Ένα βιβλίο-ντοκουμέντο για την πολυτάραχη ζωή του κορυφαίου κωμικού Κώστα Χατζηχρήστου φέρνει στο φως της δημοσιότητας η News, ανατρέποντας πολλά από όσα γνωρίζαμε για τον σπουδαίο ηθοποιό.
Του Νίκου Νικόλιζα
Στο βιβλίο «Ο Χατζηχρήστος τα λέει όλα» το οποίο εκδόθηκε το 1991 από τις εκδόσεις Σμπίλιας, ο βιογράφος του Πέτρος Γεωργιόπουλος σκιαγραφεί με γλαφυρό τρόπο όλα όσα ο ίδιος ο Χατζηχρήστος του εκμυστηρεύτηκε σε συνεντεύξεις του. Οι γυναίκες που κανείς δεν γνώριζε ότι βρέθηκαν στο πλευρό του, ο οικονομικός μαρασμός αλλά και περιστατικά από τη ζωή του, όπως ο ίδιος τα διηγήθηκε εκείνη την εποχή. Το βιβλίο-ντοκουμέντο για τη ζωή του μεγάλου πρωταγωνιστή εξαντλήθηκε εκείνη την εποχή και δεν ξανακυκλοφόρησε ποτέ. Ένα βιβλίο παρακαταθήκη που σίγουρα θα συζητηθεί…
Η Οχρανά και οι κουβέρτες
«Μου άρεσε ο στρατός, ήθελα να γίνω αξιωματικός και τελικά έγινα. Θυμάμαι ότι στη Σύρα ‘βγαίναν οι ανθυπασπιστές και μετά στην Καβάλα οι ανθυπολοχαγοί. Αυτό έκανα κι εγώ και τελικά έγινα ανθυπολοχαγός. Εκεί με έπιασε και ο πόλεμος. Πήγα στην Αλβανία και χιλιοταλαιπωρήθηκα γιατί μετά το πρώτο δεκαπενθήμερο, έπαθα κρυοπαγήματα, αλλά ευτυχώς ελαφριάς μορφής. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσα να περπατήσω. Τότε με έστειλαν στα μετόπισθεν, μετά στο Πόγραδετς και μετά στην Κορυτσά. Εκεί στην Κορυτσά ήταν ένας λοχαγός «κέρατο» που μισούσε τους νεαρούς αξιωματικούς λες και του ‘χαν σκοτώσει τη μάνα. Μόλις βλέπει, μου λέει με ειρωνεία: «Ρε συ, τι σκατά θέλεις εδώ; Εσύ με αυτά τα πόδια μέχρι πατινάζ κάνεις. Τι κρυοπαγήματα μας λες; Θα σε στείλω πίσω».

Κατά κακή τύχη αυτουνού και καλή δική μου, αυτόν τον έστειλαν στο μέτωπο και εμένα με έκαναν διοικητή στο παράρτημα του 1ου Nοσοκομείου της Κορυτσάς. Απέναντι από το νοσοκομείο υπήρχε εκείνα τα χρόνια ένα καφενεδάκι που το έλεγαν «Ελβασάν». Ποτέ δεν έμαθα τελικά τι θα πει αυτή η λέξη «Ελβασάν». Πάντως τότε νόμιζα ότι ήταν αλβανικό φαί, γιατί αυτός που το ‘χε ήταν Αλβανός. Είχε μια κεφάλα σαν ταψί. Εγώ όμως δεν ξεκόλλαγα τα μάτια μου απ’ αυτό το καφενεδάκι κι ο λόγος ήταν η αδελφή του «κεφάλα», η Οχράνα. Γυναίκα, κουκλί σκέτο. Αμάν λέω αυτή έτσι και τη στείλεις στο μέτωπο αιχμαλωτίζει τρεις μεραρχίες Ιταλών μαζί με τον οπλισμό τους. Κλέβω δέκα μεταξωτές ιταλικές κουβέρτες και τις πάω πεσκέσι στον αδελφό της Οχράνα. Έτσι έγινα κολλητός με την Οχρανά και περνάγαμε ζάχαρη. Έλα όμως που ο ταψοκεφαλάς ο αδελφός της άρχισε να με βυζαίνει κανονικά.
Όλο μου ζήταγε και εγώ όλο έκλεβα για χάρη της Οχρανά. Εγώ τότε19 χρονών, πού μυαλό. Καλώς τα πηγαίναμε, με τα σερμπέτια μας, με τις αγάπες μας και με τις ιταλικές κουβέρτες, ώσπου η Οχρανά μου προτείνει να κονομάω και εγώ κανένα φράγκο. Και ακούστε τι σκέφτηκε το πονηρό θηλυκό: να κλέβω πιο πολλές κουβέρτες. Κάτω από το νοσοκομείο ήταν ένα γεφυράκι που από κάτω πέρναγε ένα ποταμάκι. Με δασκάλα την παμπόνηρη Οχρανά, έκανα πάκα πάκα τις κουβέρτες, τις πέταγα στο ποταμάκι και από εκεί τις παρέσερνε μπροστά από το μαγαζί του ταψοκεφαλά. Εκεί τις μάζευαν και τις πούλαγαν. Μάλιστα! Και έτσι γινόταν και άρχισα να κονομάω και εγώ. Αλλά ανεμομαζώματα, διαλοσκορπίσματα. Πάντα ήμουν άφραγκος. Τώρα θα μου πεις τι τα έκανες τα λεφτά; Τα έτρωγα με την Οχρανά. Τόσο μυαλό είχα…»

«Στις πυραμίδες έμαθα το αλκοόλ»
«Το περιστατικό που θα σου πω είναι από αυτά που σημαδεύουν την ψυχή του ανθρώπου. Έτσι και ‘μένα με κλόνισε τόσο πολύ που πέρασε πολύς καιρός μέχρι να συνέλθω. Τέλος πάντων. Ήταν γύρω στο 1953 και πάμε τουρνέ στην Αίγυπτο. Πάω πρώτη φορά και μου φαινόταν παράδεισος. Φοίνικες, εξωτικές νύχτες, πυραμίδες, ήμουν όλο χαρά που όμως την πλήρωσα ακριβά. Ήταν ένας θίασος καταπληκτικός και μεγάλος. Έπαιζε ο Κούλης Στολίγκας, η Άννα Καλουτά και άλλοι ηθοποιοί. Ξέχασα να σου πω ότι στην Αίγυπτο δεν πήγα μόνος μου. Πήρα και τη γυναίκα μου, το παιδί μου και τη θεία της γυναίκας μου που μας βάσταγε και το παιδί. Όταν φτάσαμε, μετά από μερικές ημέρες γίνονται τα βαφτίσια της κόρης μου. Νονός ήταν ο Μενέλαος Θεοφανίδης.
Μετά από τα βαφτίσια έγινε ένα τρικούβερτο γλέντι στο οποίο δεν ήμουνα… εγώ!!! Μάλιστα ήμουν απών από τα βαφτίσια της κόρης μου και το λόγο δεν θα τον πω. Είναι από τα μυστικά που δεν λέγονται. Την εποχή εκείνη στην Αίγυπτο βασίλευε ακόμα ο πολύς Φαρούκ, ο οποίος κάποια μέρα κάλεσε όλο το θίασο για επίσημο γεύμα. Ο μόνος που δεν πήγε, ήμουν εγώ. Έτσι δεν γνώρισα τον Φαρούκ ούτε αυτός εμένα. Ο λόγος που δεν πήγα, δεν ήταν γιατί το έπαιζα ψιλομύτης, αλλά εγώ απέφευγα πάντα τα γεύματα με τους μεγάλους, γιατί αισθανόμουν άβολα. Αισθανόμουν ένα φτωχόπαιδο που δεν ταίριαζε στα «μεταξωτά βρακιά». Ένα βράδυ όμως ο βασιλιάς Φαρούκ καλεί όλο το θίασο περιήγηση στις πυραμίδες. Έρχεται λοιπόν η μεγάλη Άννα Καλουτά και μου λέει: «Κώστα, πρέπει οπωσδήποτε να έρθεις μαζί με το παιδί». Τελικά πείθομαι και πάω. Πράγματι έγινε μεγάλο γλέντι. Μόνο που δεν ήρθε ο Φαρούκ. Πολλά πράγματα σημάδεψαν τη ζωή μου στην Αίγυπτο. Φαίνεται είχαν δώσει «ραντεβού» όλα τα βάσανά μου. Και ένα από αυτά ήταν το αλκόολ. Και ειδικά το ουίσκι. Μάλιστα, εκεί το πρωτοήπια.
Θυμάμαι και αυτό που πρέπει να πω: ότι το ουίσκι μου το έμαθε ο Κούλης Στολίγκας και μάλιστα την ημέρα που το δοκίμασα ήταν η ημέρα της γιορτής μου. Τότε η γεύση μου είχε προκαλέσει αηδία και το είχα χαρακτηρίσει σαν κοριόζουμο. Αργότερα όμως το ήθελα τόσο πολύ που επειδή απαγορευόταν μετά τις 12 το βράδυ, έκανα το εξής κόλπο: το έβαζα σε ένα λερωμένο από καφέ φλιτζάνι και το έπινα, ενώ οι Αιγύπτιοι νόμιζαν ότι έπινα καφέ. Αλλά όλα αυτά δεν είναι τίποτα. Το χειρότερο το έπαθα καθώς τελείωναν οι παραστάσεις και επιστρέφαμε στην Αθήνα. Τότε με παράτησε η γυναίκα μου. Τα έφτιαξε με έναν γιατρό και εγώ επέστρεψα στην Αθήνα μαζί με το παιδί μου και τη θεία και τη Μαίρη. Έμεινε εκεί. Και ‘μένα έμεινε ένα κομμάτι της ζωής μου εκεί…»
«Ο Ηλίας του 16ου και τα χαστούκια στον Βέγγο»
«Αν με ρωτήσεις πόσες ταινίες έχω κάνει, θα σου πω: 186. Γι’ αυτό δεν τις θυμάμαι όλες. Μία όμως θυμάμαι καλά και θα μου μείνει αξέχαστη, όχι τόσο γιατί ήταν μεγάλη επιτυχία, όσο για τα περιστατικά που συνέβησαν στη διάρκεια των γυρισμάτων της. Αυτή η ταινία «Ο Ηλίας του 16ου» με ‘μένα και τον Θανάση Βέγγο. Σκηνοθέτη είχαμε τον Αλέκο Σακελλάριο και οπερατέρ το φίλο μου Ντίνο Κατσουρίδη. Θυμάμαι σε αυτή την ταινία τα βάσανα που πέρασε ο Θανάσης εξαιτίας μιας σκηνής του έργου που έπρεπε να φάει ένα χαστούκι… Νομίζω πως ο Θανάσης είναι ένας πολύ μεγάλος ηθοποιός με τεράστια επιμονή και υπομονή. Ήταν λοιπόν η σκηνή που εγώ έπαιζα έναν ψευτοαστυφύλακα κι ο Βέγγος έναν φουκαριάρη κακοποιό.
Ήταν η σκηνή που έβγαλε και το περισσότερο γέλιο, αλλά και αυτή που ταλαιπώρησε τον μεγάλο μας ηθοποιό. Τον αρπάζω από το γιακά τον Βέγγο και αρχίζω τα χαστούκια, όπως έλεγε το σενάριο. Το πρόβλημα άρχισε όταν έπεσε το πρώτο χαστούκι. Τότε ο Βέγγος από τη δύναμη έφυγε από την κινηματογραφική μηχανή. Αρχίσαμε ξανά. Πάλι έφυγε από τη μηχανή. Φαπ. Μανούλα! Και άντε από την αρχή, φαπ. Μανούλα. Περίμενε κάθε λίγο και λιγάκι μετά από το χαστούκι όλο το συνεργείο και ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας Αλέκος Σακελλάριος πότε θα συνέλθει ο Βέγγος από το χαστούκι. Με τη συναίνεση του Βέγγου τα χαστούκια έπρεπε να είναι αληθινά. Στο μεταξύ η ώρα περνούσε και η σκηνή δεν τέλειωνε. Άσε που αρχίσαμε να μακιγιάρουμε το Θανάση γιατί το μάγουλό του είχε κατακοκκινίσει από τα χαστούκια. Δεν θα το πιστέψετε αλλά έτσι με το χαστούκι φάγαμε ολόκληρη ημέρα. Και επιτέλους ένα από τα χαστούκια ήταν πετυχημένο…»
xatzixristos3
«Η οικονομική καταστροφή μου»
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, ο Κώστας Χατζηχρήστος βρέθηκε σε τέτοιο οικονομικό μαρασμό, που κανένας άλλος ηθοποιός δεν γνώρισε όπως εκείνος. Από τη μια οι μεγάλες παραστάσεις και τα υπέρογκα έξοδα, και από την άλλη η σπάταλη ζωή τον ανάγκασαν να βρίσκεται όπως και ο ίδιος παραδέχεται σε οικονομικό γκρεμό. «Πρέπει να μάθει όλος ο κόσμος κάτι που ίσως δεν ξέρει. Ότι εγώ δεν παίρνω ούτε μία δραχμή παρόλο που οι ταινίες μου είναι σε συνεχή προβολή. Και έφτασε στο σημείο μέσα σε μία βδομάδα να παιχτούν τρεις ταινίες μου μαζεμένες. Δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι και κονομάνε, αλλά πάντως είναι άδικο για ‘μένα. Ο κόσμος μπορεί βλέποντας τις ταινίες μου να νομίζει ότι ο Χατζηχρήστος τα κονομάει χοντρά. Λάθος. Άλλοι τα κονομάνε και όχι εγώ. Και γι’ αυτό εκφράζω κάποιο παράπονο γι’ αυτή τη μεταχείριση. Τέλος πάντων. Μιλήσαμε για επιτυχημένες ταινίες και ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για αποτυχημένες ταινίες που με έβαλαν μέσα οικονομικά με τα τσαρούχια.
Βλέπεις και οι δουλειές έχουν ρίσκα και εγώ πάντα ρισκάριζα. Και κάτι άλλο: εγώ είχα το ψώνιο να θέλω να ‘μαι παραγωγός, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής. Λοιπόν κάνω μια ταινία με τον τίτλο «Ο ταχυδρόμος προχωράει» και ελαφρώς καταστρέφομαι οικονομικά. Δηλαδή τι ελαφρώς, που μου άλλαξε τα φώτα. Η ταινία πήγε πάτος. Λοιπόν σε αυτή την ταινία δεν άκουσα τη μεγάλη κυρία Καίτη Ντιριντάουα, η οποία όπως ξέρουν οι περισσότεροι ήταν η δεύτερη γυναίκα μου και μαζί της έχω ένα παιδί, μια κόρη, τη Μαριαλένα που σήμερα είναι παντρεμένη με έναν πολύ σωστό κύριο και έχουν ένα μαγαζί στη Φωκίωνος Νέγρη και πουλάνε ζωάκια. Να ‘ναι καλά. Μόνο ένα έχω να πω στην κόρη μου, καθώς διαβάζει αυτό το βιβλίο: κόρη μου, εκεί μέσα στα ζωάκια που έχετε πώς δεν σκέφτηκες να βάλεις κι εμένα, μιας και υπήρξα ζώον σε πάρα πολλές περιπτώσεις.
Ας ελπίσουμε όμως ότι όλα αυτά τα έχουν συγχωρέσει τα παιδιά μου. Γιατί παρόλο που ήμουν αυτός που ήμουν, δεν τους έλειψαν και πολλά πράγματα από τη ζωή τους. Αποκαταστάθηκαν και τα δύο καλά. Εξάλλου δεν ήμουν κανένας αληταράς, ούτε χαρτοπαίχτης που τα ‘παιζα και τ’ άφηνα νηστικά, ούτε ιππόδρομο ούτε τίποτα. Τώρα πώς τα έτρωγα; Μη ρωτάτε. Πάντως ένα είναι σίγουρο ότι δεν τα ‘φαγα τα λεφτά μόνος μου. Πάντα με συνεργάτες, φίλους και γνωστούς. Ποτέ μόνος μου. Αλλά τα πιο χοντρά λεφτά χαθήκανε σε δουλειές θεατρικές και κινηματογραφικές. Και όσοι ξέρουν απ’ αυτά, με καταλαβαίνουν πιο πολύ. Πάντως ποτέ δεν δείλιασα και πάντα ρίσκαρα. Κι εκείνη την εποχή το χρήμα ήταν χρήμα. Το μόνο που κατορθώσαμε εγώ και το αδελφάκι μου, ο Δήμος, ήταν να φτιάξουμε ένα θέατρο που την εποχή που το πήραμε ήταν ένα παλιό υπόγειο σε κακά χάλια.
Όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι και εγώ έκανα τα λάθη μου, αλλά με αδίκησαν. Ειδικά στους καλλιτεχνικούς κύκλους η κακία, η ζήλια και ο παραγκωνισμός είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Πρέπει να έχεις σιδερένια νεύρα και ταλέντο. Θα ήμουν όμως αχάριστος αν πω ότι δεν είδα μεγάλη δόξα και ότι δεν κονόμησα λεφτά. Μέσα από την Τέχνη τακτοποίησα τα παιδιά μου και τη δεύτερη γυναίκα μου την Ντιριντάουα. Το θέατρο και ο κινηματογράφος μου άφησαν μια γεύση σαν πικρό μέλι. Μαζί με τις χαρές γεύτηκα και την πίκρα».
«Οι γυναίκες μου…»
Η σχέση του με το γυναικείο φύλο και πόσο γόης υπήρξε ο Κώστας Χατζηχρήστος είναι γνωστά στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Ωστόσο ο ίδιος αφοπλίζει με την ειλικρίνειά του για όσες είχε στο πλευρό του ως ερωμένες του. «Πρώτα απ’ όλα οι γυναίκες δεν έπαιξαν μόνο σε ‘μένα καθοριστικό ρόλο, αλλά φαντάζομαι σε κάθε άντρα ανεξάρτητα από επάγγελμα, τάξη και χρώμα. Τώρα ιδιαίτερη αδυναμία εκτός από τις νόμιμες συζύγους μου Μαίρη Νικολαΐδου και Καίτη Ντιριντάουα είχα στην Άννα Φόνσου, τη Μάρθα Καραγιάννη, την Ντίνα Τριάντη, τη Σπεράντζα Βρανά και την Μπεάτα Ασημακοπούλου. Ειδικά για την Αννούλα τη Φόνσου πρέπει να σου πω ότι ήταν ένα από τα πιο καθοριστικά κίνητρα της ζωής μου. Όσο ζω δεν θα την ξεχάσω ποτέ και της εύχομαι κάθε ευτυχία όπου κι αν βρίσκεται».
πηγη makeleio.gr/

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *