Μπούμιστος, 1.589μ. των Ακαρνανικών Ορέων στην Αιτωλοακαρνανία

  • Καθώς γυροφέρναμε από ώρα τα Ακαρνανικά Όρη(1), βγήκαμε στον οικισμό Βάτο(2).  Κόντευε μεσημέρι.  Τούτα τα μεγάλα καρυδόδενδρα μπροστά μας, πρόσφεραν  δροσιά και ανάσα  σε μας που είχαμε φάει τον ήλιο στο κεφάλι.  Το είδαμε σαν ορεινή όαση!.

Το χωριό Βάτος, υψ, 880μ. στα Ακαρνανικά Όρη

Γύρο μας τα περισσότερα σπιτάκια του οικισμού πεσμένα και μονάχα κάνα – δυο να στέκονται όρθια.  Από το μοναδικό που κάπνιζε η καμινάδα, καταλάβαμε  ότι υπάρχει ζωή και είδαμε να βγαίνουν κάμποσοι νομάτοι, που ήρθαν και σμίξαμε κάτω από τον ίσκιο της καρυδιάς..  Η παρουσία μας είχε γίνει αισθητή στο χωριό από ώρα.  Σιμώσαμε και εμείς δισταχτικά και χαιρετηθήκαμε, σφίγγοντας τα χέρια.  Τώρα έπρεπε να μιλήσω.  «Καλημέρα,.. δεν είχαμε έρθει από δω, στον τόπο σας και κλέψαμε μια ευκαιρία»..  Σημείωση: στα Ακαρνανικά δεν πας έτσι, ευκαιριακά.  Πας επί τούτου.  Απάντηση «Α, καλά κάνατε.. αλλά πώς το βρήκατε τούτο το μέρος;» «Έχουμε χάρτη, που κοιτάμε τα μέρη και πώς πάμε στα βουνά.  Έτσι είπαμε ναρθούμε και απ’ το χωριό σας, για να βγούμε ψηλά» «Θα πάτε στο βουνό;»  «Ναι, θα θέλαμε ν’ ανέβουμε στην Ψηλή Ράχη (Κορυφή)»  «Α, ξέρετε και πώς λένε την κορφή»;

Στο χωριό Βάτος

Κάτω από τον ίσκιο της καρυδιάς, έσπρωξαν τις καρέκλες και τον ξύλινο πάγκο και ο μπάρμπα Γιάννης μίλησε:  «Για καθίστε να ξαποστάσετε, να φτειάξουμε ένα καφεδάκι;»  «Δεν χρειάζεται, είμαστε καλά, ευχαριστούμε, μην..»  Οι καρέκλες ήταν λιγότερες απ’ ό,τι είμασταν όλοι.  Το να στριμωχτείς σε μια καρέκλα την στιγμή που μπορείς να κινείσαι εδώ και εκεί στον χώρο είναι καλλίτερα.  Στο σπίτι σου μπορείς να βολεύεσαι σε καρέκλα, εδώ ψηλά στο ορεινά, δεν αποζητάς  να καθίσεις σε μια καρέκλα, τη στιγμή πούχεις κάνει τόσα χιλιόμετρα ίσαμε εδώ..  Προβληματισμός και αυτός!

Στάνη στον Μπούμιστο Ακαρνανικών Ορέων

«Το χωριό δεν έχει κόσμο;», ρωτάω, και παίρνω την απάντηση «πoιό χωριό.. εμείς που βλέπεις είμαστε.  Βγαίνουμε το καλοκαίρι με τα ζωντανά στα ψηλώματα της κοινότητας, τον Χειμώνα δεν μένει άνθρωπος εδώ.  Κτηνοτρόφοι είμαστε..»  «Βλέπω τόσα σπίτια ρημαγμένα ολόγυρα, κάποτε θα είχε κόσμο..»  « Ναι παλιά είχε 70 οικογένειες εδώ, Χειμώνα – Καλοκαίρι.  Με το σχολείο του, την εκκλησία του τα μαγαζιά του εδώ γύρω στα δένδρα που βλέπεις.  Ήταν δύσκολα όμως τα πράγματα.  Δεν υπήρχε δρόμος, τίποτα.  Θέλαμε 3 – 4 ώρες για να βγούμε στον Μύτικα και 3 ώρες για το Μοναστηράκι.  Όλα με τα πόδια και με τα ζώα φορτωμένα..  Πού να μείνει κόσμος εδώ!  Μαζευτήκαμε όλοι στα κέντρα..  Εμείς είμαστε κτηνοτρόφοι, σκορπιστήκαμε στο χ. Μοναστηράκι, Κατούνα, Πάλαιρο, Βόνιτσα». 

«Από πού είναι εσύ;»  «Από την Αγόριανη Παρνασσού αλλά μαζευτήκαμε στην Αθήνα».  «Ναι και εσύ αυτό έκανες»! Πετάχτηκε ο νεότερος, που δεν είχε μιλήσει ως τα τώρα.  «Ναι έχει δίκιο, αυτό έκανα κι’ εγώ..»  «Δεν γύρισες όμως;»  «Όχι, δεν είναι εύκολο..  Κάποτε μαζευτήκαμε στην Αθήνα, όταν οι αποφάσεις και οι εποχές δεν ήταν τόσο εύκολα.  Μιλάω για τα χρόνια μετά τον Εμφύλιο.  Τότε ήμουν παιδάκι.  Αργότερα που απέκτησα αντίληψη για τα πράγματα, η ζωή μου διαμορφώθηκε στην πόλη.  Τώρα εγώ βγαίνω στην επαρχία και στα βουνά!  Ακόμη και το χωριό μου όταν πάμε, η κόρη μας που είναι 15χρονώ δεν έρχεται.  Το βλέπω δύσκολο τώρα να γυρίζω πίσω..»

Το χωριό Βάτος από τα ψηλώματα του Μπούμιστου (Μάτι γερακιού)

Όση ώρα μίλαγα, ο νέος δεν με κοίταζε στα μάτια.  Είχε σκυμμένο το κεφάλι και νομίζω ότι δεν τον έπεισα μ’ αυτά που είπα.  Ακριβώς από πίσω μου καθόταν ο μπάρμπα Γιώργης, που σκάλιζε με το κοφτερό του μαχαίρι ένα κομμάτι ξύλο.  Αισθάνθηκα ότι έπρεπε να δικαιολογηθώ.  Ένοιωσα σαν η κουβέντα του νέου  να αγκυλώνει το μέσα μου και ότι έπρεπε να δικαιολογήσω τη θέση μου.  Γυρόφερναν στο μυαλό μου σκέψεις και ερωτηματικά ανάκατα. για το πώς θα μας βλέπουν οι άνθρωποι των ορεινών εμάς τους περαστικούς επισκέπτες..  Αισθανόμουν ότι κρινόμουν για ό,τι «κτύπαγε» πάνω μου, και έδειχνε «φανταχτερό» γι’ αυτούς.  Το ότι είχαμε φτάσει ως εκεί με το αυτοκινητάκι έδειχνε την κυριαρχία και συγχρόνως την ασυμμετρία των λόγων μας σε σχέση αυτών που θέλαμε να δείχνουμε με αυτό που φαινόταν στα μάτια των χωρικών..  Είμασταν «πολλά λόγια» και λόγια της πόλης, που από μια θέση ισχύος μπορούσαμε αβίαστα, να αραδιάζουμε..  Κενό, σιωπής..

Στα ψηλώματα του Μπούμιστου, υψ. 1589μ.

Μετά το γυρίσαμε το θέμα και ρωτήσαμε για το μονοπάτι που οδηγεί στην Ψηλή Κορυφή, υψ. 1.589μ. και πρόθυμα μας οδήγησαν πιο πέρα, για να έχουμε καλλίτερη ορατότητα και μας έδειξαν πώς ανηφορίζει αυτό: «να το κλαρί (δένδρο) το ξεχωριστό, να η σάρα, να το δάσος ψηλότερα, μέχρι εκεί που «κολλούσε» το μάτι μας» (μας έδειξαν με το χέρι).  Μας το εξήγησαν δυο και τρεις φορές και ακόμη περισσότερες.  Όση ώρα κάναμε να ετοιμαστούμε εν όψει της ανάβασης στο βουνό, οι κουβέντες του νέου δεν λέγαν να ξεκολλήσουν από πάνω μου.  Οι απαντήσεις μου περιλάμβαναν περισσότερα «λόγια», αλλά δεν ξέρω εάν ήταν αυτά που πίστευα εγώ ή αυτά που  ήθελα να ακουστούν.  (Κρίση ύπαρξης.. «τι είναι  όλα αυτά που σκέπτομαι τούτη την ώρα»; διερωτήθηκα.

Μπούμιστος, των Ακαρνανικών Ορέων

Φορτωθήκαμε τα σακίδια, χαιρετήσαμε προσωρινά τους ανθρώπους του χωριού, που μας κοιτούσαν σκεπτόμενοι «πού να πηγαίνουν τούτοι οι τρελοί καταμεσήμερο πάνω στα βουνά..»!.  Ανταλλάξαμε ένα χαμόγελο με τον σχοινοσύντροφό μου, κάνοντας την ίδια σκέψη, τους ευχαριστήσαμε άλλη μια φορά για τις τόσες πληροφορίες και πιάσαμε το μονοπάτι, που ανηφόριζε.  Διαλέξαμε το στρωτό ανέβασμα, που κάποτε ανέβαιναν τα φορτιάρικα ζώα στα ψηλώματα και όχι αυτό που έφευγε κατ’ ευθείαν για την Ψηλή Κορυφή, γιατί αυτό, όπως μας είπαν, το ξέρουν μόνον αυτοί και είναι ζόρικο.  «Από την πόλη είσαστε, δεν είσαστε εσείς για τέτοια»!..

Ι. Μονή Ρόμβου στον Μπούμιστο

Κάναμε κάμποσο να βγούμε στα ψηλά, γυροφέραμε στην Ψηλή Ράχη συντροφιά μ’ ένα ζευγάρι χρυσαετών και ξαποστάσαμε στο σπασμένο  «κολονάκι» της  κορφής (Ψηλή κορυφή, 1.589μ.)  Από το χωριό Βάτος, υψ.820μ., κάτοικοι 81/απογραφής 1981, βρίσκεται μεταξύ των κορυφών Αγραπιδάκι και Ψηλή Κορφή των Ακαρνανικών Ορέων.  Βόρεια της Ψηλής Κορυφής κάτω από την κορφή Φλάμπουρα, βρίσκεται το μοναστήρι Ρόμβου, ανάμεσα στις Φλάμπουρα, Γούβες, 1.228μ. και την περιοχή της Χόλιανης (ποιμ. εγκαταστάσεις).  Από κάτω διέρχεται ο δρόμος: χ. Βάτος, τοποθεσία Λιβάδι, χ, Μοναστηράκι.   Έχει ιστορία(3) ο τόπος, τούτα τα χώματα..    Τα ψηλώματα είναι πάντα ξεχωριστά.  Η θέα από ψηλά ανεβάζει και σένα ψηλότερα.  Θες το φως, θες ο αγέρας, πάντως στη μαγεία της σιωπής υποκλίνεσαι.  Να, όπως η μονή Ρόμβου, παραδίπλα «μονάζει», μέσα σε εξωπραγματικό ορεινό σκηνικό κατακερματισμένων όγκων.

Ξαπόσταμα στις ψηλές κορφές..

Όταν πήραμε τον δρόμο για να χαμηλώσουμε, είδαμε και την «σάρα» που κατέβαινε κατ’ ευθείαν στο χωριό.  Ήταν απότομη, αλλά έβγαινε.  Εμείς προτιμήσαμε μία δική μας παραλλαγή μεταξύ «αυτής» και της «κλασσικής» και πέσαμε αρκετά γρήγορα στο χωριό Βάτος.  Ο ήλιος είχε χαμηλώσει και ήταν πιότερα όμορφα όλα γύρω μας.  Το κεφάλι μας βούιζε, τα αυτιά μας τσουρουφλισμένα και η μούρη μας κοκκινισμένη, όταν ξαναφτάσαμε στον ίσκιο της καρυδιάς.  Τώρα ο μπάρμπα Γιάννης μας χαιρέτησε πρώτος και πίσω του έτρεχε ο νεότερος.  Οι κουβέντες ήταν πιο ζεστές, φιλικές και αυθόρμητες.  Είχαμε βλέπεις τώρα «ιστορικό», δεν ήμασταν δυο ξένοι.  Οι ερωτήσεις βροχή και οι απαντήσεις λιτές, τόσο, όσο.  Τους είπαμε για τις κορφές, για τους χρυσαετούς και για το πεσμένο κολονάκι.  Τα μάτια τους άνοιξαν.  ‘Όλα τα μυστικά του βουνού, του βουνού τους, τα είχαμε «φέρει» πίσω, σημάδι ότι πήγαμε εκεί.  Τώρα τα μάτια του νέου ήταν αλλιώτικα, μας κοίταξε και δεν ήταν απ’ το φως του ήλιου που γλιστρούσε στη δύση του.  Ήταν φιλικά, εγκάρδια, ζωηρά και μ’ ένα ίχνος θαυμασμού.. όχι δεν ήταν το «κατόρθωμά μας»..  είχαμε καταφέρει «κάτι».  Είχαμε τώρα «πάρει» και εμείς μια θέση στα ορεινά, με τον ήλιο να γλύφει τα πρόσωπά μας.  Είμασταν  ίσοι άνθρωποι φαινομενικά ξένοι, ερχόμενοι από μακριά, αλλά τούτη η ανάβασή μας στα βουνά των ντόπιων, μας τοποθετούσε δίπλα – δίπλα.  Καταλαβαίναμε τις δυσκολίες των ανθρώπων, που προσπαθούσαν αγωνιζόμενοι σκληρά, στύβοντας και κάνοντας την πέτρα να «καρπίσει» και να βγάλουν απ’ αυτήν το μεδούλι της.

Γυρίσαμε ένα σωρό βουνά και λαγκάδια για να μάθουμε, να ζήσουμε έστω και λίγο απ’ τη βουνήσια ζωή, που χάσαμε οριστικά σαν κλειστήκαμε στην πόλης τα τείχη.  Η αναγνώριση από τον ορεινό κάτοικο της προσπάθειας έφτανε σε μας με το εγκάρδιο σφίξιμο του χεριού και μιας κουβέντας που βγήκε από καρδιάς.  Δεν αποζητούσαμε τίποτε πιότερα απ’ αυτό.  Μα την αλήθεια, είναι όμορφος ο τόπος και οι άνθρωποί του!

Τάκη Ντάσιου, Καλοκαίρι 1989

Παραπομπές

(1)Ακαρνανικά όρη:

«Οροσειρά που εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας από τον Αμβρακικό μέχρι τον Αστακό (στις επαρχίες Βονίτσης και Ξηρομέρου).  Τα όρη αυτά κατά την Τουρκοκρατία αποτελούσαν δυο αρματωλίκια για την κατοχή των οποίων χύθηκε πολύ αίμα και πολλοί καπεταναίοι αλληλοεξοντώθηκαν.  Κύρια παρακλάδια της οροσειράς αυτής είναι το Βισφρεγάτι, το Κατσιμάνι και ο Σερίνος κοντά στον κόλπο της Παλαίρου, η Βελούζα ή Βελούτσι, 930μ. κοντά στον Αστακό.  Πεταλάς, 893μ. μεταξύ Μακρυνόρους και Ακαρνανικών ορέων, ο Μπούμιστος, 1573μ. στο κέντρο της ίδιας οροσειράς και κατά μήκος της ακτής Ν. του Μύτικα, οι λοφοσειρές: Μέγα Όρος, Κιρκοβούνι, Πετρωτάς και Κουτσιλάρης (στις εκβολές του Αχελώου)».  (Ροδάκη Περικλή, Τριανταφύλλου Κώστα1960: τ.Β’ σ.587)

(2) Οικισμοί:

Αετός, υψ.260μ., οικ. της Δυτικής Στερεάς δήμου Μεδεώνος νομού Αιτωλοακαρνανίας.  Στα 1928 είχε 545 κατοίκους, 1940 > 709, 1951 > 752, 1961 > 802, 1971 > 845, 1981 > 787, 1991 > 830, 2001 > 664. 2011> 480 Γεγονότα: 09 Αυγ. 1822 ελληνοτουρκική σύγκρουση Μάχη Αετού .

Αρχοντοχώρι το (έως 1928 Ζάβιτσα),υψ. 470μ., οικισμός της Δυτικής Στερεάς στις πλαγιές των Ακαρνανικών Ορέων, δήμου Αλυζίας νομού Αιτωλοακαρνανίας.  Στα 1928 είχε 1.053 κατοίκους, 1940 > 1.040, 1951 > 1.109, 1961 > 1.327, 1971 > 1.287, 1981 > 1.181, 1991 > 1.194, 2001 > 919.

Παναγούλα η, (έως 1928 Μπερδενίκος και Μερδενίκος), υψ. 360μ., οικισμός της Δυτικής Στερεάς στις πλαγιές των Ακαρνανικών Ορέων, δήμου Αλυζίας νομού Αιτωλοακαρνανίας.  Στα 1928 είχε 316 κατοίκους, 1940 > 318, 1951 > 343, 1961 > 364, 1971 > 337, 1981 > 309, 1991 > 303, 2001 > 282.

Βάτος ο, (έως 1940 Βάτον), υψ.880μ., οικισμός της Δυικής Στερεάς στις πλαγιές των Ακαρνανικών Ορέων, δήμου Κεκροπίας νομού Αιτωλοακαρνανίας.  Στα 1928 είχε 238 κατοίκους, 1940 > 285, 1951 > 145, 1961 > 154, 1971 > 69, 1981 > 53, 1991 > 125, 2001 > 151, 2011 > 89

Ο Βάτος βρίσκεται σε οροπέδιο των δυτικών πλαγιών των Ακαρνανικών Ορέων, δυτικά της Υψηλής Κορυφής (1.589μ.), που αποτελεί το ψηλότερο σημείο τους. Απέχει 22 χλμ. Ν.-ΝΑ. από τη Βόνιτσα και είναι κτηνοτροφικός οικισμός, με τα περισσότερα σπίτια του να έχουν εγκαταλειφθεί.  Σύμφωνα με την τοπική παράδοση το χωριό δημιουργήθηκε το 1840 από κατοίκους παλιότερων γειτονικών οικισμών (Λιβάδι και Βάρνακα) που άρχισαν να κτίζουν σπίτια πιο κοντά στα χωράφια και τα καλοκαιρινά βοσκοτόπια τους.

Μοναστηράκι το: υψ.300μ. οικισμός της Δυτικής Στερεάς δήμου Ανακτορίου νομού Αιτωλοακαρνανίας.  Στα 1928 είχε 1.541 κατοίκους, 1940 > 1.919, 1951 > 2.117, 1961 > 2.90, 1971 > 2.053, 1981 > 1817, 1991 > 1793, 2001 > 1.418.

Κομπωτή η (έως 1940 Κομπότι), υψ. 480μ. οικισμός της Δυτικής Στερεάς στις πλαγιές των Ακαρνανικών Ορέων, δήμου Μεδεώνος νομού Αιτωλοακαρνανίας.  Στα 1928 είχε 492 κατοίκους, 1940 > 530, 1951 > 506, 1961 > 512, 1971 > 619, 1981 > 559, 1991 > 516, 2001 > 469.

Ιερά μονή Ρόμβου:

Σημαντικό θρησκευτικό αξιοθέατο της περιοχής είναι η Ιερά Μονή Ρόμβου ή Παναγία Ρομβιώτισσα, που είναι αφιερωμένη στο Γεννέσιο της Θεοτόκου. Είναι κτισμένη στη δυτική πλευρά των Ακαρνανικών Ορέων ανάμεσα σε βράχια με θέα τον Βάτο και το οροπέδιο Λιβάδι. Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε 100 χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην Ελληνική επανάσταση του 1821 (εκ του διαδικτύου). «Aνδρικό μοναστήρι, βρίσκεται στην περιοχή Σουλίου – Ακαρνανίας.  Εξαρτάται από την μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας (έδρα Μεσολόγγι).  Ιδρύθηκε το 1750, μοναχοί 1»  (Σπύρου Κοκκίνη1976:128).

(3) Δυτική Ελλάδα, Τουρκοκρατία

«Στη Δυτική Ελλάδα, σύμφωνα με τον Φιλήμονα, – που δεν επαναστάτησαν συγχρόνως με τους άλλους Έλληνες –  μόνο μετά τα μέσα Μαϊου ξεσηκώθηκε.  Ο κυριότερος λόγος αυτής της αδράνειας πρέπει να αναζητηθεί στην αναποφασιστικότητα των σπουδαιότερων αρματολών της και κυρίως του Γεωργίου Βαρνακιώτη.  Κάτοχος του σημαντικότερου αρματολικιού της δυτικής Ελλάδος, στο Ξηρόμερο, ο Βαρνακιώτης ασκούσε τεράστια επιρροή στους υπόλοιπους αρματολούς της περιοχής.  […]  Αναποφάσιστος ήταν και ο οπλαρχηγός του Βάλτου Άνδρ. Ίσκος καθώς και ορισμένοι άλλοι.  Αντίθετα οι οπλαρχηγοί του Ζυγού Δημ. Μακρής, του Βλοχού Αλέξ Βλαχόπουλος και της Βόνιτσας Γεώργ. Τσόγκας καθώς και αρκετοί ακόμη φλέγονταν από επαναστατικό ενθουσιασμό.  […]  Βαρνακιώτης μαθαίνοντας τις συντριπτικές ήττες του Τούρκων, πρώτα στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαϊου) και τέσσερις ημέρες αργότερα στο Βαλτέτσι, αποφάσισε, πιεζόμενος και από τους άλλους οπλαρχηγούς να κινηθεί.  Η κήρυξη της επανάστασης ορίστηκε για τις 26 Μαϊου.  Μια μέρα πριν ο Βαρνακιώτης εξέδωσε στο Ξηρόμερο την πρώτη επαναστατική προκήρυξη της δυτικής Ελλάδος

Εκστρατεία του Κιουταχή στην Δυτική Ελλάδα, απόκρουσή του από τον Βαρνακιώτη στη μάχη του Άετού.

«Στις αρχές Αυγούστου 1822 ο Κιουταχής συντομεύοντας την πορεία του προς την Αιτωλοακαρνανία, πέρασε τον Αμβρακικό στη θέση Λουτράκι της Βόνιτσας που ήταν αφρούρητη και έφτασε στο χωριό Παπαδάτες, όχι στις 9 Αυγούστου όπως γράφουν ορισμένοι ιστορικοί, αλλά λίγες μέρες νωρίτερα, αφού ο Μαυροκορδάτος στις 8 Αυγούστου έγραφε στον Βαρνακιώτη ότι «έκαμε τον ερχομό του Τούρκων εις Παπαδάτες» και φρόντισε για άμεση αποστολή ενισχύσεων στο Ξηρόμερο από τον Κώστα Σιαδήμα, για να σταματήσουν την προέλαση του Κιουταχή. Η πρώτη μεγάλη μάχη μετά τη συντριβή του Πέτα πραγματοποιήθηκε στις 09 Αυγούστου.  Ο Βαρνακιώτης αποφασισμένος να καθυστερήσει τον Κιουταχή  κατέλαβε με τις λιγοστές δυνάμεις του τη ράχη του Προφήτη Ηλία απέναντι ακριβώς στον Άετό του Ξηρόμερου, όπου υποχρεωτικά θα περνούσε ο τουρκικός στρατός.  Η μάχη μεταξύ των δυνάμεων του Βαρνακιώτη και του Κιουταχή, που ο στρατός του υπολογιζόταν σε δύο με τρεις χιλιάδες άνδρες (ο Κάρπος Παπαδόπουλος αναφέρει τον υπερβολικό αριθμό των 7.000). κράτησε έξι ώρες και έληξε με νίκη του Βαρνακιώτη, που ανάγκασε τους Τούρκους να επιστρέψουν με αρκετές απώλειες στο Λουτράκι, περιμένοντας νέες ενισχύσεις υπό τον Ομέρ Βρυώνη.  Η επιτυχία αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία μιας νέας συνεργασίας των δυνάμεων της δυτικής Ελλάδος πραγματοποιήθηκε όμως μέσα σε ένα κλίμα καχυποψίας και δυσπιστίας.  Ο Κάρπος Παπαδόπουλος υποστηρικτής, όπως είναι γνωστό, του Βαρνακιώτη και απολογητής του, παραθέτει απόσπασμα επιστολής του Μαυροκορδάτου προς τον Καραϊσκάκη, σχετικό με τη μάχη του Αετού, στο οποίο υπάρχει αιχμή εναντίον του Βαρνακιώτη, ότι δηλαδή δεν εκμεταλλεύθηκε όσο έπρεπε τη νίκη: «δεν τους κυνήγησαν, διότι ήσαν αποσταμένοι, εάν όμως ήσουν εσύ, ανδρείε Καραîσκε, ήθελες τους κυνηγήσει και τους καταστρέψει κατά κράτος».  Ξέρουμε όμως ότι στις 19 Αυγούστου ο Μαυροκορδάτος έγραφε στον Βαρνακιώτη εκφράζοντας τη χαρά του για το αποτέλεσμα της συγκρούσεως με τους Τούρκους και του συνιστούσε: «να πασχίσετε να ξεφωλιάσετε τους εχθρούς από αυτό το μέρος» (Ι.Ε.Ε.1975:270)

Κάστρο Αετού Ξηρομέρου

«Το Κάστρο Αετού είναι κάστρο βυζαντινών χρόνων στην Αιτωλοακαρνανία κοντά στο χωριό Αετός, στην περιοχή του Ξηρόμερου.  Βρίσκεται χτισμένο στην κορυφή λόφου σε 443 μέτρα ύψος που ελέγχει τον κάμπο του Ξηρομέρου. Είναι προσβάσιμο μόνο από τα βόρεια, στις υπόλοιπες πλευρές του περιβάλλεται από γκρεμό. Σήμερα διασώζεται ερειπωμένο το τείχος του, δεξαμενές νερού και ερείπια εκκλησίας.  Το κάστρο χτίστηκε από τους βυζαντινούς τον 4ο-6ο αιώνα για την προστασία του τοπικού πληθυσμού από τις βαρβαρικές επιδρομές. Όταν πέρασε στην κατοχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου ανακαινίστηκε και συντηρήθηκε εκ νέου. Αργότερα και τον 14ο αιώνα πέρασε στην κατοχή του Γκίνη Μπούα Σπάτα όπου έκανε το κάστρο έδρα της μικρής ηγεμονίας του. Το 1492 πολιορκήθηκε από τον Κάρολο Τόκο και το κατέλαβε, αναφέρεται ότι μπήκαν νύχτα στο κάστρο τρεις άντρες του Τόκου όπου συνέλαβαν τον διοικητή του κάστρου αναγκάζοντας την φρουρά του να παραδοθεί. Έπειτα κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς και το 1684 πολιορκήθηκε και καταστράφηκε από τον Μοροζίνι».  (εκ του διαδικτύου)

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  • Ροδάκη Περικλή Τριανταφύλλου Κώστα(Επιμ.)1960:Σύγχρονη Γεωγραφία – Άτλας της Ελλάδος, τόμος Β’, σ.586, εκδ. ‘Ατλας
  • Χάρτης Γ.Υ.Σ.1971:Φύλλο Βόνιτσα, 1:50.000 κλίμακας, Γενικής χρήσεως
  • Χάρτη Γ.Υ.Σ.1971:Φύλλο Αμφιλοχία,1:50.000 κλίμακος, Γενικής χρήσεως
  • Χάρτης Γ.Υ.Σ.1971:Φύλλο Αστακός, 1:50.000 κλίμακος, Γενικής χρήσεως
  • Ι.Ε.Ε.1975: Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821 – 18320, Η ελληνική επανάσταση, τόμος ΙΒ’, σ.112-113, έκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
  • Κοκκίνη Σπύρου1976: Τα μοναστήρια της Ελλάδος, οδηγός, ιστορία, θησαυροί, βιβλιογραφία με παράρτημα δεκαπέντε κειμένων και στατιστικών πινάκων, σ.128, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε.
  • Μανιατέα Ηλία, Τεγόπουλου Γιάννη (Εκδ.): Νομός Αιτωλοακαρνανίας Στερέα Ελλάδας Νο 10,σειρά Ελλάδα, Εκδ. Δομή
  • Νέζη Νίκου2010: Τα ελληνικά βουνά, γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2, Ηπειρωτική Ελλάδα (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη), σ.127, εκδ. Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας Αναρρίχησης – Κληροδότημα Αθ. Λευκαδίτη
  • Σταματελάτου Μιχαήλ Βάμβα Σταματελάτου Φωτεινή2012: Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδας, τόμοι Α΄, Β’, Γ’. ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, για αυτή την έκδοση Δημοσιογραφικό Οργανισμός Λαμπράκη

Οδικός χάρτης2018: Κεντρική Ελλάδα, Θεσσαλία – Ήπειρος, Topo, 1:230.000 κλίμακος, R3, εκδ. Anavasi

oreinografies

Από xiromeropress