Η ανάπτυξη της γεωργίας αποτελεί σημαντικό ορόσημο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στην αρχή, ο άνθρωπος έτρωγε τους σπόρους ωμούς ή ελαφρά ψημένους, ενώ αργότερα σκέφθηκε να τους κομματιάσει, για να παρασκευάσει χυλό, χρησιμοποιώντας τους τριπτήρες,
κυλινδρικές πέτρες που τις κινούσε πάνω σε πλάκες ή μέσα σε γούρνες. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα στην ιστορία του αλέσματος. Το δεύτερο βήμα είναι το ιγδίο, δηλαδή το γουδί, που είναι και η μοναδική επινόηση του προϊστορικού ανθρώπου που παραμένει ως σήμερα απαράλλαχτη. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς φθάσαμε στο τρίτο στάδιο της εξέλιξης, δηλαδή στους περιστρεφόμενους μύλους, χειρόμυλους αρχικά και ανθρωπόμυλους στη συνέχεια, που τους γύριζαν δούλοι και οι οποίοι αλευροποιούσαν ομοιόμορφα τους σπόρους. Οι ζωόμυλοι που ακολούθησαν ήταν παρόμοιοι, πιο μεγάλοι, όμως, και με πολλαπλάσια παραγωγική ικανότητα, αφού τους κινούσαν ζώα με μεγαλύτερη μυϊκή δύναμη από τον άνθρωπο.



Η εκμετάλλευση της υδραυλικής ενέργειας, αυτής που προσφέρει το νερό, αναμφίβολα ήταν το πιο σημαντικό βήμα στην εξέλιξη του αλέσματος. Με την εφεύρεση του νερόμυλου, ο άνθρωπος αξιοποίησε μια φυσική δύναμη για κίνηση μηχανισμού, αυξάνοντας σημαντικά την παραγωγή (έχει υπολογιστεί ότι η παραγωγή ενός αλεστικού νερόμυλου, ισοδυναμούσε με την αντίστοιχη 15 περίπου δούλων). Επίσης, με τη δύναμη που δημιουργεί η πτώση του νερού από ψηλά ή η ροή του και με τη βοήθεια του τροχού, κινήθηκαν απλές και στη συνέχεια πολύπλοκες μηχανές, που κάλυψαν τις περισσότερες ανάγκες των προβιομηχανικών κοινωνιών.
Για το πότε και για το πού έγινε αυτό, έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις από ιστορικούς της τεχνολογίας. Την παλιότερη πάντως γραπτή μαρτυρία μάς τη δίνει ο Στράβων, περιγράφοντας τα ανάκτορα του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄ του Ευπάτορα στα Κάβειρα, όπου αναφέρει την ύπαρξη «υδραλέτη», τον οποίο βρήκαν το 64 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατακτητές. Στη συνέχεια, ο Βιτρούβιος στο έργο του «De architectura» δίνει την πρώτη περιγραφή του, το 25 μ.Χ.
Ιστορία-κατασκευή-λειτουργία
Η λέξη «μύλος» είναι ελληνική και προέρχεται από τον Μύλη, γιο του πρώτου βασιλιά της Λακωνίας Λέλεγα, στον οποίο η ελληνική μυθολογία απέδιδε την επινόησή του. Προστάτης των χειρόμυλων, ήταν ο Δίας, που λεγόταν και «Μυλεύς».
Τα παλαιότερα χρόνια, σε κάθε ποτάμι, σε κάθε χωριό της Ελληνικής υπαίθρου υπήρχε κι ένας νερόμυλος. Μετά την ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους καταγράφηκαν 6.000 περίπου νερόμυλοι, από τους οποίους οι 5.500 περίπου ήταν Τουρκικοί. Αυτοί περιήλθαν στο Ελληνικό δημόσιο που τους νοίκιαζε ή τους πλειοδοτούσε σε ιδιώτες. Οι περισσότεροι νερόμυλοι εγκαταλείφθηκαν από τη δεκαετία του 1950, όταν άρχισε να διαλύεται ο κοινωνικός και οικονομικός ιστός της ελληνικής περιφέρειας. Ο αμαξιτός δρόμος, ο εξηλεκτρισμός και κυρίως η εγκατάλειψη της υπαίθρου είχαν ως συνέπεια τη μείωση, μέχρι την οριστική εξαφάνιση των παραδοσιακών καλλιεργειών στα ημιορεινά εδάφη της χώρας και τη μείωση της κτηνοτροφίας, καθώς και την εξαφάνιση των κλασικών υποζυγίων από την ύπαιθρο.
Λόγω της μακρόχρονης χρήσης του νερόμυλου μέσα στους αιώνες, είναι φυσικό να έχουν πλαστεί πολλές φανταστικές ιστορίες και θρύλοι για αυτόν. Ο λαός πίστευε ότι στον μύλο κατοικούσαν διάβολοι, ξωτικά, καλικάντζαροι και κάθε λογής δαιμονικά.
Η κατασκευή των νερόμυλων ποικίλει ανάλογα με την τοπική αρχιτεκτονική. Οι περισσότεροι ήταν λιθόκτιστοι με ορθογώνιο σχήμα και σκεπή καλυμμένη από κεραμίδια ή σχιστόλιθους. Υπήρχε τουλάχιστον ένα παράθυρο, συνήθως απέναντι από τις μυλόπετρες, για να βλέπει ο μυλωνάς, καθώς τότε δεν υπήρχαν ηλεκτρικές λυχνίες. Χτιζόταν πάντα στις άκρες των ποταμών και σε σημείο που να προστατεύεται από τις πλημμύρες.
Η λειτουργία ενός νερόμυλου είναι σχετικά απλή και βασίζεται σε μια σειρά μεταδιδόμενων κινήσεων. Το νερό διοχετεύεται στο νερόμυλο από το βαράρι με ορμή και δίνει ώθηση στη φτερωτή. Αυτή καθώς γυρίζει δίνει κίνηση σε έναν άξονα, ο οποίος με την σειρά του γυρνά την μυλόπετρα. Ο εξοπλισμός του νερόμυλου βασίζεται σε τρία μέρη, το πρώτο αφορά την διοχέτευση του νερού στο μύλο και αποτελείται από το μυλαύλακο, το βαράρι και το σιφούνι, το δεύτερο είναι το κινητικό μέρος του μύλου που αποτελείται από τη φτερωτή, τον άξονα και τα εξαρτήματά τους και τέλος το αλεστικό μέρος που περιλαμβάνει τις μυλόπετρες, τη σκαφίδα, την αλευροθήκη και άλλα βοηθητικά εξαρτήματα. Τέλος, υπάρχουν κάποια συστήματα στήριξης, λοιπά εργαλεία και εξαρτήματα των οποίων οι ονομασίες ποικίλουν ανά περιοχή. Ο μυλωνάς έπρεπε να ξέρει να επισκευάζει ή να αντικαθιστά συνεχώς τα ξύλινα εξαρτήματα και τα εργαλεία. Εκτός από τη μηχανή, φροντίδα ήθελε και το κτίριο το οποίο διαρκώς υπέφερε από την υγρασία και τις ρίζες των πλατάνων.
Σχηματικές αναπαραστάσεις νερόμυλων που δείχνουν τα βασικά λειτουργικά τους μέρη:
Η ζωή του μυλωνά και η σχέση του με την κοινωνία
Το επάγγελμα του μυλωνά ήταν ένα από τα πιο πρόσφορα εκείνης της εποχής. Οι συναλλαγές μαζί του δεν γινόταν πάντα με χρήματα, αλλά και με ανταλλαγή προϊόντων, συνηθέστερη, όμως, ήταν η ποσοστιαία συναλλαγή. Δηλαδή, η αμοιβή του μυλωνά καθοριζόταν με ένα ποσοστό επί της ποσότητας του αλεύρου που θα παρήγαγε. Το ποσοστό αυτό άρχιζε από 3% έως 5%, όταν υπήρχε μεγάλη παραγωγή και έφτανε στο 10% έως 12%, όταν οι μύλοι δούλευαν λίγο. Αυτό λεγόταν «ξαγάρι» ή «(α)ξάι». Από αυτό το αλεύρι οι μυλωνάδες κάλυπταν τις οικογενειακές ανάγκες τους και το υπόλοιπο το πουλούσαν σε ακτήμονες χωρικούς. Η πελατειακή κίνηση ήταν ιδιαίτερα αυξημένη κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, μετά το τέλος του θερισμού. Οι μυλωνάδες τότε έφταναν σε σημείο να εργάζονται νυχθημερόν.
Ο νερόμυλος είχε συνδεθεί άμεσα με την κοινωνική ζωή κάθε περιοχής, αφού ήταν ο τόπος όπου συγκεντρωνόταν μεγάλος αριθμός ανθρώπων. Γι’ αυτό και πολλές παροιμίες, ήθη και έθιμα και διάφορες ιστορίες έχουν γραφτεί γύρω από τους μύλους και τους μυλωνάδες. Συνήθως, οι μυλωνάδες ζούσαν μέσα στους μύλους που τους ανήκαν και επικοινωνούσαν όχι μόνο με τους συγχωριανούς τους, αλλά και με κατοίκους κοντινών χωριών. Έτσι, η κάθε μέρα από τη ζωή τους, περνούσε μέσα στη φασαρία από τους ανθρώπους, τα ζώα και τον μύλο. Στον νερόμυλο μαθαίνονταν όλα τα νέα της γύρω περιοχής, γι’ αυτό και ο μύλος έμοιαζε με παζάρι και λαϊκό πανηγύρι. Η επιβεβαίωση για κάθε είδηση γινόταν από τον μυλωνά ή την οικογένειά του και από τις φράσεις «το είπε ο τάδε στον μύλο», ή «το άκουσα στον μύλο». Από τότε έμεινε και η έκφραση «στο μύλο και στο παζάρι». Επίκεντρο των συζητήσεων ήταν θέματα οικονομικά, κοινωνικά, θέματα που αφορούσαν τις ασχολίες της τότε εποχής, αλλά και διάφορα κουτσομπολιά. Γι’ αυτό πολλές φορές στον μύλο κλείνονταν συμφωνίες για αγοραπωλησίες και πολλές φορές ακόμη και συνοικέσια. Οι μυλωνάδες, αν και φτωχοί, τις περισσότερες φορές έκαναν τραπέζι σε περαστικούς και πελάτες. Το χειμώνα, κυρίως, ο κρυωμένος κυνηγός και ο διαβάτης θα έβρισκαν φωτιά, ψωμί, ξεκούραση και λίγη κουβέντα. Και ο μυλωνάς άλλο που δεν ήθελε. Όλα όσα άκουγαν οι μυλωνάδες τα διηγούνταν τις κρύες νύχτες του χειμώνα σε συγχωριανούς τους. Διηγούνταν διάφορα παραμύθια και ιστορίες για ήρωες του ’21. Οι ίδιοι οι μύλοι άλλωστε έγιναν σε ορισμένες περιπτώσεις το επίκεντρο γεγονότων της ιστορίας της Νεότερης Ελλάδας.
Οι πελάτες των νερόμυλων πίστευαν πως οι μυλωνάδες ήταν κλέφτες και υποπτεύονταν πως κρατούσαν περισσότερο αλεστικό δικαίωμα από το κανονικό. Από κει βγήκε και η λαϊκή παροιμία «θεωρία επισκόπου και καρδιά μυλωνά». Το ότι στην απληστία τους δεν υπήρχαν όρια φαίνεται και από την εξής παράδοση. Λέγεται πως οι μυλωνάδες φορούσαν πουκάμισα με μακριά και φαρδιά μανίκια. Και όταν έβαζαν στο σακί το κουβέλι για να πάρουν το δικαίωμά τους (ξάι) το έχωναν τόσο βαθιά, ώστε με κατάλληλο τρόπο να μπει αλεύρι και στο φαρδομάνικο, για να ωφεληθούν περισσότερο.
Οι νερόμυλοι της Ηπείρου




Τα μνημεία της προβιομηχανικής Ηπείρου αποτελούν μία σημαντική μαρτυρία της ντόπιας κοινωνικής, οικονομικής ζωής, αλλά και της λαϊκής αρχιτεκτονικής, που αναπτύχθηκε γύρω από το νερό. Πρόκειται για μνημεία πολιτισμού και τεχνολογίας. Οι ποταμοί της Ηπείρου με τα άφθονα νερά τους και οι παραπόταμοι αυτών ευνόησαν τη δημιουργία νερόμυλων, οι οποίοι συνδέονται με την ιστορία, την κοινωνία και την οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων. Μάλιστα, οι μυλωνάδες, την εποχή που το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες, έδιναν χρήματα για τη συντήρηση των πέτρινων γεφυριών, που παρείχαν πρόσβαση στους μύλους τους. Στο Κεντρικό Ζαγόρι, το γεφύρι του Κόκκορη, πήρε το όνομα του μυλωνά, που το συντηρούσε. Στους Κήπους υπάρχει το γεφύρι του Μύλου, γιατί δίπλα υπήρχαν νερόμυλοι, ενώ το τρίτοξο γεφύρι της περιοχής, γνωστό ως Καλογερικό, αρχικά ήταν ξύλινο και είχε κατασκευαστεί από μυλωνάδες, για να υπάρχει πρόσβαση των κατοίκων στις μυλόπετρες.





ΠΗΓΗ http://ecododonea.blogspot.gr/2016/07/blog-post_15.html

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *