Μόλις μαλάκωνε ο καιρός με τις καλές στρωτές βροχάδες, Νοέμβρη μήνα, μαλάκωναν και τα βαντάκια* κι οι νοικοκυραίοι τα ξεκρέμαγαν απ’ τα ταβάνια των σπιτιών ότι οι πλιότεροι αποθήκες και τέτοιες προκοπές δεν είχανε. Αδ’ εκεί ο καπνός, αδ’ εκεί γιομάτιζαν, αδ’ εκεί τα γιατάκια τους. Λίγοι είχανε καταντιές ν’ αποθηκεύουνε σωστά και μ’ ασφάλεια τα καπνά και τα επίλοιπα γεννήματα και νάχουνε καθαρό το σπίτι τους να φάνε και να κοιμηθούνε σαν άνθρωποι.
Αφού είχανε πάρει στη λιάστρα τον ήλιο τους οι αρμάθες, τις έκαναν βαντάκια για να πάρουν και χρώμα απ’ την έξω τους μεριά ίσαμε τέλη Αυγούστου- αρχές Σεπτέμβρη, που μετά τα κρέμαγαν στα ταβάνια να πάρουνε και το επίλοιπο λίγο χρώμα που τους έλειπε, μα να φυλάγονται κιόλας απ’ τους αέρηδες, που αν τα έβρισκαν ξερά, καμιά φορά, τάτριβαν και τάκαναν σκόνη κι έμεναν μόνο τα κοτσάνια τους.
Με τις πρώτες βροχάδες του Νοέμβρη κατέβαζαν οι νοικοκυραίοι τα βαντάκια με τη σειρά και τ’ άνοιγαν να τα καθαροδιαλέξουν φύλλο-φύλλο, φυλλάρισμα τόλεγαν, κι απέ μια- μια αρμάθα τις πόστιαζαν σε μια άκρα ενού δωματίου κι έκαναν να πούμε το στρώσιμο του καπνού. Έτσι στρωμένο άφηναν τον καπνό κάμποσο καιρό κι απέ τονε συσκεύαζαν σε δέματα από λινάτσες-τσόλια τάλεγαν- και καρτέραγαν τους καπνέμπορους να φτάσουν, να τα ζυγιάσουν και να τα πάρουν.
Οι μερακλήδες νοικοκυραίοι κράταγαν και κάμποσες διαλεχτές αρμάδες, νάχουν καπνό να φουμέρνουν χρονικοίς. Έκοβαν τον καπνό τους σ’ έναν τάκο που είχαν με καλά τροχισμένο μαχαίρι και τράβαγαν μέσα τους βαθιά με πάθος και μεράκι τ’ αναμμένο στριφτό τσιγάρο κι απέ έβγαναν καπνό απ’ το στόματά τους κι’ απ’ τις μύτες τους. Παναγία βόηθα, έλεε μια θεια, μπαίν’ ου διάουλους μέσα τ’ς κι ματαβγαίν’, Παναγία βόηθα-Παναγία βόηθα, ματάλεε και σταυροκοπιόταν.
Πάαινε πάσα μέρα κι ένας γέροντας συνταξιούχος έμπορας, ο Χαρίλαος και κάθονταν εκεί σε μια άκρα του δωμάτιου στην καρέκλα του και ξόμπλιαζε ζωντανούς και πεθαμένους, χασομέραε και τη νοικοκυρά ότι της χάλευε καφέ ολοένα κι έλεε και σοφίες για τ’ αρχαία χρόνια κι ακόμα παραπίσω κι έσωνε ως τους μύθους· τα μπέρδευε κιόλας καμιά φορά-ποιος ήξερε να τονε διορθώσει;
– Να πάρ’ ου διάουλους μι τούτου τουν καταραμένου σπόρου-εννοώντας το σπόρο του καπνού-, είπε μια μέρα ο νοικοκύρης, καθώς πήε να πέσει σκοντάφτοντας απάνω στα λυμένα βαντάκια.
– Αυτόν το σπόρο πρέπει να τονε προσκυνάμε κι όχι να τονε διαολοστέλνουμε, παρατήρησε με ύφος δάσκαλου ο Χαρίλαος το νοικοκύρη για την αντίδρασή του. Αυτός ο σπόρος, συνέχισε, για να φτάσει ως εδώ έπρεπε να φτάσει στην Αμερική
– Ο Χριστόφορος Κολόμβος, πετάχτηκε ο μικρός γιος του νοικοκύρη.
– Εσύ, άμα κουβεντιάζουν οι μεγάλοι, να μη μιλάς, είπε αυστηρά κι ενοχλημένος ο Χαρίλαος.
– Κάτ’ ξέρουμι κι ιμείς Χαρίλαϊ, είπε ο νοικοκύρης στον γέρο έμπορο, καμαρώνοντας για το γιο του, μα ν’ απαλύνει και την κατάσταση και να συνεχιστεί κι η κουβέντα και να περνάει ευκολότερα η ώρα της δουλειάς με τις φλυαρίες του Χαρίλαου.
Ηρέμησε κι ο Χαρίλαος και πήγε να συνεχίσει
– Ο Κολόμβος ήτανε τετραπέρατος, αφού, βάλετε με νου σας, κατάφερε τους βασιλιάδες της Ισπανίας να του δώσουν στόλο να κάμει εξερευνήσεις στον άγνωστο κόσμο.
– Ο Φερδινάνδος κι η Ισαβέλλα του έδωσαν τρεις καραβέλες, πετάχτηκε πάλι ο μικρός
– Τέλος πάντων, πολλά χρόνια πίσω, δε θυμάμαι ακριβώς, είπε ο Χαρίλαος
– Το 1492, ξαναμπήκε πάλι στη μύτη του Χαρίλαου ο μικρός
– Άσι του Χαρίλαου να μας πει και βόηθα να ζευγαρώσουμι τ’ς αρμάθις, είπε του γιου του ο νοικοκύρης, μη σηκωθεί και φύγει θυμωμένος ο Χαρίλαος
Ο Χαρίλαος που έβραζε απ’ το γινάτι του, ότι ο μικρός τούβανε τα γυαλιά σε κάθε κουβέντα του, ικανοποιήθηκε, απ’ την παρατήρηση του νοικοκύρη στο μικρό του προπέτη.
– Το λοιπόν, ο Κολόμβος, διαβολεμένο μυαλό, κίνησε να πάει ταξίδι στις Ινδίες και θέλησε να συντομεύσει το δρόμο, να φτάσει ευκολότερα, έτσι δεν είναι; Ρώτησε πονηρά το μικρό ο Χαρίλαος, σίγουρος τώρα πως θα τον έπιανε αδιάβαστο.
– Όχι δεν είναι έτσι. Ο Κολόμβος όταν κίνησε στις 3 Αυγούστου στα 1492 από την Ισπανία- ένα λιμάνι σιμά στη Σεβίλλη, το Πάλος, ήξερε πως η γη είναι στρογγυλή σα σφαίρα κι κίνησε να πάει δυτικά γιατί νόμιζε πως ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία ήτανε όλο Ωκεανός. Μετά από εβδομήντα μία μέρες ταξίδι έφτασε σ’ ένα νησί που το ονόμασε Άγιο Σωτήρα -Σαν Σαλβαντόρ στα Ισπανικά- κι επειδή νόμισε πως είχε φτάσει στις Ινδίες τους ντόπιους τους ονόμασε Ινδιάνους. Όμως κατάλαβε γλήγορα ότι δεν ήτανε στις Ινδίες, αλλά σε νέες χώρες που αργότερα τις είπανε Αμερική.
– Που τάμαθις αυτά πιδί μ, ρώτησε όλο απορία και θαμασμό συνάμα ο νοικοκύρης το γιο του.
– Σε μία εγκυκλοπαίδεια που μας διάβασε ο δάσκαλος. Όσα πρόλαβα τάγραψα στο τετράδιό μου, είπε μ’ ενθουσιασμό ο μικρός, να το φέρω;
– Όχ’ τώρα έχουμι δ’λειά, του είπε ο πατέρας του.
– Καλύτερα νάρχουμε να μαθαίνω, παρά να τ’ αποπαίρνω το παιδί, είπε ο Χαρίλαος και γυρνώντας στο μικρό του είπε, συμπάθαμε παιδί μου, εμείς οι γερόντοι τόχουμε και λίγο χαμένο. Θα κάθουμε να σ’ ακουρμένομαι γιατί μπροστά στον καλό το μαθητή ο ψευτοδάσκαλος σαν εμέ δε χτουράει*.
Έφυγε ο Χαρίλαος αφού πήρε το πρώτο μάθημα απ’ το μικρό. Οι νοικοκυραίοι με το μικρό γιο τους έμειναν πίσω χαρούμενοι, ότι όσες μέρες θα έκαναν να φυλλάρουν μία-μία τις αρμάθες του καπνού και να τις στρώσουν, θα είχανε να λένε για το ταξίδι του Κολόμβου και πως έφτασε ο σπόρος του καπνού στην Ελλάδα και στο Ξηρόμερο.
Ο Χαρίλαος ήταν απίκο πάσα μέρα την ώρα που σχόλαε ο μικρός απ’ το σχολιό, μη χάσει ούτε μια λεπτομέρεια απ’ τις διήγησές του.
Εξόν από κείνα που είχε γράψει βιαστικά στο τετράδιό του, φόντε άκουε την ανάγνωση της εγκυκλοπαίδειας απ’ το δάσκαλο για τον Κολόμβο, ο μικρός έβανε στις διήγησές του και φαντασίες του, όπως του φαίνονταν πως ξεδιάλυνε καλύτερα τις ασάφειες που συναντούσε στα γραφόμενά του, να μπορούνε κι οι γονιοί του που δεν κάτεχαν γράμματα να καταλάβουν. Κάθε βράδυ έπαιρνε σιμά του τη λάμπα κι έγραφε απ’ αρχής στο τετράδιό του το κομμάτι της ιστορίας που διηγήθηκε τη μέρα που τέλεψε κι έτσι μετά από λίγες μέρες είχε ξαναγράφει όλη την ιστορία για το σπόρο του καπνού απ’ τον καιρό του Κολόμβου ίσαμε τα χρόνια του εικοστού αιώνα, όπως ταίριαζε καλύτερα στο νου και στην καρδιά του.
Ο μικρός, χρόνο το χρόνο, σκάλωνε μαζί με τ’ άλλα τα παιδιά τη μια μετά την άλλη τις τάξες του σχολείου κι άρχισε να καταλαβαίνει ότι τα σερνικά σαν αρχίζουν να μεγαλώνουν και θέλουν να μυρίζουν άντρες αρχίζουν σιγά-σιγά και φουμέρνουν, στην αρχή κρυφά, ότι ήταν άπρεπο κι ανήθικο, στριφτά τσιγάρα, ότι δεν ύπαρχε ούτε χαρτζιλίκι κι ύστερα με τον καιρό αγόραζαν απ’ τους περιπτεράδες πακέτο με έτοιμα τσιγάρα. Τα κορίτσια τότε δεν κάπνιζαν, ούτε οι μεγάλες γυναίκες, εξόν απ’ τις γύφτισσες που φούμερναν σαν άντρες κι ακόμα πιο μερακλήδικα· ήτανε και μια γριά στη γειτονιά που έβανε φύλα καπνό στη μύτη της και φχαριστώντανε.
Οι παπάδες έλεγαν για το τσιγάρο πως είναι το θυμίαμα του διαβόλου, μα φούμερναν και πολλοί από δαύτους. Κι οι γιατροί που έλεγαν ότι το κάπνισμα βλάπτει τα αγγεία, το πλεμόνι και την καρδιά, κάπνιζαν κι αυτοί άκοπα. Δάσκαλοι και καθηγητές φούμερναν κι αυτοί, ένα φουγάρο ο κόσμος.
Με τον καιρό γυναίκες – άντρες καπνίζανε, ότι έτσι ήτανε τάχα ο πολιτισμός-ήτανε μαγκιά να καπνίζεις. Κορίτσια – αγόρια παραδόθηκαν σ’ αυτή τη μαγκιά κι ο μικρός που πήρε και μεγάλωνε δεν μπορούσε παρά ν’ ακολουθήσει τον πολιτισμό του φουμαδόρου, στην αρχή κρυφά κι ύστερα φανερά κι αυτός.
Καθώς τα χρόνια βιάζονται και διαβαίνουν, ο μικρός πούχε γίνει πια άντρας είδε κι απόειδε ότι σα φουμαδόρος μάγκας απέτυχε κι έκοψε το περίσσιο έξοδο για τα πακέτα π’ αγόραζε καθημερνά κι έδιωξε και τη μυρωδιά από πάνω του κι απέφευγε τα φιλιά των κοριτσιών που μύριζαν τσιγάρο.
Μια μέρα καθαριότητας στο σπίτι στο χωριό, ψάχνοντας τα πράγματά του, βρήκε εκείνο το τετράδιο που στα μικράτα του είχε γράψει την ιστορία με του Κολόμβου την περιπέτεια στην Κεντρική Αμερική και το πήρε στα χέρια του και βουβός μπήκε σε ταξίδι στα πίσω χρόνια, τότε που έστρωναν τις αρμάθες του καπνού πάσα Νοέμβρη και θυμήθηκε και το γέρο έμπορα το Χαρίλαο κι ανάστησε και τους δικούς του. Άρχισε να διαβάζει κι ένιωσε πάλε εννιά χρονώ και κάθε τόσο τράβαγε τ’ ανάποδο της παλάμης του να μάσει τα δάκρυα που δεν έλεγαν να σταματήσουν και δεν άφησε το τετράδιο απ’ τα χέρια του παρά σαν έφτασε στο τέλος εκείνης της γραφής, που τέλεψαν και τα δάκρυα.
Έπιασε και διόρθωσε τα μικρολάθη της γραφής του σ’ εκείνο το πρόχειρο τετράδιο της τετάρτης του δημοτικού και συνάμα αναπαράστησε εκείνες τις κουβέντες που έκανε με τον πατέρα του και το Χαρίλαο και τη μάνα του να σωπαίνει και ν’ ακούει.
«Εκεί, στην άκρα του Ατλαντικού, στην Καραϊβική θάλασσα στα νησιά των Αντιλλών, στις Μπαχάμες, στην Κούβα και σ’ άλλα μικρότερα νησιά που τα ονόμασαν και Δυτικές Ινδίες, οι άνδρες του Κολόμβου πρόσεξαν μια παράξενη συνήθεια των ντόπιων που έκαιγαν φύλλα μιανού άγριου φυτού, που πρώτη τους φορά έβλεπαν και τραβούσαν με την ανάσα τους τον καπνό απ’ τα φύλλα που καίγονταν και τον ξανάβγαζαν απ’ τα στόματά τους κι απ’ τις μύτες τους· κάποιοι άλλοι αυτά τα φύλλα τα μασούσαν- φαίνονταν να παίρνουν πολλή απόλαυση.

οι τρεις καραβέλες του Κολόμβου 1492
Σα μπήκε η νέα χρονιά 1493, η αρμάδα του Κολόμβου είχε μείνει με μια καραβέλα, ότι η Santa Maria(Σάντα Μαρία) που κυβερνούσε ο ίδιος είχε καταστραφεί και η Pinta(Πίντα) που κυβερνούσε ο Μαρτίν Αλόνθο Πινθόν είχε φύγει απ’ τις διαταγές του Κολόμβου, μετά από σοβαρές και έντονες διαφωνίες τους για την οργάνωση των εξερευνήσεων. Έτσι όλο το τσούρμο, στις 4 Γενάρη, επιβιβάστηκε στη στην καραβέλα Nina(Νίνια) του Βιθέντε Γιάνιες Πινθόν(αδερφού του Μαρτίν Αλόνθο, που είχε ξεκόψει) και μετά από 55 μέρες θαλασσοπορία και φουρτούνες ζύγωσαν την Ευρώπη στο λιμάνι της Λισσαβώνας και μετά, πλέοντας νότια και παράκτια, επέστρεψαν στις 15 Μάρτη στο λιμάνι του Πάλος στην Ισπανία, απ’ όπου είχαν κινήσει το ταξίδι τους στις 3 Αυγούστου του 1452.
Ο Φερδινάνδος κι η Ισαβέλλα στα τέλη Απριλίου δέχτηκαν στη Βαρκελώνη με τιμές το μεγάλο θαλασσοπόρο και έμειναν έκπληκτοι από τις περιγραφές και τις διήγησες για το ταξίδι του στην Καραϊβική, αλλά κι από το χρυσό, τους πολύτιμους λίθους και τα άλλα δείγματα πλούτου που είχε φέρει μαζί του ο Κολόμβος απ’ τις νέες κτήσεις της Ισπανίας.
Μαζί με τις αποσκευές τους οι άντρες του Κολόμβου έφεραν στην Ισπανία και φύλλα από το φυτό που έκαιγαν κι απολάμβαναν με την εισπνοή τους οι ντόπιοι στα νησιά της Καραϊβικής. Τα φύλλα και το φυτό αυτό, αρκετά χρόνια αργότερα ο μεγάλος Σουηδός φυσιοδίφης Karl Linne{Κάρολος Λινναίος- γιατρός, βοτανολόγος, ζωολόγος (1707-1778)}, ονόμασε tabacco (ταμπάκο), από το νησί των Αντιλλών με το ίδιο όνομα.
Με τον καπνό έφτασαν στην Ευρώπη και περιγραφές για τη χρήση του σε θεραπείες και σε θρησκευτικές τελετές και μεγάλωναν την περιέργεια των Ευρωπαίων, αλλά αρχικά δίσταζαν ή και φοβόταν να τον καταναλώσουν-λίγοι δοκίμασαν.
Ο πρώτος που έκανε εισαγωγή κι εμπορία καπνού ήταν ένας ναύτης του Κολόμβου ο Rodrigo(Ροδρίγκο), αλλά κάποια στιγμή οι Ισπανικές αρχές τονε συνέλαβαν και τονε φυλάκισαν, ότι τονε πέρασαν για μάγο που είχανε μπει μέσα του δαιμόνια, επειδή, είπανε, τον είδανε που έβγανε καπνό απ’ το στόμα κι απ’ τη μύτη του.
Το φυτό καπνός πτωτοκαλλιεργήθηκε το 16ο αιώνα από το Sir Walter Raleigh(Σερ Ουόλτερ Ράλεϊ), σε μια περιοχή της Αμερικής που ονόμασε Virginia προς τιμή της Βασίλισσας της Αγγλίας-αυτό δεν το ξεχνάω γιατί έχω μια θείτσα που τη λένε Βιργινία-. Λίγο μετά ο καπνός καλλιεργήθηκε και στην Ευρώπη, με πρώτες χώρες την Ισπανία και την Πορτογαλία. Σιγά-σιγά, μετά την Ιβηρική Χερσόνησο, η καπνοκαλλιέργεια διαδόθηκε σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης.

Βαντάκια στη λιάστρα πριν μεταφερθούν για κρέμασμα σε ταβάνι
Το χρήμα που έρρεε, αλλά κι επειδή η χρήση του καπνού ήταν μεγάλη απόλαυση για τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις παραμέρισαν τις αντιλήψεις για θαυματουργικές ή δαιμονικές ιδιότητες του καπνού.
Στην Αγγλία ο συνωστισμός στα smoking parties (συναντήσεις καπνίσματος), όπου οι νέοι της εποχής μάθαιναν την απόλαυση του καπνίσματος έγινε κάτι παραπάνω από μόδα, άγγιζε τα όρια της υστερίας.
Η θρησκεία κι όσοι υποστήριζαν τις μέχρι τότε αντιλήψεις περί ηθικής πολέμησαν τη νέα «τρέλα» των Ευρωπαίων για το κάπνισμα, που σιγά-σιγά έπαιρνε διαστάσεις μαζικής παράκρουσης. Στήθηκε τότε «ιερός» πόλεμος εναντίων του καπνίσματος και των καπνιστών. Ο Πάπας αφόριζε τους καπνιστές, στη Ρωσία τους ράβδιζαν και τους έκοβαν τη μύτη, στην Περσία τους έκοβαν τα χείλη και εδώ στα μέρη μας που τότε ανήκαμε στην Οθωμανική αυτοκρατορία τους απαγχόνιζαν στην κρεμάλα.
Όμως με τα χρόνια ο καπνός διαδόθηκε τόσο που το κάπνισμα έφτασε να θεωρείται στοιχείο αναγνώρισης και κοινωνικής καταξίωσης σ’ όλη την Οικουμένη.
Στην Οθωμανική αυτοκρατορία η απαγόρευση κράτησε ως τα 1687, που ο Σουλεϊμάν ο Β’ κατάλαβε τη μεγάλη οικονομική σημασία του καπνού για την αυτοκρατορία του -τ’ άρεσε κι αυτουνού να φουμέρνει- κι άφησε ελεύθερη τη διάδοση του καπνίσματος και στη συνέχεια την καλλιέργεια και το εμπόριο του καπνού κι έβαλε φόρους για να εισπράττει παράδες το κράτος και το Σαράι.
Οι δαιμόνιοι Αρμένιοι, Έλληνες κι Εβραίοι διέδωσαν ταχύτατα την καλλιέργεια, την επεξεργασία και το εμπόριο του καπνού. Μαύρη Θάλασσα, Μικρά Ασία, Θράκη και Μακεδονία άρχισαν να καλλιεργούν καπνό. Τα λιμάνια της Πόλης, της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης έγιναν κέντρα εξαγωγικού καπνεμπορίου.
Καπνά που καλλιεργούνταν στο Ζαπάντι[πλάι στο Βραχώρι(Αγρίνιο)] ήταν στην αποκλειστική διάθεση της Σουλτάν Βαλιδέ(της μάνας του Σουλτάνου) για το τρατάρισμα των υψηλών καλεσμένων της-μάλλον φούμερνε κι η ίδια-, ότι ήτανε της καλύτερης ποιότητας.
Όμως ο καπνός στην Αιτωλοακαρνανία άργησε να καλλιεργηθεί συστηματικά. Είχε δημιουργηθεί το Νεοελληνικό κράτος, όταν άρχισαν οι πρώτες οργανωμένες καπνοκαλλιέργειες στο Νομό κάπου μεταξύ 1860 και 1870, αρχικά στην περιοχή του Αγρινίου κι αργότερα στο Ξηρόμερο και σε κάποια άλλα μέρη. Οι πρώτες ποικιλίες καπνού στην Αιτωλοακαρνανία ήταν τα μυρωδάτα Αγρινίου που εξάγονταν και τα δικά μας τσεμπέλια που προορίζονται για την εσωτερική κατανάλωση. Αργότερα ήρθε η ποικιλία του μπασμά κι αρκετά αργότερα τα καπνά μπέρλεϋ.
Η εμπορία του καπνού άρχισε να φορολογείται από το Ελληνικό κράτος το έτος 1883. Ο φόρος καπνού αποτελούσε μια πολύ σημαντική πηγή και για τα δημόσια έσοδα μιας κι η καπνοκαλλιέργεια συνέχεια εξαπλώνονταν. Μετά τους πολέμους 1912-13, με την προσθήκη της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης ο καπνός γίνεται σπουδαίος ρυθμιστικός παράγοντας για την Ελληνική οικονομία.
Έτσι δημιουργήθηκε η καπνοβιομηχανία που γνώρισε ακμή για πολλές δεκαετίες και έστρεψε στην καπνοκαλλιέργεια πολλούς αγροτικούς πληθυσμούς και δημιούργησε πολλούς καπνεργάτες στις πόλεις.
Στην Αιτωλοακαρνανία και στο Αγρίνιο δύο παράγοντες συντέλεσαν στην αλματώδη ανάπτυξη της καπνικής οικονομίας. Η λειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής Αγρινίου – Κρυονερίου που μετέφερε τα καπνά στην Πάτρα μέσω του φέρι της Καλυδώνας, αλλά κι ο ερχομός των προσφύγων Μικρασιατών που η περσότεροι γνώριζαν την τέχνη του καπνού και ως καλλιέργεια και ως επεξεργασία. Πολλά καπνομάγαζα λειτούργησαν στο Αγρίνιο με κυριότερα των Αδερφών Παπαστράτου, των Αδερφών Παπαπέτρου (με καταγωγή απ’ τη Μαχαλά), των Αδερφών Παπαγόπουλου, του Οδ. Ηλιού “GENERALE”, του Κόκκαλη(με καταγωγή απ’ την Παπαδάτου), του Καμποσιώρα. Εκείνη την εποχή οι καπνεργάτες του Αγρινίου αποτελούσαν το 1/3 των μελών της ΓΣΕΕ.
Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1920 αρχίζουν η μια μετά την άλλη οι καπνικές κρίσεις κι επηρεάζουν και την Αιτωλοακαρνανία (και επομένως το Ξηρόμερο) και οι τιμές του καπνού καθηλώνονται. Φθάνουμε στα 1929, χρονιά της Παγκόσμιας οικονομικής κρίσης όταν οι τιμές του καπνού καταρρέουν διεθνώς. Τα χρόνια περνάνε δύσκολα, έρχεται η Μεταξική δικτατορία και ακολούθησε ο πόλεμος του ’40. Όλη η χρονική περίοδος του μεσοπόλεμου(1922-1940) χαρακτηρίζεται απ’ το ΚΑΠΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ, που κυριάρχησε στη δημόσια ζωή της Ελλάδας.»
– Τα ξέρουμι απού δω κι πέρα πιδί μ’, τα φόρισαμι κι ακόμα τα φουρούμι, είπε ο νοικοκύρης, ο πατέρας του μικρού, καθώς θυμήθηκε τα μικρά τα του, γεννημένος το ’22.
– Άστο το παιδί να μας πει, να ιδούμε πως τάχουνε γραμμένα και πως τάζουμε ζήσει, είπε ο γεροέμπορας ο Χαρίλαος.
– Άλλ’ μέρα θα μας πει όσα δεν πρόκανι ως ιδώ, είπε ο νοικοκύρης και γύρισε στο γιο του και τον ρώτησε, είναι πολλά ακόμα πιδί μ’ ;
– Λίγα είν’ ακόμα, είπε ο μικρός λυπημένος που η ιστορία, όπως την είχε ακούσει απ’ τ’ ανάγνωσμα του δάσκαλου κι όπως την είχανε πλάσει οι φαντασίες του, τέλειωνε.
– Αύριου θα μας πεις τα επίλοιπα κι ιγώ μι του Χαρίλαου π’ τάχουμι ζήσ’ απ’ τ’ καλή κι απ’ τ’ ανάποτ’ θα συμπληρώνουμι, να κάτσεις μιτά να τα ματαγράψ’ς μ’ ακρίβεια, συμβούλεψε το μικρό ο πατέρας του.
Ο μικρός έστερξε και συνέχισε τη διήγησή του την άλλη μέρα.
«Για τον καιρό που ήταν πόλεμοι δεν μας είπε ο δάσκαλος· είχε σταματήσει το ’40 και μετά πήγε απότομα στο ’50.
Τη μεταπολεμική περίοδο έπρεπε πάλε ο καπνός να σώσει τον κόσμο απ’ τη φτώχεια, έπρεπε να παίξει και τον εθνικό του ρόλο στην οικονομία.
Μέσα στην κρίση της Ελληνικής κοινωνίας είχε δημιουργηθεί, με πρωτοβουλίες που πήρε ένας συνεταιριστής, ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής και με τη συμμετοχή των ενώσεων συνεταιριστών κύρια της Βόρειας Ελλάδας μια Ανώνυμη Εταιρεία, η Σ.Ε.Κ.Ε.(Συνεταιριστική Ένωση Καπνοπαραγωγών Ελλάδος) για την μεταποίηση του καπνού και για τη διεθνή και ντόπια εμπορία του, που έδωσε νέα ελπίδα στους καπνοπαραγωγούς της χώρας.»
– Του Μπαλτατζή τουν έκαμι μιτά υπουργό ου Παπαντρέου, είπι ο νοικοκύρης
– Αυτός ο διάολος είναι; πετάχτηκε ο Χαρίλαος, που συμπάθαε τους συνταγματάρχες που κυβέρναγαν τότε.
– Τέλους πάντουν, είπε ο νοικοκύρης, μην ακουστεί η συζήτηση, ότι το σπίτι ήταν πλάι στη δημοσιά κι οι χωροφυλάκοι βολτάριζαν απ’ έξω πέρα-δώθε.
– Να πω; Ρώτησε ο μικρός
– Πες, τον προέτρεψε ο έμπορος
«Το 1950 το κράτος ίδρυσε τον Α.Ο.Κ. (Αυτόνομος Οργανισμό Καπνού), που λίγο αργότερα μετονομάστηκε από Αυτόνομος σε Εθνικό δηλαδή Ε.Ο.Κ. για καλύτερο συντονισμό της Πολιτείας και της κυβερνητικής πολιτικής για τον καπνό, γιατί οι εφορίες καπνού μόνο το φόρο καπνού υπολόγιζαν και εισέπρατταν για λογαριασμό του κράτους.»
– Ου Ι.Ο.Κ., τουνι ξέρουμι, είπε ο νοικοκύρης
– Μέχρι εδώ λέει η εγκυκλοπαίδεια, τ’ άλλα τα ξέρουν οι γονείς σας, μας είπε ο δάσκαλος, είπε ο μικρός σαν απόσωσε όσα είχε μάθει για τον καπνό απ’ τον καιρό του Κολόμβου ίσαμε τότε.
– Καλά σας είπι ου δάσκαλους, τα επίλοιπα θα τα πούμε μαζί ιδώ, καθώς θα αξαίν’ς, θα βουηθάει κι ου Χαρίλαους που κατ’ παραπάν’ ξέρ’, είπε του γιού του ο νοικοκύρης.
Ένα βράδυ ο νοικοκύρης πλάι στη φωτιά του τζακιού άρχισε να διηγιέται στο γιό του κι ο μικρός άρχισε να γράφει.
«Το συλλαλητήριο γένηκε στη Σφήνα(Κυψέλη τη λένε τώρα) απ’ τους αγρότες της περιοχής {Μαχαλιώτες, Λεπενιώτες, Σφηνιώτες, λίγοι απ’ τα Όχτια (Όχθια) και κάποιοι άλλοι απ’ αλλού} για τις τιμές του καπνού. Τότες πάει από σφαίρα χωροφύλακα ένας νέος απ’ τη Λεπενού, ο Μήτσος ο Βλάχος. Παραπέρα σ’ άλλη μεριά μια σφαίρα βρήκε ένα λιανόπαιδο στ’ αστήθι, αλλά σώθηκε· ο Στάθης ο Μπίλιος ήτανε του Σταύρου απ’ το χωριό μας(Μαχαλά). Ήτανε Σεπτέμβρης, 8 του μήνα στα 1962.

Πρωτοσέλιδο της Εφημερίδας Μακεδονία(Θεσσαλονίκη) για το συλλαλητήριο των καπνοπαραγωγών στη Σφήνα Αιτωλ/νίας στις 8/9/1962
Άμα δε γένονταν το συλλαλητήριο κι ίσως αν θα χάνονταν κι ο Βλάχος, ούτε ο ΕΟΚ, ούτε η κυβέρνηση(η ΕΡΕ του Καραμανλή κυβέρναγε τότε) θα γνοιάζονταν για τη φτωχή αγροτιά των καπνοπαραγωγών. Ζητάγαμε αύξηση λίγα λεπτά και μας έλεγαν πως δεν υπάρχουν περιθώρια για αυξήσεις – η κυβέρνηση, όπως ολοένα, ήτανε με τους Βιομήχανους- · μετά το σκοτωμό του Βλάχου τα περιθώρια για αύξηση βρέθηκαν και με το παραπάνω, μας έδωσαν ένα δίφραγκο αύξηση το κιλό, έγιναν τιμές ασφαλείας κι ο ΕΟΚ έβγαινε κι αυτός στην αγορά, για να μη μας κάνουν ότι θέλουν οι Βιομήχανοι με τους μεσητάδες τους. Η εγκυκλοπαίδεια π’ σας διάβασε ο δάσκαλος δεν τα λέει και τόσο καθαρά για τον ΕΟΚ και την κυβερνητική πολιτική.»
Η γραφή για τον καπνό τέλεψε εκεί.
Ένα απόγλυκο σύγνεφο τον παίρνει πέρα σε στράτες και μονοπάτια, σε χωράφια οργωμένα ή φυτεμένα, σε λιάστρες και σωρούς με καπνό, σε βαντάκια και σ’ αρμάθες που φυλλάρονται για στρώσιμο, σε γενιές κι εικόνες, σε περίστασες πικρές και προσδοκίες που σφράγισαν την ιστορία, που πια δεν υπάρχουν παρά μόνο σε κάποιες καρδιές. Καθώς μεσ’ στη βιοπάλη συναντιούνται η χίμαιρα και τ’ όνειρο, καθώς μέσ’ στις αγάπες αγκαλιάζονται οι ανάμνησες και το τώρα, απ’ το μικρό παλιό ραδιόφωνο π’ αντέχει ακόμα, η Μπέλλου σκορπάει πικρόγλυκα ένα τραγούδι του Καλδάρα,
«‘Είμαι τσιγάρο λαϊκό κι εσύ γουστάρεις άσσο…»
*Βαντάκι=δέσμη από 6-7 αρμάθες καπνού, που οι δυο άκρες τους σμίγουν έτσι ώστε τα κοτσάνια να είναι προς τα μέσα και οι άκρες(απολήξεις) των φύλλων προς τα έξω.
*Χτουράει(χ’τράει)= φρουράει (έκπτωση απ’ το φ στο χ)

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *