ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ


Η «Δραπετσώνα» του Μίκη Θεοδωράκη και του Τάσου Λειβαδίτη είναι το τραγούδι που οι κάτοικοι της ομώνυμης περιοχής το θεωρούν εθνικό τους ύμνο. Και όχι άδικα, όπως θα δούμε στη συνέχεια…
Η Δραπετσώνα βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του λιμανιού του Πειραιά και είναι επίσημα αναγνωρισμένος δήμος από το 1951.

Πήρε το όνομά της από μία ρεματιά, μία χαράδρα της περιοχής, μάλλον από ναυτικούς της Σαλαμίνας που μιλούσαν αρβανίτικα. Το «ντράπε» σημαίνει ρέμα και το το ¨τσώνα» ήταν το όνομα του ιδιοκτήτη ολόκληρης της περιοχής. ‘Ετσι, αποκαλούσαν την τοποθεσία «ντράπε Τσώνα» και, τελικά, Δραπετσώνα.
Στην περιοχή, από το 1909 και έως το 1993, λειτουργούσε το εργοστάσιο λιπασμάτων. Ακόμα, από το 1911 και μέχρι πριν από λίγα χρόνια, λειτουργούσε και το εργαστάσιο παραγωγής τσιμέντου.
Η περιοχή της Δραπετσώνας είναι κατεξοχήν προσφυγικός δήμος, αφού δέχτηκε αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 ένα μεγάλο κύμα προσφύγων που γλίτωσε από τα χέρια των Τούρκων.

‘Ανθρωποι ξεριζωμένοι, με οικογένειες διαλυμένες που μετρούσαν τους νεκρούς τους, αγωνίστηκαν κάτω από αντίξοες συνθήκες, όπως όλοι βεβαίως οι πρόσφυγες, και στάθηκαν στα πόδια τους με πολύ κόπο και θυσίες, γνωρίζοντας την ταπείνωση και πολλές φορές τον εξευτελισμό, όχι μόνο από το επίσημο κράτος, αλλά και από τους ντόπιους κατοίκους.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Μικρασιάτη λαϊκού μας δημιουργού Γιάννη Παπαϊωάννου, στην αυτοβιογραφία του, για το πώς ο ίδιος βίωσε εκείνες τις τραγικές στιγμές της προσφυγιάς (Γιάννης Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και σταράτα, εκδόσεις κάκτος):

Μας έφεραν στον Πειραιά…, μας έβαλαν σε κάτι αποθήκες γεμάτες σκουλήκια, μας έκαναν καραντίντα και μας έβαλαν τα ρούχα σε κλίβανο, οι ντόπιοι μας έκλεβαν τα ρούχα, ό,τι είχαμε, ακόμη και τα παπούτσια. Πείνα, δυστυχία και προπαντός περιφρόνια, πώς να σου φύγουνε απ’ το μυαλό…
Οι πρόσφυγες στη συνέχεια βρήκαν ξύλα και καρφιά και έφτιαξαν παράγκες. «Κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός, το ‘παιρνε αέρας και βροχή» γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης.
Κατόπιν, στα μέσα της δεκαετίας του ’30, έγιναν οι προσφυγικές πολυκατοικίες και μοιράστηκαν στου κατοίκους μικρά διαμερίσματα _ όχι βέβαια πως τους έκαναν χάρη, είχε μεσολαβήσει η συνθήκη της Λωζάνης, που ανέφερε ότι οι περιουσίες των Ελλήνων της Μικράς Ασίας έπρεπε να ανταλλαγούν με τις περιουσίες που άφησαν οι Τούρκοι στην Ελλάδα, όπως επίσης έπρεπε να δοθεί στους πρόσφυγες αποζημώση ένα χρηματικό ποσό.

‘Ομως, το μεγαλύτερο μέρος των κτημάτων που άφησαν οι Τούρκοι καταπατήθηκε και ιδιοποιήθηκε από διάφορους επιτήδειους. Όσο για το χρηματικό ποσό που έπρεπε να καταβάλει η Τουρκία στην Ελλάδα για τους πρόσφυγες, ούτε λόγος να γίνεται…
Η ανταλλάξιμη περιουσία των Ελλήνων προσφύγων του 1922, βάσει της συνθήκης της Λωζάνης και των μεταγενέστερων πρωτοκόλλων, είχε αξία 101,5 εκ. χρυσές λίρες Αγγλίας, έναντι 12,5 χρυσών λιρών Αγγλίας περιουσία που άφησαν εδώ οι Τούρκοι πρόσφυγες.
Η τουρκική κυβέρνηση είχε υποχρέωση να καταβάλει το επιπλέον χρηματικό ποσό (περίπου 90 εκ. λίρες) στους ‘Ελληνες, το οποίο ποτέ δεν καταβλήθηκε διότι παρακρατήθηκε ως πολεμική αποζημίωση της Ελλάδας προς την Τουρκία.
Οι πρόσφυγες, τελικά, ήταν οι μόνοι που πλήρωσαν το αντίτιμο της Μικρασιατικής καταστροφής.

Το τραγούδι Δραπετσώνα καθρεφτίζει απόλυτα τόσο την ιστορία της πόλης, όσο και τον αγώνα των κατοίκων της…
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνευτής: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
Το `δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός
Κι όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

Aπό το βιβλίο «μια Ιστορία… ένα Τραγούδι» του Ηρακλή Ευστρατιάδη
socialsecurity.gr
https://tsimoudianews.blogspot.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *