Γράφει ο Θοδωρής Γεωργάκης

-Για ακουρμαστείτε δω, ένα … αλώνι λαδόπιτα να φκιάσω δεν σας δ(ι)κάει, να τη σπαρανιάρετε τη πίτα, απόδιαβα τσ’ γιορτές, θέλομε να πάρομε δυο φελιά και μεις τσ’ ελιές, και να μη ξεχάστε κιόλας, έχομε να στείλομε και πέντε φελιά πίτα στο δάσκαλο…

Μα, κι αυτή η ευλογημένη η μάνα μου, έφτιαχνε μια Αϊβασιλιάτικη λαδόπιτα που γλείφαμε και τα δάχτυλά μας! Την παπάρωνε πεκιμέζι και ήταν ένα γλυκό απόλαυση! Ήταν, όπως θα λέγανε κα οι σημερινοί σεφάδες, με όλη της την υγρασία μέσα, όχι σαν τα σημερινά βιομηχανοποιημένα ξερακιανά ομοιώματα λαδόπιτας, που τα χτυπάς στον … τοίχο και γυρνάνε πίσω! Γι’ αυτό, όπου και να την πίθωνε, είτε μέσα στο αρμάρι, ή στον κομό, ή στο φορτσέρι, ή στην καναβέτα, εμείς τα παιδιά την μυριζόμαστε από μακριά, όπως ο καρχαρίας το υποψήφιο θήραμά του, έτσι την εντοπίζαμε!!!

Ξέρεις, τώρα, να έρχεσαι απ’το γηπεδάκι απ΄την Λότζα, εκεί που κλωτσάγαμε το νάϋλον τοπάκι, που κερδίζαμε στις «τύχες», μέσα στα χώματα και στις πέτρες, ή απ’ το αλώνι του Σελινάκη, που στήναμε δυο καλάμια με ένα σχοινί στην κορυφή σαν … φιλέ και δήθεν παίζαμε βόλεϋ, ή απ’ το τρίγωνο του Μπουλούτα, που παίζαμε στο «βόλι» τα λίγα χρήματα που βγάζαμε απ’ τα Χριστουγεννιάτικα και Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, απ’ όλα τούτα τα παιγνίδια, εκεί στις διακοπές του Δωδεκαημέρου, που ξεχνούσαμε μαθήματα και σχολειό, να γυρνάς απ΄τα παιγνίδια πεινασμένος και να οσμίζεσαι σαν λαγωνικό μέσα στο σπίτι, μήπως εντοπίσεις την λαδόπιτα, μήπως έμεινε λίγο Ξτοκούλουρο με μαύρες σταφίδες, ή μήπως έμεινε κανένα κομμάτι απ’ τον σταυρό και τις μπαλούμπες που έφτιαχνε η μάνα μου για μας τα αγόρια και για τα κορίτσια!

Δωδεκαήμερο! Τι να πρωτοθυμηθείς, τι να στολγήσεις και τι να αναπολήσεις. Βάλε την ανέμη του χρόνου να γυρίσει και άσφαλτα θα σε πάει εκεί που χαράζει η Πολιτεία του … Ποτέ! Θα σε σεργιανίσει εκεί που έπεσε στα γόνατα ο χρόνος, να υποκληθεί στην δίψα μας για ζωή! Μια ζωή μαντρωμένη μέσα στον ελάχιστο ορίζοντα των Σταυρωτών και των Ακαρνανικών, μα έγνεφε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης!!! Ε, εσείς γωνιές του κόσμου, από εδώ ξεκίνησε ο Οδυσσέας τον πολυμήχανο ταξίδι του, από τούτη τη γωνιά φάνηκε το τεράστιο άστρο της Βηθλεέμ να ξεπηδάει μέσα απ’ το χαμόγελο του Σπύρου, του Κώστα, του Αντώνη, της Μαρίας, της Όλγας, της Αντιγόνης! Μας έπαιρνε ο φτερωτός Πήγασος και μας πήγαινε στην χώρα των Λοτοφάγων, μα πόσο γλυκείς να ήταν εκείνοι οι καρποί, πιο γλυκείς να ήταν, άραγε, απ’ την λαδόπιτα της Κυρά – Ξένης;

Η τρυφερή της γλύκα με κάνει να ξεχάσω την σημερινή μου … πατρίδα, τα εδάφη της ενηλικίωσης και μόνο να θυμάμαι…
Σε θυμάμαι στο σκαφίδι την παραμονή των Χριστουγέννων, με την τσίπα στενά δεμένη στο κεφάλι, ξεμπράτσωτη, αλέγρα, κατακόκκινη σαν την φωτιά, με το φουστάνι δεμένο πίσω κόμπο, να ζυμώνεις το Ξτοκούλουρο για την ημέρα των Χριστουγέννων και να μας φτιάχνεις τους σταυρούς για τα αγόρια και τις μπαλούμπες για τα κορίτσια.

-Βάλε μου πολλές σταφίδες, μάνα, μέσα στον δικό μου τον σταυρό, μου αρέσουν τόσο μέσα στο ψωμί..
Μα δεν με δ(ι)κάνε, θέλω να φτιάξω τόσα πράγματα με τις σταφίδες που έχω.

-Θα πάω εγώ στην θειά – Κωσταντία να σου αγοράσω. Έχω λεφτά. Έβγαλα δέκα δραχμές με τα κάλαντα, γύρισα όλα τα χωριά των Σφακιωτών να τα πω!!!

Μ’ ένα σάλτο αλαχτό, και μένα γρήγορο σκλημίδι στο καντούνι, βρισκόμουν στο μπακαλικάκι της θειά – Κωσταντίας. «Βενιζέλο» την λέγαμε, μ’ εκείνα τα στρογγυλά γυαλιά, που πάσχιζε, κοιτώντας πάνω απ΄δαύτα, να βρει το κιβωτιάκι, που τόχε καταχωνιασμένο, με τις μαύρες σταφίδες…

Σε θυμάμαι, ανήμερα των Χριστουγέννων, στο μέσον του σπιτιού. Ποδήρη χιτώνα, ασάλευτη Καρυάτιδα, ιέρεια του φωτός, με το γιορτιάτικο χωριάτικο φουστάνι, να ετοιμάζεις τα πάντα!

-Καθίστε όλοι στο τραπέζι. Έλα προγιαστέ να σταυρώσεις και να κόψεις το Ξτοκούλουρο, τόβαλα πάνω στο μαστραπά με το κρασί. Ακουμπήστε το όλοι. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ. ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΝΑΜΑΣΤΕ ΚΑΛΑ.

Σε θυμάμαι, να μου φέρνεις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τις κ(ου)τσούνες που μάζεψες στην Αρκολαγγάδα, για να βγω θαμπά την Πρωτοχρονιά να τις πάω για γούρι στα συγγενικά σπίτια.

Σε θυμάμαι την παραμονή των Φώτων, να σηκώνεσαι νωρίς, πριν ρήξει ο ήλιος, και να ρίχνεις την στάχτη της βραδινής φωτιάς στα τέσσερα τσούπια του σπιτιού, για να φύγουν, όπως έλεγες, τα παγανά…

Σε θυμάμαι, σαν σε όνειρο, την επομένη των Φώτων, με το πρώτο λάλημα του κοκοτού, να σηκώνεσαι για τις ελιές, για την τίμια βιοπάλη, για το έρμο το ψωμί, όπως λέει και ο Βαλαωρίτης. Και πριν φύγεις για το ξεμόνιο να μου ψιθυρίζεις γλυκά στ’ αυτί:

-Σου έχω έτοιμο το πιάτο με πέντε φελιά πίτα για το δάσκαλο! Το έδεσα σταυρωτά με μια καθαρή μπόλια. Και όπως είπαμε, όμορφα – όμορφα στο σχολειό. Να τον ακούς τον δάσκαλο, να μάθεις γράμματα, να μη γίνεις σαν και μένα τυραγνισμένη ψυχή…

(Αφιερωμένο στην Μάνα – Παναγιά του καθενός μας, που κάθε χρόνο την 25η Δεκεμβρίου, μας γεννά, μας ξαναγεννά…)

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΟΛΟΝ

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *