Το πρόβατο Κατσικάς Ιωαννίνων προέρχεται από διασταυρώσεις του Ορεινού Ηπειρωτικού (Βλάχικου) με το Καραμάνικο πεδινό πρόβατο που έχει προέλευση την Κεντρική Τουρκία. Δημιουργήθηκε στο Λεκανοπέδιο Ιωαννίνων και συγκεκριμένα στην Κοινότητα Κατσικά, από όπου πήρε και το όνομά του. Τα επόμενα χρόνια, σύντομα διαδόθηκε σε ολόκληρο το Λεκανοπέδιο Ιωαννίνων, όπου διατηρήθηκε αμιγώς στα ποίμνια της περιοχής. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για βελτίωση του Ορεινού Ηπειρωτικού προβάτου, λιγότερο στις ορεινές και περισσότερο στις ημιορεινές περιοχές, κυρίως στα ποίμνια των νομών Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας.

3. Σύστημα διαχείρισης ποιμνίων
Κατά τους χειμερινούς μήνες, τα πρόβατα βόσκουν σε κοινόχρηστους βοσκοτόπους και γρασίδια της περιοχής ενώ παράλληλα τους χορηγούνται χονδροειδείς ζωοτροφές και μίγματα συμπυκνωμένων τα οποία αποτελούνται κυρίως από δημητριακούς καρπούς. Κατά τους θερινούς μήνες, τα ποίμνια μετακινούνται προς τους πλούσιους ορεινούς βοσκοτόπους του νομού όπου οι διατροφικές τους ανάγκες καλύπτονται μόνο με τη βόσκηση.
4. Μορφολογικά χαρακτηριστικά
Το πρόβατο Κατσικά Ιωαννίνων είναι λιτοδίαιτο και ζωηρού χαρακτήρα, με πολύ καλή προσαρμογή και αντοχή στις αντίξοες εδαφοκλιματικές συνθήκες της Ηπείρου και κυρίως στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Ο χρωματισμός του προβάτου αυτού είναι λευκός με μελανές κηλίδες γύρω από τα μάτια, γι’ αυτό λέγεται και “Μαυρομάτικο πρόβατο”. Συχνά φέρει, μαζί ή όχι, μελανές κηλίδες και στο ακρορρίνιο ή στις άκρες των αυτιών και των ποδιών του. Το κεφάλι του είναι μετρίου μεγέθους σε σχέση με το σώμα και είναι μάλλον τριγωνικό. Το επιρρίνιο είναι ελαφρά κυρτό και τα αυτιά μεγάλα, λεπτά σε οριζόντια θέση. Οι κριοί φέρουν κέρατα ελικοειδή και οι προβατίνες είναι ακέρατες ή έχουν ατροφικά ή υποτυπώδη κέρατα. Το σώμα του προβάτου Κατσικά Ιωαννίνων έχει μέτριο μήκος και το στήθος του είναι μεγάλου πλάτους και βαθύ. Το ύψος του ακρωμίου στους κριούς κυμαίνεται από 68-72 εκ. και το βάρος από 65-72 χλγ., ενώ στις προβατίνες από 58-62 εκ. και 47-55 χλγ. αντίστοιχα. Τα πόδια είναι ελαφρά χαμηλά, ξηρά και ισχυρά. Ο μαστός του είναι μετρίου μεγέθους, καλής πρόσφυσης και αρμεκτικότητας. Οι θηλές είναι ελαφρά πλάγιας έκφυσης και κανονικού μεγέθους (γύρω στα 3,5 cm). Ανήκει στην κατηγορία των αναμικτόμαλλων προβάτων, με μικρές αγανώδεις τρίχες και βραχείς εριότριχες. Η εριοπαραγωγή του κυμαίνεται από 1 έως 1,6 χλγ. Το έριο δεν έχει εμπορική αξία τη σημερινή εποχή και γι’ αυτό δεν πωλείται, ενώ στο παρελθόν το έπαιρναν κάποιοι έμποροι, κυρίως από το εξωτερικό σε πολύ χαμηλή τιμή ή αξιοποιούταν από τους ίδιους τους κτηνοτρόφους.

5. Αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά
Η γονιμοποίηση των προβατίνων αρχίζει από τα μέσα Μαΐου και διαρκεί έως το τέλος Αυγούστου και οι τοκετοί πραγματοποιούνται στη περιοχή της Γότιστας από τα μέσα Οκτωβρίου έως το τέλος Νοεμβρίου, ενώ στην περιοχή το Πωγωνίου από Ιανουάριο έως και Μάρτιο (όψιμοι τοκετοί). Οι αρνάδες αρχίζουν να γονιμοποιούνται συνήθως από ηλικία 9-10 μηνών και έχουν τον πρώτο τους τοκετό από τον 14ο μήνα και πέρα από τη γέννησή τους. Συνήθως γεννούν από Ιανουάριο έως και Μάρτιο, αφού οι οχείες πραγματοποιούνται από Αύγουστο έως και Οκτώβριο. Η πολυδυμία των προβατίνων κυμαίνεται από 130-135 γεννώμενα αρνιά ανά 100 τοκετούς. Το βάρος των αρνιών κατά τη γέννησή τους είναι περίπου 3,0-3,5 χλγ. και κατά τον απογαλακτισμό, σε ηλικία 6 εβδομάδων, ζυγίζουν 12-13 χλγ. Σε ηλικία 30 ημερών, αρχή της σφαγής των αρνιών, το βάρος τους είναι περίπου 11 χλγ. Η απόδοσή τους σε σφάγιο φθάνει τα 60-65% και το κρέας τους είναι πολύ καλής ποιότητας.

6. Γαλακτοπαραγωγή
Η εμπορεύσιμη γαλακτοπαραγωγή, ανά αρμεγόμενη προβατίνα, ανέρχεται σε 120-150 χλγ. ετησίως, με λιποπεριεκτικότητα συνήθως 7,0-8,0%. Η αρμεκτική περίοδος αρχίζει από τις αρχές ή τα μέσα Δεκεμβρίου και τελειώνει στα μέσα Ιουλίου, διαρκεί δηλαδή περίπου 180-220 ημέρες
ΠΗΓΗ emkh.gr

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *