Νοστάλγησα μανούλα μου να πάω στο χωριό μας
και βρέθηκα ένα σούρουπο, έξω απ’ το φτωχικό μας.
Βλέπω το κλήμα στην αυλή, χλωμό και μαραμένο,
το τζάκι μας χωρίς καπνό και μισογκρεμισμένο.
Η πόρτα τρίζει και βροντά, λές και μ’ αναγνωρίζει
κι όλοκληρο το σπιτικό, απ’τη χαρά ραγίζει….
Εδώ ακούγονταν φωνές, γέλια και φασαρία,
τώρα αράχνες κατοικούν, σκόνη και ηρεμία.
Σ’ ένα σκαμνάκι κάθισα που μου ‘φτιαξες πατέρα,
σαν έργο τέχνης έμοιαζε!… θυμάμαι αυτή τη μέρα.
Με πήρε το παράπονο, άρχισα να δακρύζω
κ’ εκεί που το ‘παιζα σκληρή, νιώθω ότι λυγίζω!
Νομίζω όλα με κοιτούν, το κάθε τι ρωτάει:
-Αυτοί που ζούσανε εδώ, τώρα που έχουν πάει?
Απάντηση γυρεύουνε μα ποιος να τους την δώσει,
οι αναμνήσεις μαχαιριές που μ’ έχουνε σκοτώσει.
Για σένα μάνα με ρωτούν αν θα ξαναγυρίσεις,
σε περιμένει στην αυλή, το κλήμα να ποτίσεις… !!
Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη

Από xiromeropress