Υπηρέτησαν την αστική τάξη του περασμένου αιώνα, τα κοινωνικά στερεότυπα και πάνω από όλα, τον ελληνικό κινηματογράφο…
Οι υπηρέτριες στις ελληνικές ταινίες των δεκαετιών του 50, του 60 και του 70…
Μερικές φορές οι ρόλοι τους ήταν ασήμαντοι, ένα πέρασμα, μια ατάκα, ένα πλάνο…
Όπως εδώ, στην αρχική φωτογραφία, ο ρόλος της Κατίνας στην ταινία «ο Ζηλιαρόγατος». [Η ηθοποιός είναι η Αντιγόνη Κουκούλη στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση].
Συχνά όμως, ο ρόλος της υπηρέτριας είναι σημαντικός και λέει πολλά για τη θέση της κοπέλας αυτής στην ελληνική κοινωνία , στην αυγή του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα…
Με αφορμή τη Παγκόσμια Ημέρα κατά της δουλείας… (2 ΔΕΚΕΜΒΡΗ) ένα αφιέρωμα στους ρόλους, στα πρόσωπα, στα στερεότυπα.

Στην εμβληματική ταινία «ο Ηλίας του 16ου», η Αλίκη Γεωργούλη υποδύεται τη φτωχή πλην όμως τίμια Τασία Μπέρμπερη [Burberry είπατε;] η οποία κατηγορείται άδικα από την χαρτοπαίκτρα αφεντικίνα της ότι έβαλε χέρι στη μπιζουτιέρα με το δαχτυλίδι – ενέχυρο.
Η υπηρέτρια όμως έχει το κούτελό της καθαρό και στα δύσκολα φωνάζει και τον ξάδερφό της τον Πανάγοοοοοο…
Η ταινία φωτογραφίζει τη θέση της υπηρέτριας στα σπίτια της αστικής τάξης και την αντίληψη της εποχής για τον ρόλο της.
Ακόμη και ο απένταρος Ηλίας με τη δανεική στολή και τη δανεική εξουσία -ο μόνος που την υποστήριξε- προσφέρεται να την «ψαχουλέψει»…

Η Μάρθα Βούρτση είναι η υπηρέτρια – ψυχοκόρη στο αριστοκρατικό σπίτι της Κηφισιάς όπου τα φώτα αναβοσβήνουν συνθηματικά, στο υπέροχο: «Τα κίτρινα γάντια».
Εσώκλειστη, χωρίς άδεια να βγει ούτε ως το περίπτερο δίχως λόγο, χωρίς «έξοδο» ούτε καν την Κυριακή, πρέπει να σκαρφιστεί ένα ψέμα για να πάρει ρεπό μια μέρα.
Ο κύριος του σπιτιού ασκεί απόλυτη εξουσία πάνω της: αν θέλει της επιτρέπει να αρραβωνιαστεί τον μουστάκια αν δεν θέλει, όχι…
Ευτυχώς, είναι καλός και… «θα γράψει και του πατέρα της».
Γιατί τέλος πάντων «αυτό το κορίτσι μια ζωή υπηρέτρια θα είναι;» όπως ρωτάει [την κοινωνία] και ο Φωτόπουλος.
Υπάρχει κάποια γυναικεία φιγούρα στην ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 60 που να δέχεται μεγαλύτερη ανυποληψία από τη σπιτωμένη αστεφάνωτη γυναίκα; Ε ναι. Η δούλα.
Ή ακόμη χειρότερα: το δουλικό [ουδέτερου γένους].

Η Κατερίνα Γώγου, χαρακτηριστική υπηρέτρια στην ηθογραφία: «η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», σηκώνει πάνω στους μικρούς ώμους της, την προκατάληψη μιας εποχής.
Ακόμη και ο σάχλας αδερφός της κυρίας Κοκοβίκου θεωρεί δεδομένο ότι μπορεί να απλώνει το χέρι του και να χουφτώνει την Παγώνα χασκογελώντας, όποτε περνάει από μπροστά του…
Γενικά, ήταν εύκολο να απλώνει κανείς το χέρι του στις υπηρέτριες.
Πρώτοι και καλύτεροι το άπλωναν τα ίδια τα αφεντικά.
Το cliché όμως είχε και την άλλη όψη του: την πεταχτούλα υπηρέτρια με τα πολλά… ξαδέρφια.

Το υπηρέτησε τέλεια η αφράτη Αλέκα Στρατηγού με τις πλούσιες καμπύλες και το χαρακτηριστικό γέλιο, για σχεδόν δύο δεκαετίες, σε καμιά δεκαριά ταινίες… από το «εκείνες που δεν πρέπει να αγαπούν» μέχρι και «το ρομάντσο μιας καμαριέρας»…

Αλλά και η «χαζούλα» Σιμόνη Ξυνοπούλου στην ταινία «Για ποιον χτυπά η κουδούνα» και στο απολαυστικό «Μια ιταλίδα απ’ την Κυψέλη».
Το σινεμά συνεχίζει να χτίζει στο στερεότυπο της υπηρέτριας για όλες τις δουλειές…

Μετά τη σχολική ποδιά, η Αλίκη βάζει στο μάτι και την ποδιά της υπηρέτριας αλλά πώς; Να παίζει τον ρόλο της δούλας; Δεν γίνεται, είναι σταρ.
Οπότε αλλάζει ρόλους με τη Μάρω Κωνσταντάρου στην ταινία: «Αχ αυτή γυναίκα μου».
Παρόλο που «το υπερετικόν προσωπικόν» φοράει τα λαμέ μίνι της κυρίας, η αλλαγή δεν πείθει κανέναν και τα στερεότυπα καλά κρατούν.
Οι κυρίες παραμένουν κυρίες, σύζυγοι υπαλλήλων γραφείου και οι υπηρέτριες, υπηρέτριες που πετούν κοτσάνες, αρραβωνιασμένες με φτωχόπαιδα-χειρόνακτες.
Αυτό που έμεινε είναι η ατάκα: «Εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμμορα».
Και η νέα φαντασίωση: Η σέξυ Αλίκη με μίνι και ποδίτσα…
Φαίνεται ότι στο μυαλό των σεναριογράφων, ο διακαής πόθος όλων των υπηρετριών ήταν να πάρουν τη θέση της κυρίας τους, το όνομα, το σπίτι, το αυτοκίνητο και κυρίως τα ρούχα τους.
Έτσι, η τσαχπίνα Μάρθα Καραγιάννη παίρνει τον ρόλο της κυρίας Απέργη [Μαίρης Χρονοπούλου] στην ταινία «Μια κυρία στα μπουζούκια» αλλά η κυρία – τι καλοσυνάτη! – δεν θυμώνει μαζί της, εξάλλου είναι πλούσια με λαϊκά γούστα, της αρέσουν τα μπουζούκια.
Και κάνει φίλους της τα παιδιά που δουλεύουν στα ναυπηγεία [της].
Τι ωραία! Μια νέα εποχή μιούζικαλ- χρώματος – αφέλειας ανατέλλει…
Μια εντελώς διαφορετική περσόνα υπηρέτριας δημιουργεί η Νίτσα Μαρούδα στην κωμωδία: «Μια τρελή-τρελή οικογένεια».
Η οικογένεια είναι τόσο τρελή [ή τόσο μπροστά για την εποχή] που οι τάξεις, έχουν καταργηθεί.
Η υπηρέτρια δανείζει το δωμάτιό της στη μικρή κόρη της οικογένειας αφού πρώτα τσεκάρει αν της αρέσει το αγόρι…

Η κυρία Μίκα [Τζένη Καρέζη] μαγειρεύει χορεύοντας με την υπηρέτρια η οποία δεν αγωνιά καθόλου αν δεν πετύχει το φαγητό: «Σκασίλα μας, θα φάμε έξω!»

Η Σαπφώ Νοταρά στην ταινία «η Χαρτοπαίχτρα» είναι μια εξαίρεση.
Δεν είναι κοριτσάκι ούτε ψυχοκόρη, δεν την λες υπηρέτρια με κάνεναν τρόπο…
Είναι εκείνη που καλύπτει τη χαρτοπαίχτρα σύζυγο στα μάτια του συζύγου, εκείνη που τρέχει την κόρη στο νοσοκομείο όταν κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, εκείνη που δανείζεται από την άλλη υπηρέτρια για να πληρωθούν οι λογαριασμοί του σπιτιού…
Μοιάζει μάλλον με μια αγαπημένη θεία ή γιαγιά παρά με υπηρέτρια ή οικονόμο.
Από τις λίγες περιπτώσεις στο ελληνικό σινεμά που όλα τα μέλη της οικογένειας φέρονται στη γυναίκα που κρατά το σπίτι με σεβασμό ίσως και αγάπη.

Μια παρόμοια περίπωση είναι και η Τζόλυ Γαρμπή.
Εδώ, περισσότερο κι από ό,τι με τη Σαπφώ Νοταρά, μιλάμε πλέον για μια υπηρέτρια που αντί για ψυχοκόρη είναι μάλλον… παραμάνα.
Συνηθίζει δε να φροντίζει παραχαϊδεμένα, ενίοτε και κακομαθημένα κοριτσόπουλα της αστικής τάξης σαν την Καρέζη στο «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» ή τη Βουγιουκλάκη στα «Χτυποκάρδια στο θρανίο» κι η «Λίζα και η άλλη».
Στη δε τελευταία ταινία, η παραμάνα είναι η μόνη που αναγνωρίζει τη σωσία από την ίδια τη Λίζα.
Οποιοδήποτε αφιέρωμα στις υπηρέτριες του ελληνικού κινηματογράφου θα ήταν μισό χωρίς αναφορά στο όνομά της.

Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου χτίζει, ταινία την ταινία [17 στο σύνολο], έναν πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα υπηρέτριας…
Θάρρος, μερικές φορές και θράσος, αφέλεια αλλά όχι χαζομάρα, καθαρότητα, τιμιότητα, αυθεντικότητα, καλοσύνη αλλά η αγραμματοσύνη, αγραμματοσύνη.
Το απαραίτητο cliché για τον ρόλο της υπηρέτριας…
Μαζί με τον Κωνσταντάρα «ο γεροντοκόρος», «ο μπλοφατζής», «ο τρελός τα χει τετρακόσια» ή στο πλευρό του Νίκου Ρίζου «ο γίγας της Κυψέλης», «φουκαράδες και λεφτάδες», σε καλές και κακές ταινίες, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου [χωρίς να καταφέρνει να αντισταθεί στα στερεότυπα], πιάνει τον ρόλο της υπηρέτριας από το χέρι και τον περνάει στην επόμενη δεκαετία.
Εδώ πλέον, στις αρχές της δεκαετίας του 70 , ο ελληνικός κινηματογράφος βλέπει επιτέλους την υπηρέτρια με άλλα μάτια και φτιάχνει ένα σπαρακτικό πορτρέτο της ψυχοκόρης με την ταινία του Παντελή Βούλγαρη: «Το Προξενιό της Άννας».
Στον ρόλο της Άννας η εξαιρετική Άννα Βαγενά.

Η δεκαετία του 80 έφερε τις «Φιλιππινέζες» αλλά αυτή πάλι είναι μια άλλη ιστορία [δουλείας].
Οι δούλες στην Ελλάδα [όπως κι οι δούλες του Jean Genet] θα ενσαρκώνουν πάντα την καταπίεση και την κοινωνική ανισότητα, τις σχέσεις εξάρτησης – υποταγής, τους ρόλους που καταπίνουν ανθρώπους ολόκληρους στερώντας τους τη θέση τους στην κοινωνία, ακόμη και την ίδια τους την ταυτότητα.
ΠΗΓΗ. tvxs.gr

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *