον κρόκο να’ναι σαν το ολογιωμο φεγγάρι και την αγία Μάνα σαν να ιερουργουσε,,χαμογελώντας στο βλαστάρι της..ολα τούτα τα ωραία ζωγραφίζονταν ανεξίτηλα στον καμβά της ψυχής του και μοσχοβολούσαν ..καυτό λάδι,καπνό απο ξύλο πουρναριου και φρεσκοψημενο ψωμι από της μάνας τα αγγελικά τα ροζιασμένα χέρια.
Πανηγυρισμος αισθήσεων, έκρηξη απόλαυσης απο την νοστιμιά του ζεστου καρβελιου και του τηγανητού αυγού.
Η μάνα παρα την παράκληση του μικρού,ούτε καν δοκίμασε.. λέγοντας ένα γλυκό ψέμα, οτι δεν της αρέσουν δηθεν τα αυγά καταχείμωνο…Λες και με τόση φαμίλια, θα περίσσευε ποτέ αυγό και για ‘κείνη.
Έξω άρχισε να χιονίζει, μέσα στο σπιτι, στην γωνιά δίπλα στο αναμμένο τζάκι, ευτυχισμένος ο μικρός έγειρε στη φλοκατη κι’αποκοιμήθηκε.
Η μάνα τον σκέπασε με μια μάλλινη χρωματιστή μπαντανία, για να’χει ο μικρούλης έγχρωμα, ευωδιαστα και χορτασμενα όνειρα.
ΥΓ.Αφορμή για τούτη την γραφή,δοθηκε απ’την εικόνα πρωινού ,σ’ενα ακριβό ξενοδοχείο, αλλά η αιτία, ο λόγος κι η ουσία είναι ο σημερινός εσωτερικός λυγμός, το αφανερωτο δάκρυ, για την Μάνα που τελιωσαν όλες οι γήινες στιγμές της, πέρασε στο αναπάντητο αιώνιο και διαβηκε τα σύνορα του επέκεινα.
ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΑΜΟΣ ΓΑΛΟΥΝΗΣ

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *