Εκείνο τον καιρό -παλιά λέμε- όλες οι φαμελιές στα χωριά και στο ύπαιθρο, εξόν απ’ τ’ άλλα τα πράματά τους, είχανε κι απόνα γαϊδούρι για πάσα χρεία στα κουβαλήματα, το καβαλούσανε κιόλας άμα ήτανε εύκαιρο.

Καμιά φορά τα γαϊδούρια ή έμεναν λυτά ή έκοβαν την τριχιά τους στο δέσιμό της κι έπαιρναν στράτες και χάνονταν, φορές πάαιναν σε σπαρμένα και σ’ αμπέλια κι έκαναν ζημιές και τάπιανε ο δραγάτης και απαιτούσε πεδοκόπι για να τα παραδώκει πίσω στους αφεντάδες τους.

Σε μια τέτοια περίσταση ένας ξωμάχος έχασε το γαϊδούρι του και πήρε κάμπους και βουνά, στράτες και δρόμους και χωριά να τόβρει. Νύχτωσε σ’ ένα χωριουδάκι κι αρώτησε που θα μπορούσε να μείνει και τούδειξαν ένα παλιό χάνι πούχε γένει πανδοχείο.

Ο χανιτζής τούδειξε ένα δωμάτιο με κρεβάτι να κοιμηθεί του ξωμάχου, αλλά αυτός ο φουκαράς δε ματάχε ιδεί κρεβάτι και πήγε και χώθηκε από κάτω – καλός ήταν κι ο καιρός δεν μάργωνε.

Από ώρα φανίστηκε στο πανδοχείο κι ένα νιο ζευγάρι νιόπαντρο και γύρευαν δωμάτιο να μείνουν για τη νύχτα, αλλά ο χανιτζής τους είπε, δυστυχώς το τελευταίο τόδωσα πριν από λίγο, τι να σας κάμω;

– Τήρα καλύτιρα ρε μάστουρα, μην έμ’νι κανένα αδειανό, επέμενε ο γαμπρός

– Ουρέ δε ξέρουμι του βιος μας; τον αποπήρε ο χανιτζής

– Τήρα καλύτερα, θα μας υπουχριώσεις, επέμενε ο γαμπρός

– Καλάααα, να τ’ράξου, είπε ο χανιτζής κι άρχισε να ανοίγει μια-μια τις πόρτες.

Όλες οι πόρτες ήτανε αμπαρωμένες, πά να πει μέσα κοιμόντανε οδοιπόροι νυχτωμένοι. Όμως πάει και σε μια τελευταία πόρτα ο χανιτζής, την ανοίγει και βλέπει ότι δεν ήτανε κανένας μέσα.

– Είστι τυχιροί, είπε στα νιογάμπρια ο χανιτζής, ου διαβατάρ’ς π’ τόχε πάρ’ για ύπνου, τ’ν κουπάν’σι, δεν θα τ’ άρισε, φαίνιτι. Ουρίστι, κουπιάστι!

Το νιόπαντρο ζευγάρι μπήκε στο δωμάτιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι, που από κάτω του ήταν ο φουκαράς ο ξωμάχος πούχε χάσει το γαϊδούρι του. Άρχισε το λοιπόν το ζευγάρι τα προκαταρκτικά που λένε κι οι γραμματιζούμενοι και σε κάποια στιγμή, λέει ο γαμπρός στη νύφη:

– Αγάπη μου στα μάτια σου βλέπω όλον τον κόσμο!

Ταραγμός κάτω απ’ το κρεβάτι, πετάγεται ο ξωμάχος, όλος λαχτάρα κι αρωτάει το γαμπρό:

– Μπα κι γλέπ’ς κι του γαϊδούρ’ του θ’κό μ’;
Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *