Κόντευε δειλινό και ήμασταν στον δρόμο για τα ψηλώματα. Η πορεία μας στο χιόνι εξαρτιόταν απ’ αυτό το ίδιο το χιόνι, που καθόριζε πότε θα βγούμε στο διάσελο και μέχρι τότε δεν είχαμε παρά να βαδίζουμε μέσα σ’ αυτό.
Ο καιρός κρατούσε και δεν είχαμε ιδιαίτερα προβλήματα. Καθώς όμως μια χειμερινή εξόρμηση απαιτεί ιδιαίτερα εφόδια για την ασφαλή προώθηση στα ψηλά και για τη διαβίωσή μας σ’ αυτά, τα σακίδια στην πλάτη μας είχαν το βάρος τους και αυτός ήταν ένας καλός λόγος για να γκρινιάζουμε…
Ένα από τα εφόδια που κουβαλάμε συνήθως είναι και το αντίσκηνο για περιπτώσεις ανάγκης και φυσικά για τον βραδινό ύπνο. Αν και πάντοτε το κουβαλάμε μαζί, εντούτοις κοιτάμε να μας βρίσκει το σούρουπο κοντά σε κάποιο εξωκλήσι ή κάποια καλύβα, ώστε να μην χρειάζεται να το «στήσουμε». Προτιμάμε κάτι πιο φυσικό και κάτι τέτοιο είναι και οι ορεινές στάνες,


Οι στάνες στα βουνά, στα σημεία που βρίσκονται και με τον τρόπο που αυτές είναι κατασκευασμένες, είναι ιδιαίτερης ομορφιάς και απόλυτα εναρμονισμένες με τον χώρο. Είναι δε ιδανικά φυσικά καταλύματα για τον άνθρωπο του βουνού. Το καλοκαίρι συντροφιά με τους τσοπάνηδες και τον χειμώνα μόνοι μας προστατευμένοι, αναπολούμε στιγμές που έχουμε ζήσει μέσα σ’ αυτές. Ατελείωτες είναι οι ιστορίες, που μπορεί να θυμηθεί κανείς, καθώς οι νύχτες του χειμώνα κρατούν σε μάκρος… Μπορεί να σκεφθεί και άλλα πολλά καθώς ανηφορίζει, με στόχο να βγει στη βάση των ψηλών κορφών ή μπορεί να ζει το παρόν, ανιχνεύοντας το κάθε τι. Μηχανισμοί προώθησης και κάλυψης των πρώτων ωρών στο βουνό μέχρι να πάρουμε ύψος.
Το φως πήρε την στροφή για τον άλλο κόσμο. Οι κορφές πίσω έγιναν χρυσές και εμείς δεν αργήσαμε να φτάσουμε στις στάνες. Από ώρα είχαμε αποκαταστήσει μεταξύ μας οπτική επαφή, παρ’ όλο που, το χιόνι τα είχε όλα σκεπασμένα.
Όταν σμίξαμε με την καλύβα, ήταν σαν να συναντούσαμε κάτι το γνώριμο. Οι φωνές μας ηχούσαν παράξενα, λες και συνομιλούσαν με τους τσοπάνηδες που μαζεύτηκαν από τα γύρω κορφοβούνια ακούγοντας τις φωνές μας. Αυταπάτη όμως! Ήταν ο δικός μας αντίλαλος.
Χωρίς να το σχολιάσουμε και αφού ξεφορτωθήκαμε, στρωθήκαμε στην επιθεώρηση της στάνης. Ξεκινήσαμε από την οροφή, κάποιος ανέβηκε στη στέγη για να δει εάν γινόταν να κλείσει το άνοιγμα. Από το άνοιγμα αυτό, το χιόνι είχε χωρέσει για τα καλά μέσα στη στάνη. Τα παραθυρόφυλλα είχαν πέσει και ήθελαν στέριωμα και η πόρτα ήθελε συμμάζεμα. Φροντίσαμε για τα βασικά κάνοντάς την διαβίωσή μας όσο πιο υποφερτή για την παγωνιά της νύχτας που ερχόταν.
Μέσα έπρεπε να τακτοποιήσουμε το ξυλοκρέβατο, το τραπέζι και τη σπασμένη καρέκλα. Ένας ολόκληρος κόσμος άψυχων αντικειμένων, τοποθετημένων σε γωνίες και άλλα κρεμασμένα σε αμέτρητα καρφιά και φυσικές προεξοχές. Και τι δεν μάς θύμιζε το κάθε τι… Σε κάθε μας κίνηση στον μικρό και περιορισμένο χώρο συναντούσαμε αντικείμενα με τα οποία είχαμε τόσο δεθεί στο παρελθόν. Βολευτήκαμε όπου μπορούσαμε με τα πράγματά μας.
Σκοτείνιασε, ανάψαμε το κερί και η στάνη, μέσα, πήρε άλλη όψη. Μια εικόνα βιβλική, λιτή αλλά άδεια και πάλι. Έλειπε ο τσοπάνος που ζούσε εκεί και η κουβέντα του. Τουλάχιστον να μπορούσαμε να ανάψουμε το τζάκι! Όλα ήταν βρεγμένα μέσα και εγκαταλείψαμε κάθε προσπάθεια. Προσπαθήσαμε να ζεστάνουμε τον τόπο με δικά μας ξενόφερτα υλικά, φτιάχνοντας κάτι ζεστό για την παγωνιά και για λίγο σωπάσαμε.


Στο φως του κεριού τα μικροαντικείμενα φάνταζαν ξέχωρα. Η κουδούνα κρεμασμένη στο δοκάρι της οροφής, το «φανάρι» με διάφορα πράγματα, σύρματα που χρησιμεύουν για τόσες δουλειές, κουτάκια στα διάκενα της πέτρας στον τοίχο, σακούλια με αλάτι, ζάχαρη και καφές, δοχεία για νερό και στο τζάκι παραμελημένη η πυροστιά.
Ένας κόσμος αλλιώτικος πάνω στα βουνά! Ένας κόσμος που από τα βάθη των αιώνων πέρασε, στέριωσε, έζησε και άφησε πίσω του πράγματα, όπως τούτες τις λιτές στάνες, καμωμένες από υλικά του γύρω χώρου.
Από πατέρα σε γιο οι στάνες διατηρούνται μέσα στα χρόνια και η αρχική τους μορφή δεν άλλαξε ιδιαίτερα. Χρόνια πίσω, οι παλαιότεροι έστησαν επάνω στα βουνά τις καλύβες τους, τα θερινά σπιτικά, τα κονάκια τους, όπου έβγαιναν με τα κοπάδια τους θερινούς μήνες.. Πέτρα την πέτρα, η μια πάνω στην άλλη, με ξυλοδεσιά στη μέση ή μεταλλικό στεφάνι και για σκεπή πέτρες πλακωτές, με τέχνη και σοφία αρμολογημένες, σκέπαζαν τις ανάγκες τους και τους πρόσφεραν προστασία.


Τόσα χρόνια και οι στάνες αντέχουν, τόσα χρόνια και έχουν γράψει τη δική τους ιστορία. Η κάθε μία με το όνομά της –συνήθως έδιναν το όνομα του τσοπάνη που την έστηνε και την λειτουργούσε — περισσότερες δε στάνες στον ίδιο χώρο έδιναν στην τοποθεσία το όνομα του αρχιτσέλιγκα.
Η κάθε μία διαφορετική από την άλλη, ανάλογα με τις δυνατότητες του τόπου και την προσωπικότητα του βοσκού. Μέσα και έξω λιτή. Μέσα σε μία γωνιά το κρεβάτι και στην άλλη γωνιά το τζάκι. Λίγα πράγματα, ρούχα, το καπότι, η γκλίτσα και τα μαγειρικά σκεύη να συντροφεύουν τον τσοπάνη, καθώς και μια σειρά από αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τα ζωντανά, για το γάλα, το τυρί, σκιαγραφούν τον άνθρωπο και τη δουλειά του επάνω στα βουνά.
Οι στάνες ήταν και θα είναι – ποιος ξέρει για πόσο ακόμη – η μαρτυρία της προσπάθειας του ανθρώπου να ριζώσει και να δουλέψει κάτω από δύσκολες συνθήκες, εκεί στα ψηλά. Είναι κτίσματα τόσο φυσικά, αρμονικά δεμένα με το περιβάλλον και είναι κολλημένα στα πιο ιδιαίτερα σημεία. Ενσωματώθηκαν στο ορεινό ανάγλυφο του τόπου με τέτοιο τρόπο που έγιναν αναπόσπαστο μέρος του φυσικού περιβάλλοντος.
Ο δικαιούχος της στάνης έλειπε. Καταχείμωνο πάνω στα βουνά με τόσο χιόνι δεν είχε λόγους. Η Άνοιξη θα τον φέρει πίσω, καθώς τα χιόνια θα λιώσουν και το χορτάρι θα φουντώσει και πάλι.
Εμείς, επισκέπτες μέσα σ ένα ολόασπρο σκηνικό μεσοχείμωνα, απολαμβάναμε την προστασία και τις δυνατότητες, που μας έδινε τώρα η στάνη. Το καλοκαίρι που θα ξανασμίξουμε θα έχουμε πολλά να πούμε. Εμείς για τις χειμερινές περιπέτειές μας στις γύρω κορφές και αυτός, ο νόμιμος κάτοικός της, για τη ζωή του στα χειμαδιά. Τελειώνοντας θα μας ξαναπεί ότι δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή να ξαναγυρίσει στα ψηλώματα, εκεί που θεωρεί ότι ανήκει.
Το φαγητό μας είχε γίνει. Ήπιαμε και ένα ποτηράκι κρασί – που κάποιος κουβάλαγε ευλαβικά μαζί του – στο όνομα του τσοπάνη των ψηλωμάτων και όλων αυτών των ηρωικών ξωμάχων και προσπαθήσαμε να βολευτούμε σε στεγνή μεριά για την νύχτα, που θα ακολουθούσε. Λύσεις ανάγκης αλλά πόσο πιο ανακουφιστικά όταν έξω ο αγέρας είχε λυσσάξει να σηκώσει την στέγη, αφού θύμωσε για το κλείσιμο της τρύπας. Όλη νύχτα δεν σταμάτησε. Πρέπει να τον είχαμε ενοχλήσει πολύ. Τόσο καιρό είχε καταφέρει να ανοίξει δρόμο και να τώρα κάτι περαστικοί…
Η νύχτα κύλησε με τον αγέρα να πολιορκεί την στάνη και εμείς να έχουμε ταμπουρωθεί. Τουλάχιστον ήμασταν προφυλαγμένοι.
Οι πρωινές αχτίνες του ήλιου ήταν ευκαιρία να ανοίξουμε τα καλύμματα στα παράθυρα, να «λύσουμε» την πόρτα και να χωρέσουμε όσο περισσότερο ζεστασιά μέσα μας. Βγήκαμε έξω, μαζί και το ξυλοκρέβατο του σουμιέ (με μεταλλικά σπειροειδή ελατήρια), που αφού το βολέψαμε πρόσωπο στον ήλιο ανεβήκαμε πάνω του απολαμβάνοντας το όνειρο που λαμπύριζε στο χιόνι. Κάτι από ναυαγοί πάνω σε σχεδία να ταξιδεύουμε ασάλευτα στο απέραντο άσπρο του χιονιού, που λαμπύριζε, χωρίς το φόβο να τουμπάρουμε, έχοντας τα μάτια κλειστά..
Η στάνη με τον εσωτερικό της διάκοσμο είχε παίξει τον ρόλο της. Τώρα απ’ έξω και γύρω της ένας ολάκερος κόσμος έστεκε. Η ξύλινη πόρτα του μαντριού προφυλαγμένη προσεχτικά, πάσσαλοι για το κρέμασμα του τυριού, ο κρεμανταλάς, στοίβα τα ξύλα για το τζάκι, το κυκλικό πέτρινο μαντρί που ξεχώριζε κάτω από το χιόνι και η νεκροκεφαλή ζώου για να κρατάει μακριά το κακό.
Πιο πέρα, στα ξέχιονα, πέταλα αλόγων, σκάγια, κόκκαλα προβάτων, σόλες από λιωμένο τσοπανίσιο παπούτσι και πρόκες στόλιζαν τον τόπο. Με το χιόνι τόσων μηνών τα κόκαλα είχαν πάρει μια στιλπνότητα και καθαρότητα που φάνταζαν έργα τέχνης.


Μέσα από το πεντακάθαρο κρανίο ενός προβάτου και το κέρατο ενός ζωντανού ανακαλύπτεις ολόγυρα έναν ξέχωρο κόσμο. Σκόρπια μικροαντικείμενα τραβούν την προσοχή σου. Ένα σπασμένο πόδι καρέκλας, το καμπυλωτό ξύλο από το σαμάρι του αλόγου, το μισοκομμένο σκοινί από το φορτιάρικο μουλάρι, το μεταλλικό στεφάνι ενός βαρελιού ή βαρέλας νερού, το σπασμένο χερούλι ενός δρεπανιού. Αντικείμενα ξεχασμένα, περασμένα, που όμως μαρτυρούν έναν άλλο τρόπο ζωής…
Ο δρόμος για τα ψηλώματα περνά από το διάσελο και εκεί πάντα σε κάποια στάνη θα σκοντάψεις. Είναι ένα ακόμη σημάδι, που δεν θα πρέπει να παρακάμψεις, γιατί εκεί θα μάθεις πολλά για το βουνό που προσπαθείς να σκαρφαλώσεις. Τούτες οι ανθρώπινες κατασκευές είναι ένα δείγμα προσπάθειας και σοφής αντίληψης του χώρου, καθώς ο βοσκός μπόρεσε και εναρμόνισε τις ανάγκες του με τον τραχύ δύσκολο χώρο του βουνού. Έτσι η λιτή, απέριττη στάνη των ορεινών αναδεικνύεται σε «πολιτισμικό μνημείο».
Η ορεινή στάνη δεν είναι μόνο μια στάση ανάσας και ανάπαυλας στον δρόμο για τις ψηλές κορφές. Είναι βασικά το δημιούργημα ανθρώπινης επέμβασης το ανθρώπινο χέρι που αφήνει το αποτύπωμά της, μέσα απ την πείρα ζωής. Αυτά τα σοφά κτίσματα, καμωμένα στα ψηλώματα με σεβασμό για το περιβάλλον, υποδεικνύουν σ εμάς τους «καμπίσιους» τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται η φυσική μας κληρονομιά (2) .
Τάκης Ντάσιος, Χειμώνας 1987
ΠΗΓΗ Φωτο και Κείμενο https://oreinografies.wordpress.com

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *