ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ

 

Ας ξεκινήσουμε, όμως, με το αφετηριακό στοιχείο του προβλήματος που δεν είναι άλλο από την ποιότητα της πληροφόρησης που παρέχεται στον Ελληνικό λαό. Δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση, δημόσιο και ιδιωτικό ραδιόφωνο, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν υιοθετήσει, πλήρως, την «ταμπλόϊντ» αισθητική και θεματολογία. Μία ματιά σε αυτό που ονομάζουν «δελτία ειδήσεων», αλλά και στη γενικότερη διάρθρωση των προγραμμάτων αρκεί για να διαπιστώσει κάποιος του λόγου το αληθές. Εμμονικά ολιγοθεματική, μονότονη και ομοιότροπη ομοιομορφία…

Σε όλα τα κεντρικά δελτία ειδήσεων, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους αφιερώνεται στο Αστυνομικό δελτίο (ληστείες, διαρρήξεις, φόνοι, απαγωγές, βιασμοί, άπατες κλπ), στα παραπολιτικά, στα (με ή χωρίς εισαγωγικά) δημόσια ή ιδιωτικά «σκάνδαλα», στους «εφιάλτες», στα «δράματα» και στις «βιβλικές» (…μία την εβδομάδα) καταστροφές. Φυσικά, με όσο πιο γλαφυρή και χιλιοακουσμένη φρασεολογία το πολιτικό ρεπορτάζ θα μας ενημερώσει, κυρίως, για τους κομματικούς ή εσωκομματικούς καυγάδες. Δυστυχώς, ελάχιστος χρόνος αφιερώνεται στις ειδήσεις που αφορούν τις ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία, στη διεθνή οικονομία, στη κρίση του περιβάλλοντος και στις πιθανές λύσεις , στο διεθνές γεωστρατηγικό τοπίο που αλλάζει. Έτσι, τα πιο κρίσιμα, ουσιαστικά και επιδραστικά γεγονότα της ημερήσιας παγκόσμιας ειδησεογραφίας τα πληροφορείται ο Έλληνας πολίτης σε έκταση και βάθος …επικεφαλίδας.

Μα, πού πήγε η δεοντολογία;

Το δεύτερο γενεσιουργό και συστατικό στοιχείο του προβλήματος είναι η καταστρατήγηση κάθε έννοιας δημοσιογραφικής δεοντολογίας από την συντριπτική πλειοψηφία  των δημοσιογράφων. Το λάθος έγινε κανόνας και η παθολογία η νέα «κανονικότητα». Αγνοώντας επιδεικτικά, χωρίς προσχήματα και -φοβάμαι- ανεπίγνωστα την πρώτη και θεμελιωδέστερη επιταγή της Δημοσιογραφίας για αντικειμενικότητα και ουδετερότητα, αντί να μεταδίδουν ουδέτερα την είδηση, αυτοί την σχολιάζουν (φυσικά, με την αντίστοιχη -κατά περίπτωση- δόση συναισθηματικής φόρτισης).
Πολλοί δε εξ αυτών (και εκ των πλέον καταξιωμένων) έχουν μπερδέψει την ιδιότητα του κομματικού στελέχους με τη δημοσιογραφία. Με το καπέλο του  «Δημοσιογράφου» αρθρώνουν υποτίθεται «αντικειμενικό» Δημόσιο πολιτικό λόγο, ενώ ο λόγος τους, οι θέσεις τους και η επιχειρηματολογία τους (πολύ συχνά, ξεδιάντροπα ταυτόσημη) περισσότερο παραπέμπει  στον αντίστοιχο  εκπρόσωπο τύπου του κόμματος. Σε μια υγιή Δημοκρατία, στα πλαίσια του ελέγχου και των ισορροπιών των εξουσιών, η «4η Εξουσία» (Τύπος) οφείλει να ελέγχει την «1η Εξουσία» (Κυβέρνηση).
Εξ άλλου, η Συνταγματική προστασία της Ελευθερίας του Τύπου ακριβώς γι’ αυτό θεσπίσθηκε. Για να μπορεί ο Τύπος να ελέγχει αντικειμενικά και αδέσμευτα όλους τους πολιτικούς και οικονομικούς δρώντες (Κυβέρνηση, κόμματα, Βουλή, επιχειρήσεις).

Αντ’ αυτού, πολύ συχνά, βλέπουμε σε πολιτικές εκπομπές δημοσιογράφους αντί να στριμώχνουν, καλοπροαίρετα όπως επιτάσσει το λειτούργημα τους, με ουσιαστικές και καίριες ερωτήσεις τους καλεσμένους πολιτικούς, αυτοί είτε χαριεντίζονται μεταξύ τους σαν παλιοί φίλοι και ανταλλάσσουν δημοσιοσχετίστικες φιλοφρονήσεις ανάμεσα σε ανώδυνες ή αβανταδόρικες «δημοσιογραφικές» ερωτήσεις, είτε, με προβοκατόρικες ερωτήσεις, πυροδοτούν τις προσδοκώμενες, αναμενόμενες και τόσο «λαοφιλείς κοκορομαχίες» για να ενδυθούν, μετά, τον προβλεπόμενο ρόλο του ξαφνιασμένου και αθώου πυρομανούς …πυροσβέστη!

Χαμηλά η εμπιστοσύνη του κοινού

Έτσι, όμως, ευτελίζεται και ακυρώνεται το Δημοσιογραφικό Λειτούργημα και, άρα, διαβρώνεται η αξιοπιστία και το κύρος ενός από τους βασικότερους πυλώνες του Δημοκρατικού Πολιτεύματος που είναι ο ισχυρός, ελεύθερος, αδέσμευτος Τύπος .
Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και αρκετά χρόνια όλες οι έρευνες (διεθνείς, ευρωπαϊκές , ελληνικές) δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στα ΜΜΕ βρίσκεται σταθερά σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Οι δημοσιογράφοι είναι αυτοί που λόγω της θέσης και του ρόλου τους κάνουν τις ερωτήσεις, δηλαδή καθορίζουν ποια θέματα και πώς θα τεθούν στον δημόσιο πολιτικό διάλογο. Έχουν, δηλαδή, την τεράστια εξουσία να συν-καθορίζουν, καταλυτικά, μαζί με τους πολιτικούς την πολιτική ατζέντα της χώρας. Με άλλα λόγια, «αποφασίζουν» ποιο είναι σημαντικό θέμα για τον Τόπο και το μέλλον του και ποιο όχι. Δεν θα ήταν, λοιπόν,  υπερβολικό ούτε πομπώδες να ισχυριστούμε ότι τα ΜΜΕ συν-διαμορφώνουν την ιστορία και την μοίρα των λαών. Αυτό, φυσικά, μπορεί να λειτουργήσει επ’ ωφελεία ενός λαού, και, σε   άλλες περιπτώσεις, επί βλάβη του.

Δυστυχώς, στις μέρες μας, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτή η ικανότητα και εξουσία των ΜΜΕ, φοβάμαι, δεν είναι καλός σύμβουλος. Ειδικότερα, τα θέματα που κυριαρχούν και επανέρχονται μονότονα στην πολιτική/κομματική διαμάχη είναι η αγοραστική δύναμη, ο πληθωρισμός, αυξήσεις επιτοκίων, μισθών, συντάξεων, επιδομάτων, νομιμοποίηση αυθαιρέτων, άμεσοι διορισμοί στο Δημόσιο, ακατάσχετη σκανδαλολογία και ατέρμονη παρελθοντολογία.

Και για τα θέματα αυτά, που αφορούν την καθημερινότητα και την ζωή των πολιτών, απουσιάζει μια ψύχραιμη ουσιαστική, αντικειμενική και σε βάθος εκλαϊκευμένη πληροφόρηση του πολίτη. Δεν γίνεται προσπάθεια να εξηγηθεί το όποιο ζήτημα στην ολότητα του και με όλες τις παραμέτρους του. Χωρίς φόβο και πάθος, αλλά με το αναγκαίο βάθος. Αντί για αυτό, με το περιτύλιγμα της «ανησυχητικής είδησης» ή του «δίκαιου αιτήματος» τα ζητήματα αυτά αποτελούν εξαιρετικές αφορμές, συνειδητά ή ασυνείδητα, για να δημιουργηθεί φόβος και οργή στον πολίτη ή να διεξαχθεί ακόμη μία φορά (εννοείται διακαναλικά) το τόσο δημοφιλές τουρνουά των άγονων κοκορομαχιών.

Έτσι, φυσικά, τα ΜΜΕ ουσιαστικά παραβιάζουν (μαζί με τις εποπτεύουσες Αρχές) τη Συνταγματική επιταγή του αρθ. 15 του Ελληνικού Συντάγματος περί αντικειμενικής πληροφόρησης και ενημέρωσης.
Το αποτέλεσμα: Αντί να παρέχουμε στους πολίτες χρήσιμη γνώση, τους παρέχουμε άφθονο φθηνό, πρακτικό και «ευκολοφόρετο» συναίσθημα. Με δεδομένο ότι οι πολιτικές αποφάσεις που παίρνουν οι λαοί ή οι ηγέτες τους υπό συναισθηματική φόρτιση, σχεδόν πάντα, λειτουργούν ως εμβρυουλκός εθνικών συμφορών.
Κατά συνέπεια: δυσοίωνο παρόν και μέλλον…

Το ίδιο ισχύει και για τα ουσιώδη και κρίσιμα διακυβεύματα για την χώρα και το μέλλον της όπως: το δημογραφικό, το μεταναστευτικό, ο διαχρονικός κίνδυνος Τουρκία, η στρατηγική της χώρας με ορίζοντα 2040 (δεν είναι μακριά) για την Άμυνα, τις εξωτερικές απειλές, την Αμυντική Βιομηχανία, την Παιδεία, την Τεχνολογία, το Περιβάλλον, η ανάγκη για θεσμικό εκσυγχρονισμό. Αναφέρονται όλα, σχεδόν ακροθιγώς, με αντίστοιχα ανεπαρκείς, ρηχές και κοινότοπες αναλύσεις. Καίρια ερωτήματα όπως, τι Ελλάδα θέλουμε; (τώρα και στο μέλλον). Γιατί; Πώς θα το πετύχουμε; Με ποια μέσα; Παραμένουν λησμονημένα, αδέσποτα, αναπάντητα…

Έτσι, δυστυχώς, σε πολύ μεγάλο βαθμό και η παρούσα προεκλογική εκστρατεία διεξάγεται εν χορώ από πολιτικούς και δημοσιογράφους, όπου διαπληκτιζόμενοι οιωνοσκοπούν, δημοσκοπούν, παραπολιτικολογούν, και παρελθοντολογούν.
Ακόμη μια φορά, τα χιλιοφορεμένα γερασμένα συνθήματα και τα κουρασμένα τσιτάτα υποκαθιστούν σε μεγάλο και ανησυχητικό βαθμό τις απαιτούμενες και αναγκαίες συγκεκριμένες και εποικοδομητικές προτάσεις.

Συχνά, η εικόνα παραπέμπει περισσότερο σε άγουρη τριτοκοσμική δημοκρατία και λιγότερο σε μια ώριμη ευρωπαϊκή δημοκρατία. Αντί για διάλογο-παράθεση ρεαλιστικών οραμάτων και μεθόδων επίτευξής των, ακούμε ένα αγοραίο πολιτικό λόγο με ανοίκειους προσωπικούς  χαρακτηρισμούς, ύβρεις και απειλές κατά των πολιτικών αντιπάλων.

Αλλά, όταν η πολιτική αντιπαλότητα διολισθήσει σε προσωπική έχθρα και οι πολιτικοί αντίπαλοι μετατραπούν σε προσωπικούς εχθρούς, τότε, μόνο δεινά προκύπτουν στον Τόπο.

Πολιτικοί και ΜΜΕ αντί να απευθυνθούν στην ψύχραιμη και ορθή κρίση ενημερωμένων και καλλιεργημένων πολιτών, απευθύνονται στα πιο πρωτόγονα συναισθήματα των πολιτών. Τέτοια συναισθήματα όπως η οργή, η αγανάκτηση, η πικρία, η αίσθηση αδικίας, η ανασφάλεια, ο φόβος, συνδυασμένα με ελλιπή και μεροληπτική ενημέρωση είναι η τέλεια και αλάνθαστη συνταγή για μια πολύ λανθασμένη πολιτική επιλογή.

Όταν οι πολίτες ψηφίζουν με συναισθηματική φόρτιση αντί ψύχραιμης και ορθής κρίσης, οι συνέπειες για τον τόπο είναι συνήθως αρνητικές και, όχι σπανίως, τραγικές.
Αν ανατρέξουμε  στην πρόσφατη Ελληνική και παγκόσμια ιστορία, θα βρούμε αρκετά τέτοια επεισόδια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η άνοδος του Χίτλερ με την ψήφο των Γερμανών και όσα ακολούθησαν.
Άλλωστε, στις μέρες μας αρκετοί δυτικοί σκεπτόμενοι άνθρωποι και διανοούμενοι ανησυχούν και προειδοποιούν για τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες από το γεγονός ότι τα ισχυρά ΜΜΕ αποκτούν ακόμη μία καταλυτική, διαβρωτική, άκρως επικίνδυνη (επειδή είναι αόρατη) υπερεξουσία. Δηλαδή, λίγο-πολύ, να υποδεικνύουν, να υπαγορεύουν και κατά κάποιο τρόπο να αποφασίζουν ποιοι είναι οι «καλοί» και ποιοι οι «κακοί» της κάθε ιστορίας…

Το χειρότερο και πιο ανησυχητικό από όλα είναι ότι ο μέσος Έλληνας πολίτης έχει πάθει ένα είδος Μιθριδατισμού. Δεν σοκάρεται από αυτήν την κατάσταση, δεν αντιδρά, θεωρεί ότι «έτσι λειτουργούν τα πράγματα». Καταναλώνει, -νομίζω-, κυνικά και χωρίς εξωραϊστικές ψευδαισθήσεις το διαθέσιμο κυρίαρχο τηλεοπτικό και μιντιακό τοπίο. Απογοητευμένος και παραιτημένος δεν διεκδικεί ούτε απαιτεί από το Κράτος να εκπληρώσει μία από τις βασικότερες και σημαντικές συνταγματικές υποχρεώσεις που έχει προς τους πολίτες του. Συγκεκριμένα, την «….αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης και η εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων για την πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας…» , όπως αναφέρει επί λέξει το αρθ. 15 του Ελληνικού Συντάγματος.

Είναι όλα τα παραπάνω ενδημικό ή συγκυριακό φαινόμενο; Όσον αφορά την Ελλάδα φοβάμαι ότι πρόκειται για ενδημικό. Είναι τοπικό ή διεθνές; Όσον αφορά την τοξικότητα, όλες οι έρευνες δείχνουν ότι  η τοξικότητα στο λόγο των ΜΜΕ και, ακόμα περισσότερο, στα κοινωνικά δίκτυα τείνει να γίνει διεθνής επιδημία. Ως προς «την τοξικότητα άνευ θέματος», εκεί φοβάμαι ότι ως πολιτικο-μιντιακό οικοσύστημα διεκδικούμε την αποκλειστικότητα.

Και τώρα τι;

Αρκετά, όμως, με την διαπιστωτική περιγραφή των παθογενειών. Πώς θεραπεύονται  ή, έστω, αντιμετωπίζονται;

Δεδομένου ότι  τίποτε δεν είναι στατικό και νομοτέλεια, καλούμαστε να σκεφτούμε και να επεξεργαστούμε τρόπους και μεθόδους, ώστε να θωρακίσουμε την κοινωνία και την δημοκρατία μας από τέτοια διαβρωτικά και εν τέλει απειλητικά για την κοινωνία, το πολίτευμα και τη χώρα φαινόμενα.

Νομίζω η στράτευση για μια ηθική και εποικοδομητική δημοσιογραφία είναι μονόδρομος.

Η λύση των σύνθετων και μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνίες απαιτεί να υπερβούμε τον πειρασμό να ορίσουμε το φταίξιμο και τον φταίχτη. Με έγκυρη και επαρκή ιστορική και επιστημονική γνώση και πληροφόρηση μπορούμε να βοηθήσουμε τους πολίτες να καταλάβουν καλύτερα τους συστημικούς λόγους της εκάστοτε κρίσης.
Να τους πείσουμε ότι αυτοί που προτείνουν απλουστευτικές βολικές και ανώδυνες λύσεις σε σύνθετα και πολυπαραγοντικά προβλήματα  έχουν επικίνδυνη άγνοια για την ουσία των προβλημάτων ή ύποπτη υστεροβουλία.

Ο αγώνας θα είναι, λοιπόν, άνισος και δύσκολος.
Ζήτω η δυσκολία! Άξια εστί…

Ιωάννης Αραμπατζής Αρθρογράφος, Νομικός, Msc. στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Υπ. Διδάκτωρ στο τμήμα Ψυχολογίας τού Παντείου Πανεπιστημίου (με θέμα έρευνας την σχέση Συναισθήματος και Δικαίου), μέλος της Ελληνικής Εταιρίας Θετικής Ψυχολογίας.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ

Από xiromeropress