αετοσ2
Πρώτη πολιορκία Μεσολογγίου (1822)
Η καταστροφή τού Πέτα καί η πολιτική τού παραγκωνισμού τών αρματολών από τόν Μαυροκορδάτο άνοιξε στούς Τούρκους τόν δρόμο τής Δυτικής Ελλάδος. Ο Έλληνας πολιτικός κατέφυγε στό Μεσολόγγι, όπου προσπάθησε νά καθησυχάσει τούς πανικόβλητους κατοίκους βεβαιώνοντάς τους ότι είχε οχυρώσει καταλλήλως τό χωριό Μαχαλά (Φυτείες Ξηρομέρου), πού βρίσκεται στό μέσο τής απόστασης Μεσολογγίου – Κραβασαρά (Αμφιλοχίας).
Τό πρωϊνό τής 20ης Ιουλίου 1822, οι Μεσολογγίτες ξύπνησαν αντικρύζοντας τόν ενωμένο τουρκοαιγυπτιακό στόλο, ο οποίος αποτελείτο από 84 πολεμικά πλοία. Ναύαρχος τού τεράστιου στόλου ήταν ο Χασάν πασάς καί είχε επικουρία τά πλοία τού Γιουσούφ πασά, διοικητή τής πόλης τών Πατρών. Ο πανικός τών κατοίκων έφτασε στό αποκορύφωμά του, διότι εγνώριζαν τά φοβερά αποτελέσματα από τή σφαγή στή Χίο καί δέν είχαν πού “τήν κεφαλή κλίναι”. Ευτυχώς η απόβαση πού επιχείρησαν οι Τούρκοι καί οι Αιγύπτιοι στή νησίδα Βασιλάδι δέν καρποφόρησε καί ο στόλος παρέμεινε σέ αδράνεια περιμένοντας απλώς τίς κινήσεις τού Ομέρ Βρυώνη καί τού Ρεσίτ πασά (Κιουταχή), οι οποίοι αναμένονταν νά επιτεθούν στό Μεσολόγγι.
αετοσσσ
Ο Ομέρ Βρυώνης είχε αναλάβει τήν αρχιστρατηγία τής εκστρατείας στή Δυτική Ρούμελη. Ήταν διαλλακτικός καί προσπαθούσε μέ διαπραγματεύσεις νά πείσει τούς Ρωμιούς νά προσκυνήσουν, ενώ διατηρούσε αλληλογραφία μέ πολλούς αρματολούς οπλαρχηγούς, τούς οποίους είχε γνωρίσει παλαιότερα στήν αυλή τού Αλή πασά τών Ιωαννίνων. Ο Κιουταχής ήταν νεώτερος καί πιό ορμητικός, ενώ μετά τήν επιτυχία του στό Πέτα, θεωρούσε ότι μόνο μέ τά όπλα θά μπορούσαν νά υποκύψουν οι γκιαούρηδες. Χωρίς νά χάσει καιρό διάλεξε τά καλύτερα στρατεύματα καί αποβιβάστηκε μέ πλοιάρια στό Λουτράκι τού Αμβρακικού κόλπου. O Κιουταχής δέν συνάντησε τήν παραμικρή αντίσταση καί έκαψε τόσο τό Λουτράκι όσο καί τά χωριά Κατούνα καί Παπαδάτος από τά οποία πέρασε, σκλαβώνοντας ταυτόχρονα τούς κατοίκους τους. Είχαν καί οι Τούρκοι τά μίση καί τίς αντιζηλίες τους όπως καί οι Έλληνες. Έτσι ο Ομέρ Βρύωνης πού μισούσε τόν Κιουταχή, είχε προλάβει νά ειδοποιήσει τόν καπετάν Γιωργάκη Νικολού (Βαρνακιώτη) καί τόν Ανδρέα Ίσκο νά κτυπήσουν τόν χαλδούπη (ασιάτη Τούρκο), ο οποίος κατέφθανε στό Ξηρόμερο μέ τρείς χιλιάδες ασκέρι.
Μαρτύρια τών Χριστιανών από τούς μουσουλμάνους
Πράγματι, στίς 9 Αυγούστου 1822 στόν Αετό Ξηρομέρου, ο Βαρνακιώτης ετοίμασε τά ταμπούρια του, ψύχωσε τά παλληκάρια του καί περίμενε τόν φοβερό Ρεσίτ Πασά. Μαζί του είχε τούς Θεόδωρο Γρίβα από τή Βόνιτσα, Δήμο Τσέλιο από τή Ζάβιτσα (Αρχοντοχώρι), Δημήτρη Παλιογιάννη, Ευστάθιο Κατσαρό, Γιάννη Τσαούση, Γιαννάκη Σουλτάνη από τό Μοναστηράκι Βόνιτσας, Γιάννη Μπουκουβάλα από τό Βάλτο κ.ά. Η μάχη ξεκίνησε τό πρωΐ καί κράτησε όλη τή μέρα. Ο Κιουταχής έχασε 200 άνδρες καί αναγκάστηκε νά γυρίσει πίσω στό Λουτράκι καί νά περιμένει ενισχύσεις.
«Εις τήν οικτράν ταύτην κατάστασιν τής Δυτικής Ελλάδος, άν καί ο Μαυροκορδάτος διά τής απειρίας του εις τά πολεμικά καί διά τούς ιδιοτελείς σκοπούς του, παρέλυσε τό καλώς υπό τού Βαρνακιώτου διοργανισθέν ελληνικόν σύστημα καί επέφερε τήν καταστροφήν τού εν Πέτα στρατοπέδου, ο Βαρνακιώτης όμως δέν απελπίζετο, αλλά καί μετά τήν ήτταν καί τήν γενικήν διάλυσιν τού στρατού εκείνου, έδραμεν εις τό Ξηρόμερον καί συναθροίσας τά διαλυθέντα αποσπάσματά του, έτρεχε κατά πόδας τών εχθρών καί έβλαπτε αυτούς.
Κατά τόν καιρόν τούτον καί ο Κιουταχή πασάς μέ επτά χιλιάδας Τούρκους απέβη εις τό Λουτράκι, παράλιον τής Ακαρνανίας διά νά υποδουλώση τήν χώραν ταύτην. Εκδιώξας δέ τάς φρουράς εκείθεν, έκαψε τήν Κατούναν καί τούς Παππαδάταις καί προχωρών εις τά ενδότερα τής επαρχίας, ηχμαλώτιζε καί κατερήμωνε τόν τόπον.
αετοσσσ
αετοσ2
Ταυτοχρόνως δέ καί ο αρμοστής τών Ιονίων Νήσων Αδάμ, ακολουθών τήν ανθελληνικήν τότε πολιτικήν τής πατρίδος του, εξεδίωξε διά τής λόγχης από τόν Κάλαμον, μία τών Ιονίων Νήσων, τριάκοντα περίπου χιλιάδας γυναικόπαιδα καί αδυνάτους προσφύγους Έλληνας, ούς ρίψας εις τά ακροθαλάσσια τού Ξηρομέρου εκινδύνευον νά απολεσθώσιν υπό τού Κιουταχή.
Ο Βαρνακιώτης βλέπων τήν καταστροφήν καί ερήμωσιν τής πατρίδος του διό καί δραμών παραχρήμα τή 10η Αυγούστου 1822 μέ 80 μόνον μάχιμους άνδρας (αριθμός πού δέν συμφωνεί μέ άλλους ιστορικούς τής επανάστασης), μεθ΄ούς ευρέθη καί καταλαβών τήν απέναντιν ράχιν τού χωρίου Αετού τού Ξηρομέρου, εις τόν Προφήτην Ηλίαν, αφ΄ όπου οι Τούρκοι αναγκαίως έμελλον νά προχωρήσουν, αντεπαρατάχθη κατά τών εχθρών.
Ο δέ Βαρνακιώτης, μαχόμενος ηρωικώς καί προκινδυνεύων μέ τόν ολιγάριθμον αυτόν στρατόν του, επί έξ ολοκλήρους ώρας, κατεπολέμησε τούς Τούρκους, εφόνευσε καί επλήγωσε παμπόλλους τούς ανδρειοτέρους, καί ηνάγκασεν αυτούς κακήν κακώς νά επιστρέψουν εις τό εν Λουτράκι στρατόπεδόν των.»
Τά κατά Βαρνακιώτη – Κάρπου Παπαδοπούλου, 1861
Η νίκη τού Βαρνακιώτη δέν βελτίωσε τήν κατάσταση στή Δυτική Στερεά. Αφενός ο Μαυροκορδάτος δέν ενέπνεε εμπιστοσύνη στούς Έλληνες, αφετέρου οι αρματολοί είχαν διενέξεις μεταξύ τους, οι οποίες εξελίσσονταν ακόμα καί σέ ένοπλες συγκρούσεις γιά τά διάφορα αρματολίκια καί ειδικά εκείνο τών Αγράφων. Ο Καραϊσκάκης πολεμούσε μέ τόν Ράγκο, ο Στάϊκος μέ τόν Βλαχόπουλο καί ο Πηλάλας μέ τόν Καναβό. Αλλά καί τό στρατόπεδο στό Μαχαλά αποδυναμωνόταν ημέρα μέ τήν ημέρα καθώς οι Ξηρομερίτες καί οι Βαλτινοί λιποτακτούσαν καί επέστρεφαν στά σπίτια τους. Ο ευφυής Ομέρ Βρυώνης, γνώστης όλων αυτών, συνέχισε νά στέλνει επιστολές καί νά καλεί τόν Βαρνακιώτη αλλά καί τούς άλλους αρχηγούς σέ παράδοση.
Ο αρχηγός τού Εκτελεστικού Μαυροκορδάτος, αφού έβλεπε ότι δέν μπορούσε νά οργανωθεί ούτε στοιχειώδη άμυνα στό Κάρλελι (Αιτωλοακαρνανία) όρισε τόν Βαρνακιώτη γενικό αρχιστράτηγο καί τού πρότεινε νά κάνει καπάκια (πλαστές διαπραγματεύσεις) μέ τόν Βρυώνη, ώστε νά καθυστερήσει η επέλαση τών Τούρκων στόν νότο μέχρι νά έρθουν ενισχύσεις από τήν Πελοπόννησο. Ο Βαρνακιώτης συνάντησε τόν Ομέρ Βρυώνη στήν Άρτα, αλλά είτε φοβούμενος πλέον τίς φήμες πού τόν ήθελαν νά προσκυνάει τόν Τούρκο, είτε κουρασμένος από τίς αντιζηλίες καί τίς έχθρες μεταξύ τών Ελλήνων, προσκύνησε πραγματικά τούς Τούρκους παρασύροντας μαζί του τούς Ανδρέα Ίσκο, Γιαννάκη Ράγκο καί Γιωργάκη Βαλτινό. Ύστερα από αυτές τίς εξελίξεις οι Τούρκοι ξεκίνησαν από τήν Άρτα γιά νά καταλάβουν τό Μεσολόγγι, τό τελευταίο προπύργιο πρίν από τό Μοριά, πού αποτελούσε καί τό κέντρο τής επανάστασης.
Μάρκος Μπότσαρης
Στίς 25 Οκτωβρίου 1822, ο τουρκικός στρατός αγνάντευε από μακρυά τό χαμηλό τείχος τού Μεσολογγίου. Τό τουρκικό ιππικό είχε ήδη σκορπίσει τούς Έλληνες οπλαρχηγούς καί μόνο ο Μάρκος Μπότσαρης μέ τόν Γεώργιο Κίτσο κατάφεραν νά μπούν μέσα στήν πόλη. Ο Ομέρ Βρυώνης στρατοπέδευσε στόν Άγιο Δημήτριο, ο Κιουταχής στόν Άγιο Αθανάσιο, ενώ τά κανόνια τους τά τοποθέτησαν στήν εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου. Μαζί τους είχαν τούς προσκυνημένους οπλαρχηγούς Μπακόλα, Βαρνακιώτη, Ανδρέα Ίσκο, Γιαννάκη Ράγκο καί Γιωργάκη Βαλτινό. Στή λιμνοθάλασσα περιπολούσαν τά πλοία τού Γιουσούφ πασά. Η πρώτη πολιορκία τού Μεσολογγίου είχε αρχίσει.
Τό τείχος τού Μεσολογγίου καί η τάφρος πού τό έζωνε είχαν κατασκευαστεί από τόν Αθανάσιο Ραζικότσικα καί δέν φαίνονταν ικανά νά σταματήσουν τούς 10000 εμπειροπόλεμους Τουρκαλβανούς στρατιώτες. Αντιθέτως οι λίγοι εκατοντάδες Έλληνες πού αποτελούσαν τή φρουρά τού Μεσολογγίου, ήταν σίγουρο ότι χωρίς εξωτερική βοήθεια δέν θά μπορούσαν νά αντέξουν τίς απανωτές επιθέσεις τού εχθρού. Ο Μαυροκορδάτος αμέσως άρχισε νά στέλνει επιστολές στούς νησιώτες καί στούς Μοραΐτες ζητώντας επειγόντως βοήθεια. Παράλληλα αποφασίστηκε από τούς αρχηγούς τής πόλης μητροπολίτη Μεσολογγίου Πορφύριο, Αναστάσιο Παλαμά, Ιωάννη Τρικούπη, Αθανάσιο Ραζικότσικα καί Πάνο Παπαλουκά, αλλά καί από τούς οπλαρχηγούς Μπότσαρη, Κίτσο καί Κατσαρό νά αρχίσουν πλαστές διαπραγματεύσεις ταυτόχρονα καί μέ τούς τρείς Τούρκους πασάδες, ώστε οι πολιορκημένοι νά κερδίσουν χρόνο μέχρι νά έρθουν ενισχύσεις. Ο Μαυροκορδάτος γνώριζε ότι η πτώσις τού Μεσολογγίου ισοδυναμούσε καί μέ τόν πολιτικό του θάνατο, αφού θά θεωρείτο ως ο αποκλειστικός υπεύθυνος γιά τήν διάλυση τής επαναστάσεως στή Δυτική Ελλάδα.
«Οι δέ πολιορκούντες εχθροί, έχοντες καί ένδεκα κανόνια καί τέσσαρας βομβοβόλους, ήρχισαν ευθύς νά πυροβολώσι σφοδρώς τήν πόλιν· αλλ’ αφ’ ού ανωφελώς καί ακαταπαύστως επολέμησαν δύο ημερονύκτια, συνήλθαν οι πασάδες εις συμβούλιον. Ο Κιουταχής καί ο Ισούφης, ο πολιορκών διά θαλάσσης, ήσαν γνώμης νά εφορμήσωσι διά μιάς επί τό σαθρόν τείχος καί νά κυριεύσωσι τήν πόλιν εξ εφόδου· αλλ’ ο Βρυώνης αντέτεινε λέγων, ότι τό επιχείρημα ήτο κινδυνώδες, καί ότι εν τή γενική ερημώσει τής Αιτωλοακαρνανίας αναγκαίον ήτο νά διατηρηθή η πόλις εκείνη διά τάς ανάγκας τού στρατοπέδου εν καιρώ χειμώνος· αντέτεινε δ’ έτι μάλλον στοχαζόμενος, ότι εδύνατο νά ελκύση τούς εν τή πόλει, ως μηδεμίαν τρέφοντας ελπίδα σωτηρίας καί ως υπ’ όψιν έχοντας τά προσκυνήσαντα μέρη τής Αιτωλοακαρνανίας καί μή παθόντα, ως αυτός επίστευε, καί τούς προσκυνήσαντας οπλαρχηγούς τούς εν ασφαλεία καί τιμή ζώντας.
Κατά τήν γνώμην δέ ταύτην, ο Βρυώνης επεχείρησεν αμέσως νά βάλη εις πράξιν τό περί συμβιβασμού προσφιλές του σχέδιον, καί διέταξε τόν παρακολουθούντα Βαρνακιώτην νά γράψη τοίς γνωστοίς αυτώ προκρίτοις τού Μεσολογγίου περί υποταγής. Ο Βαρνακιώτης έγραψεν, αλλ’ απάντησιν δέν έλαβεν. Εν τοσούτω εξηκολούθει ο πόλεμος. Οι δέ εντός τού Μεσολογγίου τειχομαχούντες εμεθοδεύοντο διάφορα τεχνάσματα εις απάτην τού εχθρού ως πρός τόν ολίγον αριθμόν των, καί άλλοτε μέν ετουφέκιζαν καί επιστόλιζαν διά μιάς όλοι, άλλοτε δέ εφαίνοντο επί τού ενός μέρους τού τείχους καί έτρεχαν οι αυτοί καί εφαίνοντο επί τού άλλου εμπήγοντες επιτηδείως τουφεκολόγχας, ίνα υποθέτωσιν οι θεωρούντες αυτάς έξωθεν ότι ήσαν εν τή πόλει καί οπλίται Φράγκοι· έκρουαν δέ επί τώ αυτώ σκοπώ καί ευρωπαϊκά τύμπανα. Ο Βρυώνης βλέπων ότι δέν ευδοκίμησεν η πρός τούς προκρίτους διαπραγμάτευσίς του διά τού Βαρνακιώτη, διέταξε τόν Άγον Βασιάρην νά έλθη εις λόγους μετά τού Μάρκου Μπότσαρη ως γνώριμός του. Ο Μάρκος λαβών τήν άδειαν εξήλθεν εντός βολής πιστόλας εις συνέντευξιν.
Ο Άγος τόν εσυμβούλευσεν ως φίλος, καί παρήγγειλε δι’ αυτού καί τοίς προκρίτοις νά μή κινδυνεύσωσιν επί ματαίω αλλά νά προσκυνήσωσιν· εγγυάτο δέ εξ ονόματος τών πασάδων όχι μόνον γενικήν καί τελείαν αμνηστείαν, αλλά καί άδειαν ν’ αναχωρήσωσιν ανεπηρέαστοι ο πρόεδρος Μαυροκορδάτος, ο Μάρκος καί όσοι άλλοι υπώπτευαν τήν οργήν τών πασάδων. Ταύτα ακούσαντες οι έγκλειστοι καί αναλογιζόμενοι ότι πάσα αναβολή τούς ωφέλει περιμένοντας έξωθεν βοήθειαν διά ξηράς καί θαλάσσης έκριναν εύλογον, βλέποντες τούς εχθρούς κατατρίβοντας τήν κρίσιμον ώραν τών έργων εις αχρήστους λόγους, νά μή απορρίψωσιν αποτόμως τάς περί συμβιβασμού προτάσεις, αλλά νά προβάλωσιν άλλας δυσπαραδέκτους. Εν ώ δέ εξηκολούθει η φιλική αύτη διαπραγμάτευσις, ειδοποίησεν ο Ισούφης τόν λαόν τού Μεσολογγίου, ότι άν ήθελε νά μή αποτεφρωθή η πόλις όλη καί γίνη τάφος όλων τών εν αυτή αθώων, νά τώ παραδώση τόν πρόεδρον, τούς άρχοντας, τούς οπλαρχηγούς καί ανά δύο Χριστιανούς δι’ έκαστον Τούρκον τών εν τώ επί τών εκβολών τού Φίδαρη (Εύηνου ποταμού) πεσόντι τουρκικώ πλοίω συλληφθέντων καί θανατωθέντων· απήτει δέ παρά τού λαού καί αποζημίωσιν τών διαρπαγέντων επί τού πλοίου, καί απόδοσιν όλων τών εξ αρχής τής επαναστάσεως οφειλομένων τή Πύλη φόρων.
Η τρίτη ημέρα τής ανακωχής, ήτοι η 8η Νοεμβρίου 1822, έγεινεν ημέρα χαράς, διότι εφάνησαν έξωθεν τής πόλεως επτά υδραϊκά πλοία αποδιώξαντα διά μόνου τού εμφανισμού των τά υπό τόν Ισούφην τουρκικά, εξ ών έν, ανίκανον νά μεταβή εις Πάτρας διά τήν επικρατούσαν αντίπνοιαν, κατέφυγεν ημίπνικτον εις Ιθάκην. Η έλευσις τών πλοίων διέλυσε μέν τήν διά θαλάσσης πολιορκίαν, αλλά δέν ησφάλισε τούς εγκλείστους καί από τής εφορμήσεως τών επί τής ξηράς πολυαρίθμων εχθρών. Διά τούτο ο Βρυώνης, πεποιθώς πάντοτε επί τήν υπερέχουσαν δύναμίν του, εσυμβούλευσε τούς πολιορκουμένους νά διαβιβασθώσιν εις Πελοπόννησον κατά τήν συμφωνίαν επί τών ελθόντων ελληνικών πλοίων· αλλ’ αντί νά διαβιβασθώσιν οι εν Μεσολογγίω εις Πελοπόννησον, διεβιβάσθησαν τήν 11η Νοεμβρίου από Πελοποννήσου εις Μεσολόγγι επί τέσσαρων εκ τών προρρηθέντων πλοίων 700 Πελοποννήσιοι υπό τόν Πετρόμπεην, τόν Ζαήμην καί τόν Κανέλλον Δηληγιάννην· συνεπανέπλευσε καί ο περί τής επικουρίας ταύτης προαποσταλείς παρά του Μαυροκορδάτου Γρίβας.
Ο Άγος, ανήσυχος δι’ όσα έβλεπε καί ήκουεν, ήλθεν εις λόγους βαρείς μετά τού Μάρκου. Ούτος δέ, υποπτεύων μή πάθη ως απατήσας τούς Τούρκους, υπεκρίθη ότι οι έγκλειστοι έτοιμοι ήσαν νά στείλωσιν ικέτας εις προσκύνησιν τών πασάδων. Υπερεχάρησαν οι πασάδες επί τή φαιδρά ταύτη αγγελία, καί ητοιμάσθησαν τά πάντα εις δεξίωσιν τών ικετών. Ο δέ γλυκύς καί συγκαταβατικός Βρυώνης, θέλων νά τιμήση τόν άγριον Κιουταχήν, υπήγεν εις τήν σκηνήν του καί καυχώμενος ότι τό περί συμβιβασμού σχέδιόν του, τό παρ’ εκείνου αποδοκιμαζόμενον, ευδοκίμησε, διέταξε νά οδηγήσωσιν εκεί τούς ερχομένους εις προσκύνησιν. Επ’ αυτώ τούτω ητοιμάσθησαν τά συνήθη καββάδια εις τιμήν τών ερχομένων, οι κήρυκες περιφερόμενοι διεσάλπιζαν τήν παράδοσιν τής πόλεως, οι καταλυματίαι διέθεταν τά καταλύματα, οι ιπποκόμοι εφαλάροναν τούς ίππους τών πασσάδων διά τήν εν τιμή καί παρατάξει είσοδόν των εις τήν πίπτουσαν πόλιν, καί ο Βαρνακιώτης διετάχθη νά προϋπαντήση τούς προσερχομένους. Εν τοσούτω η ώρα παρήρχετο, καί ουδείς προσήρχετο. Αδημονούντες οι πασάδες διά τήν τόσην βραδύτητα, είδαν άνθρωπον προσερχόμενον εκ τής πόλεως, παρ’ ου έλαβαν γράμμα λέγον “άν θέλετε τόν τόπον μας, ελάτε νά τόν πάρετε”.»
Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Β’
πηγη .agiasofia.com

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *