Βγαίνοντας από τον κεντρικό δρόμο του χωριού μου κατηφορίζω για το πατρικό μου σπίτι …από αυτό το σοκάκι θα φτάσω πιο γρήγορα και ας είναι σχεδόν απροσπέραστο… ποιος ξέρει πότε πέρασε άνθρωπος από δω τελευταία φορά…. Σταματάω λίγο στο πρώτο σπίτι που είναι αριστερά μου…παλιά, όποτε και να περνούσα έβλεπα έξω στην αυλή την συμπαθητική γιάια όπως την λέγαμε…μια χαμογελαστή μεγαλόσωμη ηλικιωμένη γυναίκα που πάντα σου έπιανε την κουβέντα.
.ζούσε εδώ με την κόρη της που δεν έτυχε να παντρευτεί, τα άλλα της παιδιά είχαν φύγει από το χωριό και ερχόταν κάπου-κάπου με τις οικογένειες τους γιορτές και καλοκαίρια. Παραδοσιακές και γραφικές φιγούρες του χωριού, δεμένες τόσα χρόνια μεταξύ τους που σίγουρα φεύγοντας η μία, η άλλη θα την ακολουθούσε σύντομα… Είχα τρία χρόνια να έρθω στο χωριό….η αμπάρα κλειδαμπαρωμένη, το μικρό δρομάκι από την αμπάρα μέχρι το σπίτι χορταριασμένο, η αυλή γεμάτη σκουπίδια τα δέντρα ακλάδευτα και παραμελημένα, οι ασβεστωμένοι ντενεκέδες με τα άλλοτε όμορφα λουλούδια τώρα είναι σκουριασμένοι και γεμάτοι ξεραμένα κοτσάνια, το κοτέτσι στην από κάτω μεριά σχεδόν πεσμένο, το κουμάσι του γουρουνιού άδειο..μόνο η καρυδιά στέκει αγέρωχη και ρίχνει απλόχερα τον ίσκιο της, αλλά δεν τον απολαμβάνει κανείς πια… Δεν μπορείς να μην λυγίσεις μπροστά σ’ αυτή την εικόνα, σε πιάνει το παράπονο…η σύγκριση του πριν και του τώρα σε κάνει να αισθανθείς περίεργα, άσχημα…δεν θέλει μυαλό να καταλάβω τι έγινε….
δεν υπάρχει ψυχή πια εδώ….κανένας ανθρώπινος ήχος ή κατοικίδιου…μόνο η σιωπή ουρλιάζει και την ακούνε τ’ αυτιά της ψυχής σου…άλλο ένα σπίτι κλειστό όπως τόσα άλλα που κλείνουν το ένα μετά το άλλο …πόσο να κρατήσουν ανοιχτά αφού μόνο ηλικιωμένοι τα κατοικούσαν? Κοίταξα για κάμποση ώρα το κλειστό σπίτι της γιάιας, σκούπισα τα μάτια μου και συνέχισα να κατηφορίζω για το πατρικό μου…δεν θα ξαναπεράσω από εδώ σκέφτηκα…δεν υπάρχει λόγος να στεναχωριέμαι μόνο και μόνο για να κόψω δρόμο, θυμάμαι με αγάπη αυτές τις δυο γυναίκες, τις καλές γειτόνισσες των παιδικών μου χρόνων…. δεν είχαν αλλάξει ποτέ κουβέντα με τους δικούς μου αλλά ούτε και με μένα που ήμουν λίγο ατίθασο παιδί… Δεν ήταν σαν την οικογένεια από την δεξιά πλευρά του δρόμου που αν και έφυγαν χρόνια από το χωριό χάρηκα και δεν μου λείψανε στιγμή..
μόνο άσχημα έχω να θυμάμαι σαν τις πέτρες που μας πετούσαν χωρίς λόγο… μεγάλη διαφορά ανθρώπινης συμπεριφοράς υπήρχε ανάμεσα στα δύο αυτά γειτονικά σπίτια! Οι καλοί άνθρωποι ακόμα και όταν φεύγουν από την ζωή, μας αφήνουν μια γλυκιά ανάμνηση…τους αναζητάμε όταν επισκεφτούμε το χωριό μας και ας ξέρουμε πως δεν υπάρχουν πια…μας λείπει η μορφή τους, η καλημέρα τους, το χαμόγελό τους, αυτό το εγκάρδιο »καλώς ήρθες» που δεν θα το ξανακούσουμε ποτέ…… Και ξαφνικά σε κυριεύει μια παράξενη αίσθηση από την έλλειψη της γειτονικής ανθρώπινης παρουσίας …..και αρχίζεις να φοβάσαι ότι πλησιάζει σαν αόρατη απειλή και στο δικό σου πατρικό, που αν και τελευταία ανοίγει συγκεκριμένες φορές τον χρόνο….σημασία έχει ότι ακόμα ανοίγει!
Φτάνεις στο σπίτι σου κοιτάζεις τους δικούς σου ανθρώπους, αισθάνεσαι τυχερός…θες να τους πάρεις μια μεγάλη αγκαλιά, να τους πεις ευχαριστώ που υπάρχετε, να τους δείξεις την αγάπη σου, να τους δώσεις να καταλάβουν πόσο απαραίτητη σου είναι η παρουσία τους… μπορεί να μην κάνεις τίποτα από όλα αυτά για πολλούς λόγους, όμως μέσα σου είσαι χαρούμενος και ευχαριστείς τον Θεό που τους έχεις ακόμα ! Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη
Πηγή:https://xiromeropress.gr

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *