Σήμερα θα θυμηθούμε πολύ αγαπημένες ελληνικές σειρές ΚΑΙ εκπομπές της ΕΡΤ με τις οποίες μεγαλώσαμε,οι πιο πολλές από αυτές έκαν ρεκόρ τηλεθέασης αφού την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν τα ιδιωτικά κανάλια,το ταξίδι ξεκινάει με την σειρά ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ με τον “κυρ Γιώργη” Διονύση Παπαγιαννόπουλο και παρουσιαστές αρχικά τον Βαγγέλη Βουλγαρίδη και στη συνέχεια τη χυμώδη Ισμήνη Καλέση !

Οποιαδήποτε αναφορά στο ασπρόμαυρο «Λούνα Παρκ» των παιδικών αναμνήσεων της εγχώριας τηλεόρασης συνδέεται αυτομάτως με τον ρόλο που σφράγισε τη δική του ιστορία και τη μνήμη του φιλοθεάμονος και δεν είναι άλλος από τον κυρ Γιώργη του Διονύση Παπαγιαννόπουλου.
Ρόλος που αντανακλούσε τα πιο χαρακτηριστικά λαϊκά στερεότυπα του συντηρητικού νοικοκύρη, ο οποίος δεν χαρίζει κάστανα σε
κανέναν, δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του και κυρίως διαθέτει την τετράγωνη λογική της «λαϊκής σοφίας». Μια πρόσμειξη των πιο χαρακτηριστικών ρόλων των παραδοσιακών νοικοκυραίων του λαϊκού ελληνικού σινεμά, στους οποίους είχε και ο ίδιος ο Παπαγιαννόπουλος διακριθεί και που μετά το «Λούνα Παρκ», μετέφερε αυτούσιο σε σειρά κινηματογραφικών ταινιών, χωρίς ωστόσο την επιτυχία της τηλεοπτικής του εκδοχής.
Η σειρά ήταν δημιουργία ενός μαέστρου των κινηματογραφικών λαϊκών μιούζικαλ, του Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος είχε αποφύγει με διάφορα προσχήματα να κάνει τηλεόραση στην εποχή της χούντας, αλλά έσπευσε να μεταφέρει στην ΕΙΡΤ του διοικητικού διδύμου Χορν-Μπακογιάννη ένα κόνσεπτ εκπομπής που είχε δει στην αυστριακή τηλεόραση, απευθυνόταν σε ολόκληρη την οικογένεια και είχε μεγάλη λαϊκή απήχηση.
Την ίδια ακριβώς πέτυχε και η ελληνική μεταφορά του με αποτέλεσμα τα βράδια της Πέμπτης να αντιλαλούν στις γειτονιές το μουσικό θέμα της εκπομπής, που είχε την υπογραφή του Μίμη Πλέσσα (είχε πρωτακουστεί στο μιούζικαλ «Οι θαλασσιές οι χάντρες»), και η χαρακτηριστική, πάντα βαριά και ελαφρώς θυμωμένη φωνή του κυρ Γιώργη.
Σε ένα σκηνικό με την υπογραφή του Μίνου Αργυράκη, που αναπαριστούσε το λούνα παρκ, διασταυρώνονταν με κινηματογραφικούς ρυθμούς καθημερινές ιστορίες λαϊκών τύπων, οι μικροκαημοί, οι αγωνίες της επιβίωσής τους σε έναν κόσμο που άλλαζε ραγδαία ερήμην τους.
Επί επτά συνεχόμενα χρόνια από το 1974 ώς το 1981 το «Λούνα Παρκ» ήταν το εβδομαδιαίο λαϊκό σινεμά, καθώς οι περισσότεροι ρόλοι του ήταν βγαλμένοι από τις πιο γνωστές του επιτυχίες. Αλλά όχι μόνο. Είχε επιπλέον ένα τηλεπαιχνίδι για το κοινό, ενταγμένο στην ιστορία, το οποίο παρουσίαζε ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης με δώρο ένα διαμέρισμα (το μεγάλο όνειρο της μικροαστικής μεταπολεμικής Ελλάδας), του οποίου τα κλειδιά παρέδιδε στον νικητή του τελικού ο ίδιος ο Γιάννης Δαλιανίδης. Επίσης κατά τη διάρκεια του κάθε επεισοδίου γνωστοί τραγουδιστές της εποχής ερμήνευαν επιτυχίες τους.
Με άλλα λόγια, ήταν ένα είδος ολοκληρωμένης οικογενειακής τηλεοπτικής διασκέδασης, από το οποίο δυστυχώς για τους μελετητές της εγχώριας λαϊκής κουλτούρας δεν διασώθηκαν παρά ελάχιστα αποσπάσματα και αφηγήσεις των συντελεστών. Γιατί το «Λούνα Παρκ» αποτέλεσε την «τοιχογραφία» μιας εποχής, έναν τρόπο διασκέδασης στον απόηχο του παλιού σινεμά και της επιθεώρησης και όπως συμβαίνει με την τηλεόραση σε όλο τον κόσμο, έγινε ένα είδος εφαλτηρίου για την καινούργια εποχή, με τα παλιά αστέρια – Παπαγιαννόπουλο, Αλέκα Στρατηγού, Αννα Παϊτατζή – να δίνουν ομαλά τη σκυτάλη στη νέα γενιά (ακόμη και ο νεότατος τότε Σταμάτης Φασουλής έκανε ένα πέρασμα στον ρόλο του καφετζή).
Το «Λούνα Παρκ» θα μπορούσε να αποτελέσει και αντικείμενο μελέτης για μια κοινωνία στο μεταίχμιο μεγάλων αλλαγών, οι οποίες συντελούνταν σταδιακά για να φτάσουν στην έκρηξη – πολιτική, κοινωνική, οικονομική και αισθητική – της δεκαετίας του ’80.
Κείμενο της Πόπης Διαμαντάκου από τα ΝΕΑ της 20ης Αυγούστου 2012
Η ΘΡΥΛΙΚΗ ΕΚΠΟΜΠΉ ΡΕΠΟΡΤΡΕΣ

ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΑΝΗΣ (ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ) ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΑΡΑΣ (ΔΕΞΙΑ) ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΣΑΝ ΣΤΟ ΣΤΟΥΝΤΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΙΜΑΧΟ ΔΙΕΘΝΗ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΗ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΚΑΜΑΡΑ. Ο ΤΡΙΤΟΣ-ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ- ΡΕΠΟΡΤΕΡ ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΡΔΑΒΕΛΑΣ ΑΠΛΑ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ.
Η σειρά ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ με τη Νόρα Βαλσάμη και Κιμούλη- Καφετζόπουλο στα νιάτα του

Μια ακόμη από τις σειρές οι οποίες αξιοποίησαν την ελληνική λογοτεχνία για να αποτυπώσουν τις κοινωνικές διεργασίες μιας Ελλάδας που σπαρταρούσε μεταξύ του τραύματος της Μικρασιατικής Καταστροφής και του αγώνα να εξελιχθεί σε σύγχρονο κράτος, η «Αστροφεγγιά» προβλήθηκε σε 26 επεισόδια το 1980.
Σε σκηνοθεσία των Μιχάλη Μαραγκάκη και Διαγόρα Χρονόπουλου ανάδειξε τηλεοπτικώς δυο νέους τότε ηθοποιούς, τον Αντώνη Καφετζόπουλο και τον Γιώργο Κιμούλη, και είναι μια από τις ελάχιστες, ασπρόμαυρες παραγωγές που διασώθηκαν από εκείνα τα πρώτα χρόνια της ΕΡΤικής σιριαλικής παραγωγής.
Είναι ακόμα η εποχή που η εγχώρια τηλεόραση προσπαθεί να συνθέσει τα κυρίαρχα
συναισθηματικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που έχουν διαμορφώσει στο πέρασμα των χρόνων και των πικρών ιστορικών γεγονότων τα σύγχρονα νεοελληνικά ήθη. Γι’ αυτό και η επίμονη προσφυγή στη λογοτεχνία αποδεικνύεται από τις σοφότερες – αν και μάλλον τυχαία και εξ ανάγκης – επιλογές.
Το σενάριο, διασκευή από τον ικανότατο Βαγγέλη Γκούφα, του μυθιστορήματος του πολυγραφότατου και βραβευμένου (κρατικό βραβείο και βραβείο Ακαδημίας) Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, αφηγούνταν την ιστορία μια νεανικής παρέας και για την ακρίβεια δυο φίλων, του προερχόμενου από την επαρχία και από φτωχή οικογένεια Αγγελου Γιαννούση (Αντώνης Καφετζόπουλος) και του πλούσιου συμφοιτητή και φίλου του Νίκου Στεργίου (Γιώργος Κιμούλης).
Αν και πεσιμιστικές οι αντιλήψεις του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου για την Ελλάδα που διαμόρφωσε η Μικρασιατική Καταστροφή, για τα βαθιά τραύματα στη μνήμη και στην κοινωνία που προκάλεσε (οι οποίες τον ενέταξαν στους αισθητιστές Ουράνη, Τέλλο Αγρα, Λαπαθιώτη), η τηλεοπτική «Αστροφεγγιά» επιχείρησε ένα πιο ανάλαφρο και πιο τηλεοπτικό ύφος.
Εδωσε έμφαση στη δροσιά της νεανικής παρέας και έναν τρυφερό ρομαντισμό στους έρωτές της, αλλά μένοντας πιστή στο μυθιστόρημα κατέληγε στην πικρή γεύση της τραγικής ιστορίας και της ματαιότητας του αγώνα για καλύτερη ζωή του «φτωχού Αγγελου».
Η ιστορία αναδεικνύει τις απαρχές των πιο χαρακτηριστικών εθνικών κοινωνικών νοοτροπιών. Είναι εδώ (μέσα από την ιστορία του Αγγελου) ο καημός της φτωχής Ελλάδας για κοινωνική άνοδο μέσω των πανεπιστημιακών σπουδών των παιδιών της. «Ανοδο» που την ταυτίζει με μια θέση στο Δημόσιο και τον μισθό «μήνας μπαίνει – μήνας βγαίνει» (ελπίδα της μητέρας του Αγγελου).
Είναι εδώ και ένα αίσθημα ταπείνωσης και ματαίωσης, το οποίο διαμορφώνει χαρακτήρα περήφανο και απόλυτο, μέσα από τη σύγκριση με τον πλούτο και τις ευκολίες ζωής και καριέρας των παιδιών της αστικής τάξης καθώς οι κοινές σπουδές στην ίδια επιστήμη δημιουργούν μια επιφανειακή ισότητα των νεαρών, με τις βαθιές διαφορές όμως να παραμένουν και να αποδεικνύονται αγεφύρωτες.
Καθώς ο φτωχός Αγγελος ανήκει σε εκείνους που θα σηκώσουν το βάρος του πολέμου, της καταστροφής, θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου, θα αρρωστήσει, ενώ πίσω του οι τυχεροί της παρέας θα εξελιχθούν προφυλαγμένοι, αλώβητοι από τις πολεμικές κακουχίες και είναι αυτοί που θα συγκροτήσουν την πολιτική και οικονομική ελίτ της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Φυσικά υπάρχει και ο έρωτας, αδικαίωτος και αυτός για τον Αγγελο, αφού η αγαπημένη του Δάφνη (Νόρα Βαλσάμη) βρίσκεται στο πλευρό του Νίκου.
Στη σειρά έπαιζαν επίσης η Μιμή Ντενίση, ο Σταύρος Ξενίδης, η Ελένη Κούρκουλα (με την κατοπινή, μεγαλειώδη φωσκολική καριέρα) αλλά και ο Γρηγόρης Βαλτινός σε έναν μικρό ρόλο.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ της 12ης Σεπτεμβρίου 2012
Η εκπομπή γνώσεων ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΟΙ με τον αξέχαστο Χρήστο Οικονόμου

Η σειρά Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΚΩΝΣΤΑ από το ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Μαρή

Το καστ της τηλεοπτικής μεταφοράς του μυθιστορήματος του Γιάννη Μαρή.
Ορθιοι από αριστερά: Τρύφων Καρατζάς, Ντίνος Καρύδης, Τάκης Χρυσικάκος, Χρήστος Ζορμπάς και Σταύρος Ξενίδης.
Καθήμενοι: Nίκος Γαλανός, Μιμή Ντενίση, Βύρων Πάλλης και…
Βιβέτα Τσούνη.
Η σειρά προβλήθηκε στην ΕΡΤ-2 πριν από 24 χρόνια.
Την ενημερωτική εκπομπή ΤΡΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ με τους Γιάννη Δημαρά, Σεμίνα Διγενή και Γιώργο Παπαδάκη

Η σειρά Ο ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο και τον Στάθη Ψάλτη σε α’ εμφάνιση

Η μεταφορά του μυθιστορήματος του Τάσου Αθανασιάδη ΟΙ ΠΑΝΘΕΟΙ με τον Άγγελο Αντωνόπουλο και την Κάτια Δανδουλάκη

Η τηλεοπτική μεταφορά της ογκώδους τριλογίας του Τάσου Αθανασιάδη (1.500 σελ.) «Οι Πανθέοι» υπήρξε μία ακόμη από τις μεγάλες επιτυχίες των πρώτων χρόνων της εγχώριας τηλεόρασης, που διασώζεται και αυτή αποκλειστικώς στη νοσταλγική μνήμη της μεσήλικης (και μεγαλύτερης) Ελλάδας για τις πρώτες τηλεοπτικές απολαύσεις της.
Με τη σκηνοθετική υπογραφή ενός μαέστρου στην ατμοσφαιρική
αναπαράσταση εποχής, που κατάφερνε να δημιουργεί την αίσθηση της φιλόδοξης υπερπαραγωγής, του Βασίλη Γεωργιάδη, τα άφθονα μυθιστορηματικά κλισέ της οικογενειακής σάγκα του Αθανασιάδη βρήκαν την ιδανικότερη σαπουνοπερική τους απόδοση.
Το έργο του Αθανασιάδη θεωρείται «τοιχογραφία» μιας Ελλάδας που έσβησε με τον πόλεμο, αν και περιορισμένη, καθώς αφορά τη μυθολογία μιας μεγαλοαστικής Ελλάδας που ελάχιστα – ώς καθόλου – εμφανίζεται να τη συμπληρώνει η σκληρή πραγματικότητα ενός τόπου όπου ακούγονταν παντού οι θρήνοι της προσφυγιάς και τα πολυπληθή λαϊκά στρώματα αγωνίζονταν για τα ελάχιστα της επιβίωσης.
Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, συναρπαστική τηλεόραση έκαναν πάντα τα ωραία παραμύθια και αυτό το οποίο μάγεψε το φιλοθέαμον της ασπρόμαυρης εποχής της τηλεόρασης ήταν κυρίως το παράνομο ερωτικό πάθος μεταξύ της Μάρμως Πανθέου (ρόλος που εκτίναξε στα ύψη τη δημοτικότητα της Κάτιας Δανδουλάκη) και του ανιψιού τού συζύγου της, καλλιτέχνη, όπως όριζαν άλλωστε τα μυθιστορηματικά στερεότυπα της εποχής, Κίτσου (ρόλος που καθιέρωσε ως ζεν πρεμιέ τον Στέλιο Καλογερόπουλο).
Οσο για το μεγάλο σουξέ των «Πανθέων» που εν τέλει συνοψίστηκε στο σουξέ του παράνομου πάθους της Μάρμως και του Κίτσου, ίσως δεν θα ήταν τέτοιο, αν δεν συμπλήρωνε ιδανικά το ερωτικό τρίγωνο ο ρόλος του συζύγου Ανδρέα Πανθέου, πρότυπο προστατευτικής αγάπης και αφοσίωσης, με έναν Αγγελο Αντωνόπουλο να αποδεικνύεται ιδανικός ερμηνευτής του.
Η ιστορία εκτυλίχθηκε σε ακριβώς 100 επεισόδια από τον Απρίλιο του 1977 ώς τον Ιούνιο του 1979 – τότε δεν σταματούσαν τα σίριαλ το καλοκαίρι -, ξεκινώντας από τον θάνατο του πάτερ φαμίλια Βλάση Πανθέου, ο οποίος συγκέντρωσε όλη την οικογένεια στο αρχοντικό. Τότε συνάντησε και ο μποέμ, γοητευτικός Κίτσος την πανέμορφη Μάρμω, νεαρότατη σύζυγο του αρκετά μεγαλύτερού της Ανδρέα Πανθέου, ο οποίος στη συνέχεια εμφανίζεται να αναλαμβάνει υπουργικό θώκο.
Ανάμεσα στις ρομαντικές ερωτικές ιστορίες βρίσκει χώρο, αν και ελάχιστο στην τηλεοπτική εκδοχή του έργου, και μια λάιτ αναφορά στην πολιτική πραγματικότητα του μεσοπολέμου, και δη της Ελλάδας, αν και αυτό που προβάλλεται περισσότερο είναι η προσπάθεια να διαφυλαχτεί η οικογενειακή παράδοση ως το μοναδικό συστατικό που θα συντηρήσει τη δύναμή της, στα μεγαλοαστικά ήθη, στον πουριτανισμό της εποχής που συγκρούεται με την ανάγκη ελευθερίας στις ερωτικές επιλογές των νεοτέρων και το ανθρώπινο ολίσθημα, στον παράνομο έρωτα, ο οποίος εν τέλει απειλεί ολόκληρο το οικοδόμημα.
Το καστ συμπεριέλαβε πολλούς παλιούς γνωστούς θεατρικούς ηθοποιούς, αλλά και μερικά από τα καινούργια τότε φυντάνια. Η Μαρία Αλκαίου στον ρόλο της τρυφερής θείας Καλής, η Αλέκα Παΐζη, αλλά και ο Λυκούργος Καλλέργης, ο Φαίδων Γεωργίτσης στον ρόλο του ερωτευμένου Στάθη με τη Θάλεια (Ανθή Ανδρεοπούλου), η Ντόρα Βολανάκη, η Τζένη Ζαχαροπούλου.
*Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ της 29ης Αυγούστου 2012
http://istorikesphotografies.blogspot.gr

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *